Σελίδες

Τρίτη 20 Μαΐου 2025

ΜονΠρωτΘεσ 7509/25 : ΕΓΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΑΠΑΤΗ - ΨΕΥΔΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗ - ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΚΗ ΔΥΣΦΗΜΗΣΗ - ΣΤΟΙΧΕΙΑ. ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ - HΘΙΚΗ ΒΛΑΒΗ - ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ - ΕΥΛΟΓΟ ΜΕΤΡΟ


ΜονΠρωτΘεσ 7509/25 : ΕΓΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΑΠΑΤΗ - ΨΕΥΔΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗ -  ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΚΗ ΔΥΣΦΗΜΗΣΗ -  ΣΤΟΙΧΕΙΑ. ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ - HΘΙΚΗ ΒΛΑΒΗ - ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ - ΕΥΛΟΓΟ ΜΕΤΡΟ. ΔΕΚΤΗ ΕΝ ΜΕΡΕΙ Η ΑΓΩΓΗ. Eν προκειμένω, ο ενάγων επικαλείται ότι ο πατέρας του εναγόμενου είχε υποβάλει σε βάρος του έγκληση για απάτη, στο πλαίσιο δε, της ποινικής διαδικασίας, την οποία – λόγω θανάτου του πατέρα του εναγομένου – συνέχισε ο ίδιος ο εναγόμενος, ως κληρονόμος του, εκδόθηκε αμετάκλητη αθωωτική απόφαση. Ειδικότερα δε, ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος προσέβαλε την προσωπικότητά του, αφού κατά την ως άνω διαδικασία, κατέθεσε σε βάρος του ενάγοντος ψευδή γεγονότα και ότι η αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου συνίσταται στην  τέλεση των αξιόποινων πράξεων της ψευδούς καταμήνυσης, ψευδούς κατάθεσης, συκοφαντικής δυσφήμησης, άλλως της απλής δυσφήμησης, άλλως της εξύβρισης. Κρίνεται εν προκειμένω, ότι ο εναγόμενος κατέθεσε ψευδή γεγονότα προσβάλλοντας την προσωπικότητα του ενάγοντος, τελώντας σε βάρος του ενάγοντος συκοφαντική δυσφήμηση, καθώς ισχυρίστηκε ενώπιον τρίτων, δηλαδή της οικογένειάς του, των φίλων και των συνεργατών του, που ήταν παρόντες στο ακροατήριο,  τα ψευδή γεγονότα, εν γνώσει του ψεύδους αυτών, απορριπτομένης και της ένστασης εκ του άρθρου 367 παρ.2 περ.γ’ ΠΚ, διότι η εν λόγω διάταξη δεν εφαρμόζεται επί συκοφαντικής δυσφήμησης. Αντίθετα η συκοφαντική δυσφήμηση πρέπει να απορριφθεί κατά το σκέλος που αφορά τα υπόλοιπα πρόσωπα στο ακροατήριο, διότι δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχαν σε αυτό πρόσωπα που γνώριζαν την επιχείρηση του ενάγοντος, καθώς επίσης ο εναγόμενος δεν προέβη σε χαρακτηρισμούς με τις λέξεις ''απατεώνας'' και ''ψεύτης'' σε βάρος του ενάγοντος. Απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός ότι ο εναγόμενος διέδωσε στον εμπορικό κύκλο πως ο ενάγων είναι απατεώνας, με αποτέλεσμα να χάσει εμπορικές συνεργασίες. Εν τέλει, ο ενάγων δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ποσού 2.000 ευρώ. Δεκτή εν μέρει η αγωγή. [ Αρ. 229 παρ. 1,361, 363, 367 ΠΚ, αρ. 57, 59, 330, 346, 914, 919, 929, 932 ΑΚ, αρ. 2 παρ.1 Συντ. ]


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ 7509/2025

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Ζήση Χατζηγιαννάκο, Πρωτόδικη Γενικής Επετηρίδας, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Ελένη Παπαγεωργοπούλου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του 17.12.2024 για να δικάσει την αγωγή με αρ. κατ. …………/29.12.2023 μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …………….., κατοίκου ……………., επί της οδού …………….., με Α.Φ.Μ.: ………………., ο οποίος παραστάθηκε διά των προτάσεων που κατέθεσε εντός της προθεσμίας του άρθρ. 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, η πληρεξούσια δικηγόρος του, ΑΧ (ΑΜΔΣΘ: …………), δυνάμει της από 28.04.2024 έγγραφης πληρεξουσιότητας, η οποία (δικηγόρος) δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, προκατέβαλε όμως τις εισφορές που προβλέπονται στο άρθρ. 61 παρ. 1 και 2 του ν. 4194/2013 (βλ. το με αρ. …………./25.04.2024 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης).

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ……………, κατοίκου ………………, επί της οδού ……………, με Α.Φ.Μ.: ……………, ο οποίος παραστάθηκε διά των προτάσεων, που κατέθεσαν εντός της προθεσμίας του άρθρ.237 παρ. 1 ΚΠολΔ, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του, ΘΖ (ΑΜΔΣΘ: ………….) και ΑΖ (ΑΜΔΣΘ: ………..), δυνάμει των από 23.04.2024 και 26.04.2024 εγγράφων πληρεξουσιότητας, οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο, προκατέβαλαν όμως τις εισφορές που προβλέπονται στο άρθρ. 61 παρ. 1 και 2 του ν. 4194/2013 (βλ. τα με αρ. ………../29.04.2024 και ………/26.04.2024 γραμμάτια προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης).


ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται παραπάνω.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ


I. Κατά τη διάταξη του άρθρ. 229 παρ. 1 Π.Κ. περί ψευδούς καταμήνυσης, όπως ίσχυε πριν την 01η.07.2019, όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της Αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του αδικήματος της ψευδούς καταμήνυσης απαιτείται να έγινε μήνυση ή ανακοίνωση με οποιονδήποτε τρόπο σε Αρχή ότι τελέστηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, το περιεχόμενο της μήνυσης ή ανακοίνωσης να είναι αντικειμενικούς ψευδές και ο υπαίτιος να έκανε τη μήνυση ή ανακοίνωση με σκοπό να προκληθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος εκείνου που καταμηνύεται, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού. Το έγκλημα είναι τελειωμένο μόλις περιέλθει η μήνυση ή η έγκληση στην Αρχή ή γίνει ανακοίνωση σε αυτήν, ανεξάρτητα αν στη συνέχεια ασκήθηκε ή όχι ποινική δίωξη κατά του μηνυόμενου - εγκαλουμένου. Για τη θεμελίωση του εγκλήματος αυτού απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση, και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαίως τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής. Δεν είναι αναγκαία όμως η παράθεση άλλων σχετικών με τη γνώση αυτή περιστατικών, αν ο εγκαλών γνώριζε αναγκαίως την πραγματική κατάσταση από προσωπική του αντίληψη. Περαιτέρω, κατά την ίδια διάταξη του ισχύοντος από 01.07.2019 ΠΚ (ν. 4619/2019), όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της Αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή. Από τη σύγκριση των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι στη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 Π.Κ., όπως αυτή ισχύει μετά την 01η.07.2019, τυποποιείται το έγκλημα της ψευδούς καταμήνυσης. Σημαντική αλλαγή στο έγκλημα αυτό είναι η κατάργηση της αναφοράς στον σκοπό του δράστη. Μέχρι την 01 ’’.07.2019, η ψευδής καταμήνυση του άρθρου 229 παρ. 1 Π.Κ, τιμωρούνταν μόνο όταν τελούνταν με σκοπό καταδίωξης του καταγγελλόμενου προσώπου, δηλαδή για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης απαιτούνται, εκτός του άμεσου δόλου, και επιπρόσθετος υπερχειλής δόλος, δηλαδή σκοπός του δράστη να προκαλέσει την ποινική ή πειθαρχική δίωξη του καταμηνυομένου ή του αναφερομένου. Καθώς όμως στο ελληνικό δίκαιο ισχύει ως προς τη δίωξη η αρχή της νομιμότητας, ήδη η καταγγελία της πράξης δημιουργεί άμεσα τον κίνδυνο άσκησης ποινικής δίωξης, ώστε η αναφορά στον επιπρόσθετο σκοπό να εμφανίζεται περιττή. Συνεπώς, από 01.07.2019, ως προς τα στοιχεία της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης δεν απαιτείται πλέον σκοπός καταδίωξης του καταμηνυομένου ή του αναφερομένου, δηλαδή δεν απαιτείται υπερχειλής δόλος, αλλά μόνο άμεσος δόλος, και συνακόλουθα η διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 πΠΚ είναι επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο, αφού με αυτή για την καταδίκη του δράστη απαιτείται, εκτός από τη συνδρομή και απόδειξη άμεσου δόλου, η συνδρομή και απόδειξη υπερχειλούς δόλου, που δεν απαιτείται πλέον με τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του νΠΚ. Επίσης, από τη σύγκριση των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 ΠΚ είναι επιεικέστερη και ως προς την ποινή, αφού με αυτή προβλεπόταν ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 νΠΚ προβλέπεται πλέον ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή (ΑΠ 997/2024, ΝΟΜΟΣ). II. Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 ΑΚ προστατεύεται η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου, ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις - εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, ενώ η προσβολή της προσωπικότητας, σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές, συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας, της οποίας η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρ. 914, 919, 920, 932 ΑΚ, είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων: (α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου, που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, (β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο, όμως, είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση του καταχρηστική, κατά την έννοια των άρθρ. 281 του ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, (γ) υπαιτιότητα (πταίσμα) του προσβολέα, όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, εκδηλούμενη, είτε με τη μορφή του δόλου, είτε με τη μορφή της αμέλειας, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 του ΑΚ) και (δ) επέλευση ηθικής βλάβης στον προσβληθέντα, τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράνομη και υπαίτια προσβολή. Η προσωπικότητα του ανθρώπου μπορεί να προσβληθεί σε οποιαδήποτε έκφανση ή εκδήλωσή της (σωματική, πνευματική, ηθική, τιμή κλπ.). Έτσι, η απόδοση σε κάποιον πράξεων που η κοινωνία αποδοκιμάζει, διότι ενέχουν απαξία, εμπίπτει στα όρια της προσβολής της προσωπικότητας. Τέτοιες δε πράξεις, διαταρακτικές της κοινωνικής προσωπικότητας του ανθρώπου, είναι και εκείνες που εμπεριέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής ή επαγγελματικής εντιμότητας του προσώπου, ενώ αδιάφορη για τον χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης, η οποία ενδέχεται, με την προσβολή, να παραβιάζεται και η οποία μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου.

