Σελίδες

Τετάρτη 8 Μαΐου 2024

ΔιοικΕφΑΘ 3495/23: ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ - ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΗ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ - ΜΗ ΛΗΨΗ ΜΕΤΡΩΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΔΑΕ - ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΡΟΣΤΙΜΟΥ. ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ.


ΔιοικΕφΑΘ 3495/23 : ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ - ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΗ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ - ΜΗ ΛΗΨΗ ΜΕΤΡΩΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΔΑΕ - ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΡΟΣΤΙΜΟΥ. ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ.  Καταγγελία που υποβλήθηκε από συνδρομήτρια της (εδώ) προσφεύγουσας εταιρίας στην ΑΔΑΕ, στην οποία η καταγγέλουσα ανέφερε ότι, κατά τους τελευταίους μήνες, ο γείτονάς της, επίσης συνδρομητής της προσφεύγουσας, όταν σήκωνε το σταθερό του τηλέφωνο, άκουγε όλες τις κλήσεις τη,  κι ενώ είχε ενημερώσει σχετικώς την εταιρεία, το φαινόμενο εξακολουθούσε. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η ΑΔΑΕ, με την 343/25.11.2020 απόφασή της (προσβαλλόμενη) ήχθη στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα, υπέπεσε σε παράβαση των άρθρων 2 και 3 παρ. 1 του ν. 2674/2008 και 4 παρ. 1 και 2 του ν. 3471/2006 περί απορρήτου των επικοινωνιών με την παράλειψη εφαρμογής μέτρων για την προστασία του απορρήτου κι επέβαλε σε βάρος της πρόστιμο ύψους 20.000 ευρώ. Κρίνεται ότι ο πάροχος υποχρεούται να εξασφαλίζει το απόρρητο των τηλεφωνικών επικοινωνιών που παρέχονται στο κοινό και να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα ώστε να προστατεύσει το απόρρητο της ελεύθερης επικοινωνίας, καθώς και ότι εν προκειμένω, παρά τη διακινδύνευση του απορρήτου των τηλεφωνικών επικοινωνιών της καταγγέλουσας, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε, ότι έλαβε μέτρα για την προστασία αυτής ως προς τις εισερχόμενες κλήσεις της, με τη γνωστοποίηση της δυνατότητας προώθησης αυτών σε κινητό τηλέφωνο της επιλογής της και με τη δυνατότητα προσωπικής φραγής εξερχομένων κλήσεων. Προκύπτει λοιπόν, ότι ορθώς της επιβλήθηκε το ένδικο πρόστιμο, το οποίο, ως το μικρότερο δυνάμενο να επιβληθεί, αφενός μεν, δεν επιδέχεται περαιτέρω μείωση, αφετέρου δε, δεν αντίκειται στις αρχές της αναλογικότητας και της χρηστής διοίκησης. Απορρίπτει την προσφυγή.


ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ 18ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ 3495/2023

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 28 Σεπτεμβρίου 2023, με δικαστές τις Άννα Ατσαλάκη, Πρόεδρο Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων, Αγλαΐα Θέμου-Δημητροπούλου (Εισηγήτρια) και Αικατερίνη Σολδάτου, Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων και με γραμματέα τον Παναγιώτη Θεοδωρακόπουλο, δικαστικό υπάλληλο,

για να δικάσει την από 16 Απριλίου 2021 (με αρ. καταχ. ...../2021 στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών) προσφυγή

της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ», που εδρεύει στο …. ... (οδός .... αρ. .....), η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιό της δικηγόρο ΕΧ, σύμφωνα με την από 26.9.2023, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), όπως ισχύει, δήλωση

κατά της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής (οδός Ιερού Λόχου αρ. 3), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε με την πληρεξούσιά της δικηγόρο ΑΚ, σύμφωνα με την από 14.9.2023, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του ΚΔΔ, όπως ισχύει, δήλωση.

Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.


Η κρίση του είναι η εξής:


1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο των 100,00 ευρώ (σχετ. το με κωδ. αρ. ............. έντυπο ηλεκτρονικού παραβόλου), η προσφεύγουσα, ανώνυμη εταιρεία, ζητεί την ακύρωση, άλλως την τροποποίηση της 343/25.11.2020 απόφασης της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), με την οποία της επιβλήθηκαν για την παράβαση της κείμενης νομοθεσίας περί απορρήτου των επικοινωνιών με την παράλειψη εφαρμογής μέτρων για την προστασία του απορρήτου της ελεύθερης επικοινωνίας από τη σύνδεση της καταγγέλουσας ως προς τις εισερχόμενες και τις εξερχόμενες κλήσεις κατά τον χρόνο που μεσολάβησε από την αναγγελία της βλάβης στη σύνδεσή της έως την αποκατάσταση αυτής, τη διοικητική κύρωση του χρηματικού προστίμου των 20.000,00 ευρώ.

2. Επειδή, στο άρθρο 19 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. …. 2. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1. 3. …». Περαιτέρω, στο άρθρο 1 του ν. 3115/2003 (Α΄ 47) ορίσθηκε ότι: «Συνιστάται, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 19 του Συντάγματος, Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.), με σκοπό την προστασία του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Στην έννοια της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών περιλαμβάνεται και ο έλεγχος της τήρησης των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου». Στο δε άρθρο 4 του ν. 3471/2006 (Α΄ 133) «Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τροποποίηση του ν. 2472/1997», με τον οποίο ενσηματώθηκε στην εθνική ένννομη τάξη η Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12.7.2002 σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (EEL 201/31.7.2002), ορίζεται ότι: «1. Οποιαδήποτε χρήση των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών που παρέχονται μέσω δημοσίου δικτύου επικοινωνιών και των διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και των συναφών δεδομένων κίνησης και θέσης, όπως ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 2 του παρόντος νόμου, προστατεύεται από το Απόρρητο των επικοινωνιών. ... 2. Απαγορεύεται η ακρόαση, υποκλοπή, αποθήκευση ή άλλο είδος παρακολούθησης ή επιτήρησης των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και των συναφών δεδομένων κίνησης και θέσης, εκτός αν προβλέπεται άλλως από το νόμο. ...». Εξάλλου, στο άρθρο 2 του ν. 3674/2008 «Ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου διασφάλισης της τηλεφωνικής επικοινωνίας και άλλες διατάξεις» (Α΄ 136), ορίζεται ότι: «1