Συνεπώς, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει, όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς, κατά την έννοια των άρθρων 361-363 ΠΚ (ΑΠ 1017/2022, ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 363 νΠΚ (ν. 4619/2019) «Αν στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή και αν τελεί την πράξη δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή», ενώ σύμφωνα με την ίδια διάταξη, όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει από 01.05.2024, δυνάμει των άρθρ. 54 και 138 παρ. 1 του ν. 5090/2024: «Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον εν γνώσει του ψευδές γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή και αν τελεί την πράξη δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή. Στην έννοια του τρίτου δεν περιλαμβάνονται δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι που λαμβάνουν γνώση των ισχυρισμών για τα διάδικα μέρη, κατά την ενάσκηση καθήκοντος στο πλαίσιο πολιτικής, ποινικής ή διοικητικής δίκης». Από την αντιπαραβολή των δυο διατάξεων, προκύπτει ότι η νεότερη διάταξη του άρθρ. 363 ΠΚ, όπως ισχύει μετά τον ν. 5090/2024, είναι επιεικέστερη από εκείνη που αντικατέστησε, δεδομένου ότι στην έννοια του τρίτου -απαραίτητου στοιχείου προς στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του υπ’ όψιν αδικήματος- δεν περιλαμβάνονται εισέτι οι δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι που λαμβάνουν γνώση των ισχυρισμών για τα διάδικα μέρη, κατά την ενάσκηση καθήκοντος στο πλαίσιο πολιτικής, ποινικής ή διοικητικής δίκης. Η εν λόγω διάταξη, όπως τροποποιήθηκε, ενσωμάτωσε ουσιαστικά τις σκέψεις της μειοψηφίας της με αρ. 3/2021 απόφασης της Ολομέλειας του ΑΠ, σύμφωνα με τις οποίες για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης ως προς τα αντικειμενικά του στοιχεία, θα πρέπει η διάδοση ή ο ισχυρισμός του ψευδούς γεγονότος, αφενός να επισυμβεί ενώπιον τρίτου προσώπου, αφετέρου να είναι κατάλληλος, δηλαδή πρόσφορος, ως αντιτιθέμενος στην ηθική και στην ευπρέπεια, να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις («τρίτος» και «δυνατότητα βλάβης της τιμής και υπόληψης») μπορεί να συνδέονται υπό την έννοια ότι ένα γεγονός, που αντικειμενικά μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του παθόντος, να μην είναι δυνατόν να προκαλέσει τη βλαπτική του ενέργεια, όταν ανακοινώνεται ενώπιον προσώπων που έχουν κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα ή όταν η ανακοίνωση γίνεται υπό ορισμένες περιστάσεις. Η προσφορότητα κρίνεται από τον τόπο, τον χρόνο, το είδος του γεγονότος, το πρόσωπο που αφορά, από τον τρίτο ή τρίτους ενώπιον των οποίων διαδίδεται και γενικά από τις περιστάσεις, ΰς «τρίτος» της οικείας ποινικής διάταξης δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόσωπο θεσμικά αρμόδιο, ήτοι ειδικώς, συνταγματικώς και δικονομικώς εξουσιοδοτημένο να παραλαμβάνει και να εξετάζει μηνύσεις, καταγγελίες, αναφορές των πολιτών (π.χ. ο εισαγγελέας, ο φυσικός δικαστής μίας υπόθεσης), καθόσον κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του αποβάλλει την προσωπική του «ταυτότητα» και εξυπηρετεί αποκλειστικά τον ανατεθειμένο σε αυτό θεσμικό ρόλο του αμερόληπτου κριτή. Με άλλα λόγια, παρότι φυσικά πρόσωπα, κατά την ανατεθείσα σ' αυτούς εξουσία εκφράζουν και υλοποιούν ένα συγκεκριμένο πολιτειακό ρόλο, στην υπηρεσία της απρόσωπης, αμερόληπτης, αφηρημένης απονομής δικαιοσύνης. Το δικαστικό πρόσωπο δεν είναι «τρίτος» θεσμικά και δικονομικά ως προς το βιοτικό συμβάν, όπως π.χ. ο οποιοσδήποτε παρών, ο οποίος θα λάβει γνώση της δυσφημιστικής εκδήλωσης ή ο απλός θεατής του βιοτικού συμβάντος κατά τον χρόνο της εξέλιξής του. Τα δικαστικά πρόσωπα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν αυστηρά προκαθορισμένους ρόλους, δεν εκφράζουν την προσωπική τους άποψη, δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε σχολιασμό όσων εκτίθενται στα πλαίσια της οικείας διαδικασίας (προδικασίας και κύριας διαδικασίας), δεν διασκέπτονται δημοσίως (άρθρο 371 (ήδη 369) του ΚΠοινΔ και άρθρο 301 του ΚΠολΔ), δεν τους αφορά το πρόσωπο των διαδίκων (in rem εξελίσσεται η ποινική δίκη, in personam κηρύσσεται η ενοχή ή η αθωότητα, άρθρο 370 (ήδη 368) του ΚΠοινΔ). Τα δικαστικά πρόσωπα διατυπώνουν μόνο τη δικανική τους κρίση ως προς τη βασιμότητα των ερευνητέων γεγονότων, ακολουθώντας τους κανόνες απόδειξης, είτε της πολιτικής είτε της ποινικής δικονομίας. Η διατύπωση της κρίσης τους είναι το αποτέλεσμα της αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού και είναι υποχρεωτική εκ του καθήκοντος τους, αφού καλούνται να διαμορφώσουν μια έννομη σχέση ή να αποδώσουν ποινική ευθύνη, ως όργανα της Πολιτείας και στο όνομα του ελληνικού λαού, η όποια δε κρίση τους δεν μπορεί να περιέχει προσωπικές κρίσεις ή εκτιμήσεις για την τιμή και υπόληψη κάποιου προσώπου. Δεν μπορούν οι ανύπαρκτες, ως δικονομικό μέγεθος, «υπόνοιες» του εισαγγελέα ή του δικαστή, κατά την εκδίκαση μίας υπόθεσης, να αναχθούν σε δικονομικό μέγεθος μετρήσιμο που αξιολογείται για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Επιπροσθέτως, εν όψει του χαρακτήρα της συκοφαντικής δυσφήμησης ως εγκλήματος διακινδύνευσης, η διακινδύνευση της τιμής και της υπόληψης είναι αποκλεισμένη ενώπιον ενός δικαστικού λειτουργού, με το σκεπτικό ότι είναι νομικά, λογικά και ηθικά ασύμβατη με τον ρόλο και τα καθήκοντα των δικαστών, οι οποίοι, όποτε κληθούν να δικάσουν, είτε θα αχθούν σε αθωωτική κρίση, οπότε ουδεμία τρώση της τιμής και της υπόληψής του θα υποστεί ο ψευδώς καταγγελθείς, είτε θα καταλήξουν σε καταδικαστική απόφαση, οπότε ήταν (και με επίσημη πολιτειακή επικύρωση) αληθή τα καταγγελθέντα. Έτσι, τα δικαστικά πρόσωπα (δικαστές και εισαγγελείς) που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως όταν καλούνται να αποφανθούν σχετικά με αυτό το ίδιο το δυσφημιστικό γεγονός, δεν είναι εξ αυτού και μόνο του λόγου τρίτοι, με την έννοια που απαιτεί η διάταξη του άρθρ. 363 ΠΚ, ούτε εξ αυτού και μόνο μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη η προσφορότητα του γεγονότος για προσβολή της τιμής. Το ίδιο ισχύει αναλογικά και για τα λοιπά πρόσωπα που συμπράττουν στην ποινική διαδικασία ή πολιτική δίκη, όπως είναι ο δικαστικός γραμματέας, ο οποίος συμπράττει στη διαδικασία της καταχώρισης της μήνυσης ή της ένορκης κατάθεσης μάρτυρα, οι ανακριτικοί υπάλληλοι που ορίζονται από τον εισαγγελέα για τη διενέργεια προανακριτικών πράξεων, ο δικαστικός επιμελητής, ο οποίος ως άμισθος δημόσιος λειτουργός είναι αρμόδιος για την επίδοση δικογράφων και εξώδικων εγγράφων στην πολιτική δίκη, οι δικηγόροι, οι οποίοι ως δημόσιοι λειτουργοί εκπροσωπούν και υπερασπίζονται τους εντολείς τους σε κάθε δικαστήριο, αρχή ή υπηρεσία ή εξωδικαστικό θεσμό (άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 4194/2013), τα μέλη πειθαρχικών συμβουλίων, επιτροπών, ανεξάρτητων αρχών κ.λπ. Άλλωστε, για τα πρόσωπα αυτά δεν προκύπτει ότι λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου των συγκεκριμένων δικογράφων, παρά μόνο των στοιχείων που είναι αναγκαία για τον ορθό δικονομικά χειρισμό της υπόθεσης. Τυχόν αντίθετη θέση θα οδηγούσε σε φαλκίδευση του συνταγματικού δικαιώματος δικαστικής προστασίας και εξάρτηση της άσκησής του από το μέγεθος της ψυχικής αντοχής ή ανθεκτικότητας του προτιθέμενου να το ασκήσει στο ενδεχόμενο καταμήνυσής του, εκ μέρους εκείνου κατά του οποίου στρέφεται, με τη θεώρηση των εκπροσώπων της δικαστικής λειτουργίας ως «τρίτων». Επομένως, τα ανωτέρω πρόσωπα, χωρίς τη συνδρομή ιδιαίτερων άλλων περιστάσεων που δικαιολογούν την προσφορότητα της προσβολής της τιμής και της υπόληψης του εγκαλούντος, δεν είναι τρίτοι με την έννοια που προαναφέρθηκε, και συνεπώς δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης. Στο αυτό, άλλωστε, αιτιολογικό και δικαιοπολιτικό υπόβαθρο εδράζεται και η Αιτιολογική Έκθεση του ν. 5090/2024 σχετικά με την τροποποίηση του άρθρ. 363 νΠΚ, διαλαμβάνοντας ότι «Με την κατάργηση της απλής δυσφήμησης του άρθρ. 362 του ΠΚ το αξιόποινο περιορίζεται στις περιπτώσεις που η διάδοση ενώπιον τρίτου συνοδεύεται από την υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση της γνώσης της ψευδούς υπόστασης του γεγονότος που είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή και την υπόληψη άλλου. Επίσης, από την έννοια του τρίτου, αποδέκτη της διάδοσης εξαιρούνται τα πρόσωπα που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οπότε εξ αυτού και μόνο δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη η προσφορότητα του γεγονότος για προσβολή της τιμής. Στην ανωτέρω εξαίρεση δεν περιλαμβάνονται ισχυρισμοί που στρέφονται κατά άλλων (πλην των διαδίκων) μερών ή περιπτώσεις που οι αποδέκτες των διαδόσεων (δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι), συνδέονται προσωπικά με τα διάδικα μέρη, έτσι ώστε η γνωριμία αυτή να αίρει την απροσφορότητα του γεγονότος να βλάψει την τιμή, λόγω μη αποστασιοποίησης των λειτουργών ή υπαλλήλων από τα διάδικα πρόσωπα. Αυτό ισχύει για τους δημόσιους λειτουργούς ή υπαλλήλους που συμπράττουν στην ποινική διαδικασία ή πολιτική ή διοικητική δίκη, όπως είναι ο εισαγγελέας, ο δικαστής, ο δικαστικός γραμματέας, ο οποίος συμπράπει στη διαδικασία της καταχώρισης της μήνυσης ή της ένορκης κατάθεσης μάρτυρα, οι ανακριτικοί υπάλληλοι που ορίζονται από τον εισαγγελέα για τη διενέργεια προανακριτικών πράξεων, ο δικαστικός επιμελητής, ο οποίος ως άμισθος δημόσιος λειτουργός είναι αρμόδιος για την επίδοση δικογράφων και εξώδικων εγγράφων εν όψει ή στο πλαίσιο πολιτικής δίκης. Άλλωστε, για τα τελευταία αυτά πρόσωπα δεν προκύπτει ότι λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου των συγκεκριμένων δικογράφων, παρά μόνο των στοιχείων που είναι αναγκαία για τον ορθό δικονομικά χειρισμό της υπόθεσης. Επίσης, για τον προσδιορισμό της έννοιας του τρίτου χρησιμοποιήθηκε στοχευμένα ο διευρυμένος και γενικός ορισμός της «δίκης» που περιλαμβάνει κάθε στάδιο από την προδικασία (π.χ. αστυνομική προανάκριση, άρα καταλαμβάνει και προανακριτικούς υπάλληλους κατά την αυτεπάγγελτη αστυνομική προανάκριση) μέχρι την αμετάκλητη απόφαση» (ΕφΠειρ 617/2024· ΕφΠειρ 619/2024, δημ. ιστοσ. Εφετείου Πειραιά).

III. Περαιτέρω, η εξύβριση και η δυσφήμηση, ως αστικό αδίκημα, θεμελιώνονται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια προσβάλλει με οποιονδήποτε τρόπο την τιμή άλλου ή ισχυρίζεται ή διαδίδει γι’ αυτόν σε τρίτους γεγονότα αναληθή που θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί τον εξυβριστικό χαρακτήρα των εκφράσεών του ή την αναλήθεια των σχετικών γεγονότων, να αποζημιώσει τον άλλον και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρ. 367 παρ. 1 ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του, τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρ. 361 - 367 ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά, για την ενότητα της έννομης τάξης, και στον χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρ. 57-59 και 914 επ. ΑΚ. Δεδομένου δε ότι αίρεται ο άδικος χαρακτήρας των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων, αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της ζημιογόνου συμπεριφοράς, ως όρος της αντίστοιχης αδικοπραξίας του Αστικού Δικαίου. Κατ’ εξαίρεση, όμως το αποτέλεσμα αυτό της άρσης του αδίκου της εξύβρισης ή της απλής δυσφήμησης δεν επέρχεται, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρ. 367 ΠΚ, όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη προκύπτει ειδικός σκοπός εξύβρισης από μέρους του δράστη, που υπάρχει όταν ο τρόπος εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς του δεν ήταν κατ’ αντικειμενική κρίση αναγκαίος για την άσκηση από αυτόν κριτικής ή για την προστασία δικαιώματος ή άλλου δικαιολογημένου ενδιαφέροντος του, αλλά εν γνώσει του επιλέχθηκε και χρησιμοποιήθηκε για να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη κάποιου άλλου, δηλαδή όταν υπάρχει υπέρβαση του αντικειμενικά αναγκαίου μέτρου για την άσκηση κριτικής ή για την προστασία δικαιώματος ή άλλου δικαιολογημένου ενδιαφέροντος του. Ο σκοπός εξύβρισης συνιστά νομική έννοια και συνεπώς η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ελέγχεται αναιρετικά, χωρίς ωστόσο να απαιτείται για την πληρότητα της αιτιολογίας της απόφασής του, με την οποία αποκλείστηκε κατά το άρθρ. 367 παρ. 2 ΠΚ η άρση του αδίκου της εξύβρισης ή της δυσφήμησης, να αναφέρονται ειδικώς σε αυτή και οι εκφράσεις που θα μπορούσαν, χωρίς να Θιγεί η τιμή και η υπόληψη προσώπου, να χρησιμοποιηθούν με το ίδιο νόημα αντί των όσων εξυβριστικών ή δυσφημιστικών σε βάρος του χρησιμοποιήθηκαν. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι συντρέχει περίπτωση δικαιολογημένου ενδιαφέροντος, που αίρει τον άδικο χαρακτήρα του εξυβριστικού ή δυσφημιστικού για τον ενάγοντα προηγούμενου ισχυρισμού του, συνιστά ένσταση καταλυτική της προβαλλόμενης με την αγωγή αξίωσης του ενάγοντος για ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του από την επικαλούμενη παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του, που προκάλεσε ο εξυβριστικός ή δυσφημιστικός σε βάρος του ισχυρισμός του αντιδίκου του, ενώ αντένσταση συνιστά ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δεν αίρεται τελικώς ο άδικος χαρακτήρας της εξύβρισης ή της δυσφήμησής του από τον εναγόμενο, επειδή αυτός ενήργησε με ειδικό σκοπό εξύβρισής του (Πρβλ. ΑΠ 1322/2021· ΑΠ 432/2020· ΕφΑΘ 347/2024 ΕφΑΘ 1593/2024· ΕφΑΘ 1737/2024· ΕφΑΘ 2797/2024· ΕφΠατρ 222/2024- ΕφΑΘ 1435/2023· ΕφΑΘ 4568/2022· ΕφΠατρ 149/2022, ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων επικαλείται, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου και των αιτημάτων του, ότι ο πατέρας του εναγομένου είχε υποβάλει σε βάρος του, ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, την από 03.07.2013 και με ........... έγκληση, στην οποία εξέθετε ότι αυτός είχε τελέσει σε βάρος του την αξιόποινη πράξη της απάτης με περιουσιακή ζημία και όφελος μεγαλύτερο των 120.000 ευρώ. Ότι ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του ίδιου και παραπέμφθηκε να δικαστεί για την εν λόγω πράξη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, το οποίο, δυνάμει της με αρ. 2111/2022 απόφασης, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, τον κήρυξε αθώο. Ότι ο εναγόμενος προσέβαλε παράνομα και υπαίτια το δικαίωμα στην προσωπικότητά του με αδικοπρακτική συμπεριφορά που συνίσταται στην τέλεση σε βάρος του των αξιόποινων πράξεων, αφενός μεν της ψευδούς καταμήνυσης, καθώς, μετά από τον θάνατο του πατέρα του, διαρκούσης της προδικασίας, ο εναγόμενος προέβη σε δήλωση συνέχισης της δηλωθείσας πριν από τον θάνατο του κληρονομούμενου παράστασης για την υποστήριξη της κατηγορίας, αφετέρου δε της ψευδούς κατάθεσης, της συκοφαντικής δυσφήμισης, άλλως της απλής δυσφήμισης, άλλως της εξύβρισης, με όσα ψευδή γεγονότα κατέθεσε, ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου, κατά την εξέτασή του ως διάδικος, όπως αυτά αναλύονται στην αγωγή, καθώς έλαβε γνώση αυτών, εκτός από το Δικαστήριο και τον ίδιο, αόριστος αριθμός προσώπων που βρισκόταν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων η οικογένειά του, οι φίλοι του και οι συνεργάτες του. Ότι, από το έτος 2013 έως και αθώωσή του από το ανωτέρω Δικαστήριο, ο εναγόμενος ισχυριζόταν ενώπιον εμπόρων και επιχειρηματιών ότι ο ενάγων ήταν απατεώνας, με αποτέλεσμα να πλήξει τη φήμη του ως επιχειρηματία. Ότι ο εναγόμενος τελούσε εν γνώσει των ψευδών γεγονότων που κατέθεσε και διέδωσε, προκειμένου να προσβάλει την προσωπικότητά του, ειδικότερα δε την τιμή και την υπόληψή του, συνεπεία δε αυτών έχει υποστεί ηθική βλάβη και δικαιούται να λάβει χρηματική ικανοποίηση. Εν όψει των ανωτέρω ζητεί, μετά από νόμιμη τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του, εμπεριεχόμενη στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, καθώς και παραδεκτής διόρθωσης του δικογράφου και παραίτησης από τα αιτήματα για την κήρυξη της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης: α) να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει σε αυτόν το χρηματικό ποσό των 80.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής και μέχρι πλήρους εξόφλησης και β) να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας δεν οφείλεται τέλος δικαστικού ενσήμου λόγω του αναγνωριστικού χαρακτήρα των χρηματικώς αποτιμητών αιτημάτων της, παραδεκτά ασκηθείσα με νομότυπη και εμπρόθεσμη επίδοσή της στον εναγόμενο εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, κατ’ άρθρ. 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, δοθέντος όπ η αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 29.12.2023 και επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 02.01.2024 (βλ. τη με αρ. …………./02.01.2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με έδρα το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, Χ……….), παραδεκτά εισάγεται να συζητηθεί, κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο για την εκδίκαση της παρούσας διαφοράς (άρθρ. 9, 14 παρ. 2, 22 και 35 ΚΠολΔ). Είναι δε ορισμένη, απορριπτόμενου του σχετικού ισχυρισμού που προβλήθηκε από τον εναγόμενο, διότι εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται σύμφωνα με τον νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης. Ειδικότερα, στην αγωγή με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, την οποία ο ενάγων υπέστη από τη μείωση της προσωπικότητάς του, αρκεί να αναφέρεται το είδος της προσβολής, η παράνομη πράξη που την προκάλεσε, ο αιτιώδης σύνδεσμός της με αυτήν, καθώς και η υπαιτιότητα του προσβάλλοντος, στοιχεία που διαλαμβάνονται στην προκειμένη αγωγή, χωρίς να απαιτείται η αναφορά ειδικότερων προσδιορισμών, όπως η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση, οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως του υπαιτίου κ.λπ., τα οποία αποτελούν είτε ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση βλάβης, βαρύτητα πταίσματος), είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπ’ όψιν για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος (συμπαρομαρτούσες συνθήκες) και συνεπώς δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής (ΕφΠειρ 245/2016, ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρ. 57, 59, 299, 330, 346, 914, 932 ΑΚ, 224 παρ. 1, όπως ισχύει μετά από τον ν. 4855/2021,361, 362, 363 V. ΠΚ, όπως ισχύουν μετά από τον ν. 4619/2019 και πριν από τον ν. 5090/2024, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, εκτός από τους επικαλούμενους ψευδείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς σε βάρος του ενάγοντας, οι οποίοι περιήλθαν σε γνώση του Δικαστηρίου, στα πλαίσια της άσκησης των υπηρεσιακών καθηκόντων και αρμοδιοτήτων των μελών της σύνθεσης, κατά την εκδίκαση της κατηγορίας της απάτης που αποδόθηκε στον ενάγοντα, αφού τα πρόσωπα αυτά δεν εμπίπτουν στην έννοια του «τρίτου» ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος της συκοφαντικής και της απλής δυσφήμησης, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην υπό στ. II μείζονα σκέψη της παρούσας (βλ. επιπλέον ΕφΠειρΙ 40/2025- ΕφΠειρ 187/2024, δημ. σε ιστοσελ. Εφετείου Πειραιά· ΕφΑθ 1240/2024- ΕφΑθ 2634/2024, ΝΟΜΟΣ- ΕφΛαρ 293/2024, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ ΠΠΘεσ 11980/2024- ΠΠΘεσ 13963/2024- ΜΠΘεσ 12701/2024- ΜΠΘεσ 9107/2024, αδημ.· ΜΠΘεσ 13794/2024, ΝΟΜΟΣ). Επίσης, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη για το σκέλος που αφορά την ψευδή καταμήνυση, διότι, σύμφωνα με τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, ο εναγόμενος προέβη στην κατάθεση, ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, της από 07.05.2018 δήλωσης συνέχισης της ήδη δηλωθείσας από τον κληρονομούμενο, πριν από τον θάνατό του, παράστασης για την υποστήριξη της κατηγορίας, γεγονός που δεν συνιστά μήνυση ή ανακοίνωση, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρ. 229 παρ. 1 ττΠΚ, ικανή να προκαλέσει την ποινική δίωξη του ενάγοντος, δοθέντος όπ η έγκληση για την κίνηση της ποινικής δίωξης είχε υποβληθεί από τον πατέρα του εναγομένου. Εξάλλου, στην ανωτέρω δήλωση ο εναγόμενος αποτύπωσε αυτολεξεί το κατηγορητήριο, βάσει του οποίου, είχε παραπεμφθεί ο ενάγων να δικαστεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, δυνάμει του με αρ. 151/2016 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι τα περιστατικά, που περιλήφθηκαν στην ανωτέρω δήλωση του εναγόμενου και στο κατηγορητήριο, είχαν αποτυπωθεί ήδη στην έγκληση που είχε καταθέσει ο πατέρας του εναγομένου και δεν μπορούσαν εξ ορισμού να ασκήσουν έννομη επιρροή στην πορεία της ποινικής δίωξης που είχε ασκηθεί σε βάρος του ενάγοντος, διότι αυτή είχε ήδη ασκηθεί για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και την ίδια πράξη, με τη σημείωση ότι στην εν λόγω δήλωση δεν περιλήφθηκαν έτερα περιστατικά ικανά να οδηγήσουν στην άσκηση άλλης ποινικής δίωξης σε βάρος του ενάγοντος. Επομένως, η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου για την παραδεκτή συζήτησή της προσκομίζεται με το δικόγραφο των προτάσεων του ενάγοντος, αφενός μεν το από 02.10.2023 ενημερωτικό έγγραφο για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση, αφετέρου δε το από 28.04.2024 πρακτικό περάτωσης υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας.

Ο εναγόμενος με τις έγγραφες προτάσεις του αρνείται αιτιολογημένα την κρινόμενη αγωγή, προβάλει δε τους κάτωθι ισχυρισμούς: α) ότι ο ενάγων βαρύνεται με συντρέχον πταίσμα για την πρόκληση της ζημίας του, διότι γνώριζε τις επισφάλειες της επένδυσης στην κινέζικη αγορά, πλην όμως παρουσίασε την εν λόγω επένδυση ως προσοδοφόρα, όταν δε αυτή απέτυχε και αποκαλύφθηκε η πραγματική ταυτότητα της επιχείρησης που διατηρούσε στην Κίνα, δεν έσπευσε να αποκαταστήσει τη ζημία που προκλήθηκε στον πατέρα του εναγομένου, ο οποίος δεν είχε γνώση αυτής, πράγμα, που αν έκανε, δεν θα υποβάλλονταν έγκληση σε βάρος του, β) ότι προέβη στις συγκεκριμένες αναφορές από δικαιολογημένο συμφέρον για να προστατεύσει τα οικονομικά συμφέροντα της οικογένειάς του, δηλαδή για την αποκατάσταση της οικονομικής ζημίας που υπέστη από τον ενάγοντα, γ) ότι ο ενάγων άσκησε την κρινόμενη αγωγή καταχρηστικά, διότι εξαιτίας της συμπεριφοράς του η οικογένεια του εναγομένου ζημιώθηκε κατά το ποσό των 250.000 ευρώ, καθώς ο ενάγων δεν έκανε καμία προσπάθεια να την αποκαταστήσει, ότι η οικογένεια του εναγομένου έχει ενεργή αξίωση αποζημίωσης σε βάρος του ενάγοντος, για την ικανοποίηση της οποίας έχει ασκηθεί αγωγή αποζημίωσης σε βάρος του, και ότι ο ενάγων, παρά τα ανωτέρω δεδομένα που υπάρχουν εναντίον του, ασκεί την κρινόμενη αγωγή, η οποία περιλαμβάνει αναληθή γεγονότα. Από τους ανωτέρω ισχυρισμούς ο υπό στ. β’ ισχυρισμός συνιστά ένσταση, στηριζόμενη στο άρθρ. 367 παρ. 1 περ. γ ΠΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία αναφορικά με την αποδιδόμενη εξύβριση και τη δυσφήμηση, ενώ οι υπόλοιποι ισχυρισμοί, όπου ο μεν υπό στ. α’ επιχειρείται να θεμελιωθεί στο άρθρ. 300 ΑΚ και ο υπό στ. γ’ στο άρθρ. 281 ΑΚ, πρέπει να απορρκρθούν ως μη νόμιμοι, διότι, τα επικαλούμενα περιστατικά δεν στοιχειοθετούν τις ανωτέρω ενστάσεις, αλλά περιέχουν άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής και δή της αναλήθειας των γεγονότων που κατατέθηκαν, καθώς και της ανυπαρξίας σκοπού εξύβρισης από τον εναγόμενο. Ακόμα, πρέπει να σημειωθεί ότι παρέλκει η εξέταση της ένστασης παραγραφής για το σκέλος της αγωγής που αφορά την ψευδή καταμήνυση, δοθέντος ότι το σκέλος αυτό απορρίφθηκε ως μη νόμιμο.

Από τις με αρ. πρωτ. ……………../26_04_2024 ένορκες βεβαιώσεις του Χ………….., του Γ………….. και του Κ…………, οι οποίες λήφθηκαν, ενώπιον του δικηγόρου Θεσσαλονίκης, Γ. (ΑΜΔΣΘ: ………..), κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγομένου (βλ. τη με αρ. …………./22.04.2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με έδρα το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, Χ.........., της από 22.04.2022 εξώδικης κλήσης εξέτασης μαρτύρων, με συνημμένες στην ανωτέρω έκθεση επίδοσης την από 23.04.2024 βεβαίωση της αρμόδιας αστυνομικού που υπηρετεί στο Α.Τ. ………….., καθώς και την από 23.04.2024 βεβαίωση ταχυδρόμησης ειδοποίησης), από τη με αρ. πρωτ. ………../26.04,2024 ένορκη βεβαίωση του Μ……….., η οποία λήφθηκε, ενώπιον του δικηγόρου Θεσσαλονίκης, Κ. (ΑΜΔΣΘ: ........), κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. τη με αρ. ............../23.04.2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με έδρα το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, Γ................ της από 22.04.2024 εξώδικης κλήσης εξέτασης μαρτύρων), άπασες δε οι ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις προσκομίστηκαν με το δικόγραφο των προτάσεων των διαδίκων, από τις με αρ. πρ. …………./14_05_2024 ένορκες βεβαιώσεις του Σ……….. και του Ι………, οι οποίες λήφθηκαν, ενώπιον του δικηγόρου Θεσσαλονίκης, Γ. (ΑΜΔΣΘ: …………), κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγομένου (βλ. τη με αρ. …………/09.05.2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με έδρα το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, Χ……………, της από 09.05.2024 εξώδικης κλήσης εξέτασης μαρτύρων, με συνημμένες στην ανωτέρω έκθεση επίδοσης της από 09.05.2024 βεβαίωσης του αρμόδιου αστυνομικού που υπηρετεί στο Α.Τ. ……………, καθώς και της από 09.05.2024 βεβαίωσης ταχυδρόμησης ειδοποίησης), από τις με αρ. πρ. ……………../13_05_2024 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Δ………….. και Π……………., που λήφθηκαν, ενώπιον του δικηγόρου Θεσσαλονίκης, Κ. (ΑΜΔΣΘ: …………), κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντας (βλ. τη με αρ. …………./08.05.2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με έδρα το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, Γ…………), άπασες δε οι ανωτέρω προσκομίστηκαν με την προσθήκη των διαδίκων επί των προτάσεών τους, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, ορισμένα εκ των οποίων μνημονεύονται ειδικώς κατωτέρω, χωρίς να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική κρίση της διαφοράς, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπ’ όψιν προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις συναγόμενες, κατ’ άρθρ. 261 ΚΠολΔ, ομολογίες των διαδίκων, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πατέρας του εναγομένου, Γ…………, υπέβαλε, ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, την από 03.07.2013 έγκληση, δυνάμει της οποίας ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του ενάγοντας, ο οποίος παραπέμφθηκε να δικαστεί, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, για την πράξη της απάτης με περιουσιακό όφελος και προκληθείσα ζημία που υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ, και ειδικότερα του ότι: «κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 2011 και μέχρι τουλάχιστον τις 29.06.2011, έχοντας σκοπό να αποκομίσει περιουσιακό όφελος άνω των 120.000 ευρώ έβλαψε με αντίστοιχη ζημία άνω των 120.000 ευρώ ξένη περιουσία, πείθοντας άλλο πρόσωπο να προβεί σε πράξη, με την εν γνώσει του παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, και ειδικότερα από τις αρχές του έτους 2011, κατόπιν διαπραγματεύσεων με τον Γ..........., ο οποίος ενδιαφερόταν να επενδύσει κεφάλαια στην Κίνα, παρέστησε σε αυτόν ψευδώς ότι δραστηριοποιούνταν εμπορικά για διάστημα περίπου δέκα ετών στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, σε επιχείρηση με αντικείμενο την παραγωγή και εμπορία συνθετικών ειδών και δή υποδημάτων και τσαντών και ότι ουσιαστικά ήταν ιδιοκτήτης μίας επιχείρησης που λειτουργούσε τυπικά μόνο στο όνομα μίας εταιρείας με την επωνυμία «………….. LIMITED» με έδρα το ……………. και δραστηριότητα στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, η οποία επιφανειακά ανήκε σε κινέζο πολίτη ονόματι ……………….. Επίσης, παρέστησε ψευδώς ότι η ανωτέρω επιχείρηση διέθετε σύγχρονο εξοπλισμό και άρτια εξοπλισμένο εργοστασιακό χώρο στην πόλη ……………., ένα γραφείο στην πόλη ………….., ότι είχε σημαντικό πελατολόγιο και ότι είχε κατ’ έτος έσοδα τουλάχιστον 1.000.000 δολαρίων και κέρδη τουλάχιστον 600.000 δολαρίων, και ότι η αξία αυτής αποτιμάται στο ποσό των 750.000 ευρώ, παρουσιάζοντας αυτή ψευδώς ως άκρως επικερδή και υγιή επιχείρηση, ενώ στην πραγματικότητα η ανωτέρω επιχείρηση είχε ιδρυθεί στα τέλη του έτους 2010, δεν υπήρχαν οικονομικά αποτελέσματα παρελθόντων ετών ούτε αξιόλογο πελατολόγιο, ενώ οι εγκαταστάσεις αυτής ανήκαν σε τρίτα πρόσωπα αγνώστων λοιπών στοιχείων, στο φερόμενο ως εργοστάσιό της λειτουργούσε άλλη επιχείρηση, συμφερόντων του ……………, και όχι του κατηγορουμένου, η δραστηριότητα δε της επιχείρησης που παρουσίαζε ως δική του και ως άκρως επικερδή περιοριζόταν μόνο σε ένα μισθωμένο γραφείο που διενεργούσε παραγγελίες συνθετικών ειδών σε εργοστάσια τρίτων προσώπων και όχι δικά του εργοστάσια και την εν συνεχεία εμπορία αυτών των ειδών. Όλα αυτά ο κατηγορούμενος τα έπραξε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 2011, αλλά και στις 4 Μαΐου 2011, όταν η σύζυγός του, Ε……….., ενεργώντας κατ’ εντολή του και για λογαριασμό του, υπέγραψε στη …………., με τον Γ…………….., το με ημεροχρονολογία 4-5-2011 ιδιωτικό συμφωνητικό επιχειρηματικής συνεργασίας, το οποίο είχε συντάξει ο κατηγορούμενος και στο οποίο εκ νέου αναφέρει ψευδώς όλα τα ανωτέρω για τη δήθεν επικερδή επιχείρησή του στην Κίνα, αξίας αυτής 750.000 ευρώ, επιδιώκοντας να αποκομίσει παράνομα το ποσό των 250.000 ευρώ, και συνεπεία αυτών πείστηκε ο Γ.......... στην υπογραφή του ανωτέρω συμφωνητικού επιχειρηματικής συνεργασίας, με το οποίο συμφώνησε να του καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 250.000 ευρώ σε δόσεις και συγκεκριμένα ποσό 150.000 ευρώ μέχρι τις 30-5-2011 και ποσό 100.000 ευρώ μέχρι τις 30-06-2011, όπως και πράγματι του κατέβαλε κατά τα συμφωνηθέντα, ενώ ο παθών (Γ………….), εάν γνώριζε ότι όσα παραπάνω του παρέστησε ο κατηγορούμενος σαν αληθινά ήταν ψευδή στην πραγματικότητα, δεν θα προέβαινε στη σύναψη της ανωτέρω επιχειρηματικής συνεργασίας με τον τελευταίο ούτε και θα του κατέβαλε το ποσό των 250.000 ευρώ για την επίτευξη της παραπάνω συνεργασίας, ως αντίτιμο για την πώληση σε αυτόν ποσοστού 33% της επιχείρησης, έτσι ώστε να λάβει ο κατηγορούμενος παράνομα το ποσό των 250.000 ευρώ». Η εν λόγω υπόθεση εκδικάστηκε στις 25,10.2022 και ο ενάγων αθωώθηκε, δυνάμει της με αρ. ………../25.10.2022 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης. Κατά την εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης παραστάθηκε για την υποστήριξη της κατηγορίας ο εναγόμενος - υιός του παθόντος, ο οποίος εξετάστηκε με την ιδιότητα του διαδίκου από το Δικαστήριο. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος κατέθεσε εν γνώσει του ορισμένα ψευδή γεγονότα, εν γνώσει του ψεύδους αυτών, καθώς και απέκρυψε την αλήθεια άλλων, προκειμένου να προσβάλει την προσωπικότητά του, ειδικότερα δε την τιμή και την υπόληψή του. Πιο συγκεκριμένα, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος κατέθεσε πως ο πατέρας του γνώριζε τον ενάγοντα, λόγω της γειτνίασης των καταστημάτων τους, αποκρύτποντας δόλια ότι, πριν από τη συνεργασία τους, ο ενάγων είχε αγοράσει από αυτόν τον «αέρα» ενός καταστήματος που διατηρούσε επί της οδού …………….., στη ………….., έναντι τιμήματος 180.000 ευρώ. Πράγματι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της ανωτέρω απόφασης, ο εναγόμενος ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε, αν ο ενάγων είχε αγοράσει τον «αέρα» του εν λόγω καταστήματος, γεγονός που δεν αποδείχθηκε ότι ήταν ψευδές, διότι ο ενάγων δεν ισχυρίστηκε ούτε προσκόμισε κάποιο αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο, από το οποίο να συνάγεται ότι ο εναγόμενος ήταν παρών στην εν λόγω συναλλαγή, καθώς και ότι είχε ενεργή ανάμιξη, κατά τον χρόνο εκείνο, με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του πατέρα του. Αντίθετα, η πρώην σύζυγος του ενάγοντας, Ε…………, η οποία έχει ίδια γνώση των όσων συνέβησαν μεταξύ του ενάγοντας και του πατέρα του εναγομένου, κατέθεσε ότι η μετέπειτα συνεργασία των δύο πλευρών για την επιχείρηση στην Κίνα έλαβε χώρα, προκειμένου ο πατέρας του εναγομένου να δημιουργήσει μία επιχείρηση για την επαγγελματική αποκατάσταση των τέκνων του, εκ των οποίων ο εναγόμενος ήταν, κατά τον χρόνο εκείνο, μόλις 22 ετών. Εξάλλου, ο εναγόμενος δεν γνώριζε ούτε πόσο ήταν το μίσθωμα που πλήρωνε ο πατέρας του το έτος 2011 για τη μίσθωση του έτερου καταστήματος που διατηρούσε επί της οδού ……………, γεγονός που καταδεικνύει ότι τότε δεν είχε ενεργή ανάμιξη στις επιχειρηματικές δραστηριότητες του πατέρα του. Περαιτέρω, ο ενάγων ισχυρίζεται πως ο εναγόμενος κατέθεσε ψευδώς ότι δεν γνώριζε την οικονομική κατάσταση του ενάγοντος, πριν από τη συνεργασία τους, ότι η εταιρεία με την επωνυμία «………….» είχε τεράστια κερδοφορία και ότι ο ενάγων κατασκεύαζε τα προϊόντα που εμπορευόταν. Ωστόσο, όπως προκύπτει από την ανωτέρω απόφαση του Δικαστηρίου, ο εναγόμενος κατέθεσε ότι γνώριζε, μέσω του πατέρα του, ότι ο ενάγων εμπορευόταν τσάντες που εισήγαγε από την Κίνα, ότι έδινε και ο ενάγων κάποια σχέδια προς κατασκευή, γεγονός που έμαθε ο ίδιος μετά από τα ταξίδια του στην Κίνα, καθώς και ότι ο ενάγων εμπορευόταν τις εν λόγω τσάντες με αυξημένο εμπορικό κέρδος. Συνεπώς δεν αποδείχθηκε ότι τα όσα κατέθεσε ήταν ψευδή. Επίσης, κατέθεσε ότι δεν γνώριζε την οικονομική κατάσταση του ενάγοντος, πριν από τη συνεργασία τους, και ότι δεν πήγαινε στο κατάστημα που διατηρούσε ο πατέρας του επί της οδού …………., γεγονότα που δεν αποδείχθηκαν ψευδή, διότι ο εναγόμενος, ναι μεν είχε αρχίσει να συνεργάζεται επιχειρηματικά με τον πατέρα του εκείνη τη χρονική περίοδο, ωστόσο, δεν είχε αποκτήσει ίδια γνώση των ανωτέρω γεγονότων ούτε συμμετείχε στη λήψη των αποφάσεων, ιδίως ως προς τα οικονομικά των επιχειρηματικών του κινήσεων, η οποία ανήκε στο πατέρα του. Για τον λόγο δε αυτόν στις ανωτέρω ερωτήσεις δήλωσε ρητά, κατά την κατάθεσή του, τουλάχιστον δύο φορές ότι καταθέτει αυτό που γνωρίζει ο ίδιος και όχι ό, τι γνώριζε ο πατέρας του. Περαιτέρω, ο εναγόμενος κατέθεσε ότι ο ενάγων ήταν αυτός που τους προσέγγισε πρώτος για τη συνεργασία τους στην Κίνα και ότι εμφανίστηκε σε αυτούς ως εργοστασιάρχης, γεγονότα που πράγματι κατέθεσε ο εναγόμενος, πλην όμως αυτά αποδείχθηκαν ότι είναι ψευδή, καθώς ο πατέρας του εναγομένου, ο οποίος ήταν επιχειρηματίας και δραστηριοποιούνταν, μεταξύ άλλων, στην εμπορία τσαντών, υποδημάτων, αξεσουάρ μόδας και άλλων συναφών ειδών, ήταν αυτός που ενδιαφερόταν να επεκτείνει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες στην Κίνα, με αντικείμενο την παραγωγή και εμπορία τέτοιων ειδών, και ήρθε σε επαφή με τον ενάγοντα, ο οποίος δραστηριοποιούνταν στην Κίνα, ήδη δέκα περίπου έτη, γεγονός που ήταν γνωστό σε αυτόν. Ο ενάγων αντιμετώπισε θετικά το ενδεχόμενο συνεργασίας τους, διότι αναζητούσε συνεταίρο, προκειμένου να συγχρηματοδοτήσει τις δαπάνες λειτουργίας της υφιστάμενης επιχείρησής του, τις οποίες δεν ήταν σε θέση να καλύψει ο ίδιος. Τα ανωτέρω επιβεβαιώθηκαν και από την κατάθεση της πρώην συζύγου του ενάγοντος, ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου, η οποία είχε ίδια γνώση των ανωτέρω περιστατικών. Επίσης, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δεν ισχυρίστηκε στον εναγόμενο και τον πατέρα του πως είχε στην κυριότητά του ένα εργοστάσιο παραγωγής στην Κίνα, διότι, αν είχε πρόθεση να εξαπατήσει τον εναγόμενο, δεν θα τον καλούσε να επισκεφθεί την Κίνα, προκειμένου να διαπιστώσει ο ίδιος την ύπαρξη των εγκαταστάσεων της επιχείρησης και των συνεργατών του ενάγοντος, καθώς έτσι θα μπορούσε ευχερώς να διαπιστώσει ότι το εργοστάσιο δεν ανήκει στον ενάγοντα και να ματαιωθεί η συμφωνία των δύο πλευρών για τη σύσταση αφανούς εταιρείας και την εξαγορά ποσοστού 33% αυτής από τον πατέρα του εναγομένου. Εξάλλου, ο εναγόμενος δεν ισχυρίστηκε ότι ο ενάγων τον απέτρεψε να επισκεφθεί το υποτιθέμενο εργοστάσιο, ενέργεια στην οποία οπωσδήποτε θα προέβαινε ο τελευταίος, προκειμένου να μην αποκαλυφθεί το ψεύδος του, πριν προλάβει να λάβει τα χρήματα για την εξαγορά του μεριδίου της αφανούς εταιρείας. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων είχε πει στον εναγόμενο και τον πατέρα του ότι είχε αναπτύξει ένα αξιόλογο δίκτυο συνεργατών εκεί, λόγω της μακροχρόνιας παρουσίας του, καθώς και ότι είχε αποκτήσει εμπειρία σχετικά με τον τρόπο που λειτουργούσε η εν λόγω αγορά. Συνεπώς, τα ανωτέρω περί ύπαρξης ιδιόκτητου εργοστασίου στην Κίνα και περί πρωτοβουλίας του ενάγοντος για τη συνεργασία του με τον εναγόμενο είναι ψευδή. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι ο εναγόμενος κατέθεσε ότι, κατά το πρώτο ταξίδι του στην Κίνα, επισκέφθηκε τα εργοστάσια, με τα οποία συνεργαζόταν ο εναγών εκεί, καθώς και ότι δεν διαπίστωσε κάτι, από το οποίο να μπορεί να συναγάγει την απατηλή συμπεριφορά του ενάγοντας, απορριπτόμενων των όσων περί του αντιθέτου ισχυρίζεται ο ενάγων για το ψευδές της κατάθεσης του εναγομένου για το συγκεκριμένο σκέλος. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ισχυρίστηκε πως διαθέτει μία εταιρεία στην Κίνα με την επωνυμία «……………. Co», η οποία έχει συσταθεί πριν από δέκα έτη, ότι έχει ετήσια έσοδα τουλάχιστον 1.000.000 δολαρίων και κέρδη τουλάχιστον 600.000 δολαρίων. Τούτο διότι τα ανωτέρω δεν επιβεβαιώθηκαν από κανένα αποδεικτικό μέσο, εκτός από την μαρτυρία του εναγομένου ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου, η οποία όμως δεν κρίνεται αξιόπιστη κατά το σκέλος της αυτό, διότι ο εναγόμενος είχε ίδιο συμφέρον από τη δίκη, στην οποία το κατέθεσε. Εξάλλου, δεν παρίσταται εύλογο ότι ένας επιχειρηματίας του μεγέθους του πατέρα του εναγομένου, ο οποίος ήταν πολύ έμπειρος και θα προέβαινε σε μία κίνηση σε εντελώς άγνωστο επιχειρηματικό περιβάλλον, ενώ θα μπορούσε ευχερώς να ελέγξει τη βασιμότητα καθεμίας εκ των ανωτέρω πληροφοριών, πριν συμβληθεί με τον ενάγοντα, δοθέντος και ότι ο υιός του είχε μεταβεί δύο φορές στην Κίνα για να δει από κοντά την επιχειρηματική δραστηριότητα που είχε αναπτύξει ο ενάγων, ουδέν έπραξε. Επίσης, όσον αφορά τον χρόνο σύστασης της εταιρείας, δεν υπήρχε λόγος για τον ενάγοντα να παραστήσει ότι αυτή είχε συσταθεί πριν από δέκα έτη και όχι πριν από ένα έτος από την έναρξη της συνεργασίας τους, όπως ίσχυε, διότι τούτο θα μπορούσε να διαπιστωθεί ευχερώς είτε κατά την επίσκεψη του εναγόμενου στην Κίνα είτε από την επισκόπηση των φυλλαδίων της εταιρείας, γεγονός που θα ματαίωνε τη συμφωνία τους. Συνεπώς, τα ανωτέρω γεγονότα που κατέθεσε ο εναγόμενος είναι ψευδή. Περαιτέρω, ο εναγόμενος κατέθεσε ότι, κατά το δεύτερο ταξίδι του στην Κίνα, διαπίστωσε ότι ο ενάγων εξαπάτησε αυτόν και τον πατέρα του, αλλά ότι παρέμειναν στην εν λόγω συνεργασία, λόγω των κοινών συμφερόντων τους στο κατάστημα που διατηρούσαν στην οδό …………, απέκρυψε δε ότι ο πραγματικός λόγος διάρρηξης των σχέσεών τους ήταν ότι ο πατέρας του δεν απέδιδε στην πρώην σύζυγο του ενάγοντος τα κέρδη από το κατάστημα που διατηρούσαν. Από τα ανωτέρω, το πρώτο γεγονός αποδείχθηκε ότι είναι ψευδές, διότι, αν πράγματι ο εναγόμενος είχε διαπιστώσει ότι ο ενάγων εξαπατούσε αυτόν και τον πατέρα του, δεν θα συνέχιζαν τη συνεργασία μαζί του τόσο με την προμήθεια προϊόντων στο κατάστημα που διατηρούσε ο πατέρας του εναγομένου με την πρώην σύζυγο του ενάγοντος επί της οδού ………….., στη ……………, όσο και με το άνοιγμα έτερου καταστήματος στην οδό ..., στην Αθήνα, το οποίο εμπορευόταν τα προϊόντα με την επωνυμία «....» που προμήθευε και σχεδίαζε ο ενάγων. Εξάλλου, ο εναγόμενος και ο πατέρας του, όταν αντιλήφθηκαν ότι είχαν πέσει θύμα απάτης, δεν επιδίωξαν δικαστικά την επιστροφή των χρημάτων ούτε απαίτησαν πρόσθετες εξασφαλίσεις (λ.χ. αξιόγραφα, εμπράγματη ασφάλεια), αλλά, σύμφωνα με την κατάθεση του εναγόμενου, ανέμεναν τα αποτελέσματα της επιχείρησης που είχαν συστήσει με τον ενάγοντα στην Κίνα, παρότι ο εναγόμενος είχε ήδη διαπιστώσει ότι η κατάσταση της επιχείρησης δεν ήταν καλή και ότι δεν υπήρχε προοπτική ανάπτυξης σε αυτή, αντίδραση που δεν παρίσταται εύλογη για έναν έμπειρο επιχειρηματία που είχε αντιληφθεί ότι είχε πέσει θύμα απάτης. Αναφορικά δε με το δεύτερο γεγονός για τη λύση της συνεργασίας των δύο πλευρών, λόγω μη απόδοσης των κερδών στην πρώην σύζυγο του ενάγοντας, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν αποδείχθηκε πως είχε λάβει χώρα ένα τέτοιο συμβάν και ότι το απέκρυψε ο εναγόμενος, κατά την κατάθεσή του, ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου, διότι ο ενάγων και η πρώην σύζυγός του δεν προέβησαν σε καμία δικαστική ενέργεια σε βάρος του εναγόμενου για την εν λόγω αποδιδόμενη πράξη, γεγονός που θα ήταν αναμενόμενο, δοθέντος και ότι οι σχέσεις τους είχαν ήδη διαρρηχθεί τότε, καθώς υπήρχαν σοβαρά προβλήματα στη συνεργασία τους με την επιχειρηματική δραστηριότητα στην Κίνα. Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου ενισχύεται από το γεγονός ότι η πρώην σύζυγος του ενάγοντος ήταν και αυτή έμπειρη επιχειρηματίας και είχε ίδια αντίληψη για τη συνεργασία των διαδίκων, ώστε, αν πράγματι ο πατέρας του εναγομένου δεν είχε αποδώσει κανένα μέρος των κερδών αυτής, η τελευταία θα αποχωρούσε άμεσα από τη συνεργασία της με τον πατέρα του εναγομένου και θα αναλάμβανε κάποια δικαστική ενέργεια σε εναντίον του. Περαιτέρω, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος απέκρυψε, κατά την κατάθεσή του, ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου, ότι το από 04.05.2011 ιδιωτικό συμφωνητικό που υπογράφηκε μεταξύ του πατέρα του και της πρώην συζύγου του ενάγοντας, αφενός μεν φέρει ψευδή ημερομηνία υπογραφής, καθώς τούτο υπογράφηκε το έτος 2013, αφετέρου δε υπογράφηκε από την πρώην σύζυγο του ενάγοντας, χωρίς να έχει σχετική εξουσιοδότηση από αυτόν και χωρίς να έχει αντιληφθεί το περιεχόμενο του εγγράφου. Εν προκειμένω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος πράγματι απέκρυψε τα ανωτέρω γεγονότα. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι το εν λόγω έγγραφο, το οποίο δεν φέρει βέβαιη χρονολογία, συντάχθηκε εκ των υστέρων μεταξύ του πατέρα του εναγομένου και της πρώην συζύγου του ενάγοντος, εν αγνοία του τελευταίου, ενόσω αυτή τελούσε σε διάσταση με τον ενάγοντα, προκειμένου να διασφαλιστούν τα συμφέροντα του πατέρα του εναγομένου, καθώς οι σχέσεις των διαδίκων είχαν διαρραγεί. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου συνάγεται, αφενός μεν από τις συνθήκες υπό τις οποίες υπογράφηκε το ανωτέρω συμφωνητικό, αφετέρου δε από το περιεχόμενό του. Πιο συγκεκριμένα, ενώ το συμφωνητικό φέρεται να έχει υπογραφεί στις 04.05.2011, σε χρόνο δηλαδή που ο ενάγων βρισκόταν στην Κίνα και σε μερικές ημέρες επρόκειτο να τον επισκεφθεί και ο εναγόμενος (13.05.2011), δεν δόθηκε κάποια λογική εξήγηση τόσο για την σπουδή υπογραφής του συμφωνητικού όσο και για τον λόγο που συμβλήθηκε η πρώην σύζυγος του ενάγοντος αντί του ίδιου, ενώ θα μπορούσε είτε ο εναγόμενος με τον πατέρα του να περιμένουν την επιστροφή του ενάγοντος, προκειμένου να υπογράψει, είτε να υπογραφεί το συμφωνητικό διαδοχικά, δηλαδή στη .......... από τον πατέρα του εναγομένου και στην Κίνα από τον ενάγοντα, όταν θα τον συναντούσε ο εναγόμενος. Εξάλλου, θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο για μία συμφωνία τέτοιου οικονομικού αντικειμένου, εφόσον συμβάλλονταν τρίτο πρόσωπο, αυτό να είναι εφοδιασμένο με σχετική πληρεξουσιότητα, ώστε να μη δύναται να αμφισβητηθεί η εγκυρότητα των υποχρεώσεων που αναλάμβανε κάθε πλευρά. Επίσης, το περιεχόμενο του εγγράφου και ιδίως ο όρος 9 αυτού εγείρει αμφιβολίες, για τον πραγματικό χρόνο σύνταξης του εγγράφου, αφού φαίνεται, σαν να γνώριζαν τα μέρη, κατά τη σύνταξή του, πώς θα εξελισσόταν η συνεργασία τους, καθόσον ορίζεται σε αυτό ότι, αν μετά το πέρας της υπερδωδεκάμηνης χρήσης, δεν λάβει χώρα προσδιορισμός των οικονομικών αποτελεσμάτων της εταιρείας και καταβολή των αναλογούντων κερδών στον πατέρα του εναγόμενου, ο τελευταίος διατηρεί το δικαίωμα καταγγελίας, δικαιούμενος να αξιώσει την αξία της εταιρικής του μερίδας από τον ενάγοντα και μάλιστα έντοκα. Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην έγκληση, η απόφαση να αναμείνει ο πατέρας του εναγομένου το πέρας της υπερδωδεκάμηνης χρήσης έλαβε χώρα, μετά την αποκάλυψη της πραγματικής κατάστασης της εταιρείας και μετά από διαβεβαιώσεις του ενάγοντος ότι η επιχείρηση θα αποδώσει κέρδος. Συνεπώς, είναι σαφές ότι το ανωτέρω έγγραφο συντάχθηκε εκ των υστέρων, προκειμένου να λειτουργήσει ενισχυτικά της έγκλησης και υπέρ των θέσεων του πατέρα του εναγομένου. Συνεπώς, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος απέκρυψε τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, κατά την κατάθεσή του, ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι δεν αποδείχθηκε πως ο εναγόμενος απέκρυψε ότι ο πατέρας του είχε προβεί επανειλημμένα σε οικονομικές συναλλαγές, χωρίς την έγγραφη αποτύπωση αυτών, διότι η εν λόγω συμπεριφορά που αποδίδεται στον πατέρα του εναγομένου, αναφέρεται γενικόλογα από τον ενάγοντα, χωρίς να προσκομίζονται αποδεικτικά μέσα προς τούτο, δοθέντος και ότι, ιδίως αναφορικά με τη συνεργασία των διαδίκων, αποδείχθηκε ότι μόνο μία συναλλαγή μεταξύ τους έγινε χωρίς τη σύνταξη εγγράφου, δηλαδή η καταβολή ποσού 250.000 ευρώ, προκειμένου ο πατέρας του εναγομένου να εισέλθει στην επιχείρηση του ενάγοντος στην Κίνα ως αφανής εταίρος, με την αγορά ποσοστού 33% αυτής. Περαιτέρω, ο εναγόμενος κατέθεσε ότι το ανωτέρω ποσό των 250.000 ευρώ δεν διατέθηκε για τις ανάγκες της επιχείρησης στην Κίνα και για τη συμμετοχή της σε διάφορες διεθνείς εκθέσεις, γεγονός που δεν αποδείχθηκε ότι είναι ψευδές, διότι δεν προσκομίστηκαν παραστατικά έγγραφα από τα οποία να προκύπτει η επένδυση του ανωτέρω χρηματικού ποσού για τις ανάγκες της επιχείρησης. Το γεγονός δε ότι η πρώην σύζυγος του εναγομένου κατέθεσε το αντίθετο δεν αναιρεί την ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου, διότι δεν επιβεβαιώθηκε από έγγραφα, όπως θα ήταν εύλογο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το ύψος του ποσού που δόθηκε και το ότι προοριζόταν για τις ανάγκες μίας επιχείρησης, η οποία έχει φορολογικές υποχρεώσεις και πρέπει να είναι σε θέση να υποδεικνύει τις δαπάνες που έγιναν. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος με την κατάθεσή του ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης τέλεσε σε βάρος του ενάγοντος ψευδή κατάθεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 224 παρ. 1 ΠΚ, καθώς εν γνώσει του κατέθεσε ψευδή γεγονότα και απέκρυψε άλλα, με τις διακρίσεις που σημειώθηκαν ανωτέρω, σχετικά με την αποδιδόμενη σε βάρος του ενάγοντος πράξη της απάτης, ο άμεσος δε δόλος αυτού συνάγεται από το ότι κατέθεσε ψεύδη για γεγονότα, στα οποία ήταν παρών και είχε ίδια γνώση, όπως ο ίδιος κατέθεσε ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου (ΑΠ 302/2020· ΑΠ 89/2018, ΝΟΜΟΣ). Σημειώνεται ότι η προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, λόγω της ψευδούς κατάθεσης του εναγομένου, συνίσταται στην προσβολή της τιμής και της υπόληψης του ίδιου, δηλαδή ότι υπέστη τις συνέπειες της ψευδούς κατάθεσης [Α. Ζήση, Από τον πολιτικώς ενάγοντα στον παριστάμενο για την υποστήριξη της κατηγορίας (2023), σ. 148]. Αναφορικά δε με τα ανωτέρω ψευδή γεγονότα, ο εναγόμενος τέλεσε σε βάρος του ενάγοντος συκοφαντική δυσφήμηση, καθώς ισχυρίστηκε ενώπιον τρίτων προσώπων, δηλαδή της οικογένειας του ενάγοντος, των φίλων και των συνεργατών του, που ήταν παρόντες στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, τα ανωτέρω ψευδή γεγονότα, εν γνώσει του ψεύδους αυτών, προκειμένου να προσβάλλει την τιμή και την υπόληψή του, απορριπτόμενης της ένστασης που προβλήθηκε από τον εναγόμενο και επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί στο άρθρ. 367 παρ. 2 περ. γ ΠΚ, διότι η εν λόγω διάταξη δεν εφαρμόζεται επί της συκοφαντικής δυσφήμησης, όπως σημειώθηκε ανωτέρω. Αντίθετα, η συκοφαντική δυσφήμηση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά το σκέλος που αφορά τα υπόλοιπα πρόσωπα που βρισκόταν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, διότι δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχαν σε αυτό πρόσωπα που γνώριζαν την επιχείρηση του ενάγοντος και προσβλήθηκε η υπόληψή του κατά το μέρος αυτό, με τη σημείωση ότι ο εναγόμενος δεν προέβη σε χαρακτηρισμούς σε βάρος του ενάγοντος, με τις λέξεις απατεώνα και ψεύτη, όπως αβάσιμα διατείνεται ο τελευταίος. Απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός ότι ο εναγόμενος διέδωσε στον εμπορικό κύκλο της Θεσσαλονίκης πως ο ενάγων είναι απατεώνας, με αποτέλεσμα να χάσει εμπορικές συνεργασίες, γεγονός που δεν επιβεβαιώθηκε από κάποιο αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο, δηλαδή μαρτυρική κατάθεση επιχειρηματία, που δεν ανήκει στον φιλικό κύκλο του ενάγοντος, ο οποίος έμαθε κάτι τέτοιο από τον εναγόμενο ή δεν συνεργάστηκε με τον ενάγοντα για τον λόγο αυτό. Οι ένορκες δε βεβαιώσεις που προσκομίζονται από τον ενάγοντα για την ανωτέρω συμπεριφορά του εναγομένου δεν κρίνονται αξιόπιστες, διότι δόθηκαν από φιλικά του πρόσωπα, τα οποία δεν είχαν ίδια αντίληψη των όσων κατέθεσαν επί αυτού, ούτε κατονομάζουν, έστω και ένα πρόσωπο, το οποίο τους είπε για τον ανωτέρω εξυβριστικό χαρακτηρισμό, ούτε αναφέρουν συγκεκριμένα, έστω και μία συνεργασία του ενάγοντος που ματαιώθηκε. Δεδομένου δε ότι οι ανωτέρω αξιόποινες πράξεις αποτελούν προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος και αδικοπραξία, αυτός δικαιούται να λάβει χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη. Εν όψει των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβαν χώρα οι αξιόποινες πράξεις σε βάρος του ενάγοντας, του δόλου τέλεσης αυτών, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, καθώς και της απορρέουσας από τα άρθρ. 2 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας ως γενικής νομικής αρχής, η χρηματική ικανοποίηση του ενάγοντος αποτιμάται στο εύλογο ποσό των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €), με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας και όχι επιδικίας, από την επομένη επίδοσης της αγωγής και μέχρι πλήρους εξόφλησης, δεκτού γενομένου του ισχυρισμού που προβλήθηκε από τον εναγόμενο ως ουσιαστικά βάσιμου, λόγω του εύλογου χαρακτήρα της αντιδικίας, ο οποίος συνάγεται, αφενός μεν από τη φύση της επιδικαζόμενης απαίτησης, αφετέρου δε από τον συσχετισμό του ποσού που ζήτησε ο ενάγων σε σχέση με αυτό που επιδικάστηκε με την παρούσα (ΕφΑθ 663/2024· ΕφΚρητ 46/2024, ΝΟΜΟΣ). Τέλος, ο εναγόμενος πρέπει να καταδικαστεί στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, κατά την έκταση της ήττας του, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα το διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΚΑΖΕΙ κατ' αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000,00 €), με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη επίδοσης της αγωγής και μέχρι πλήρους εξόφλησης.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250,00 €).

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στις 15/4/2025.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στη Θεσσαλονίκη στις 15/4/2025.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου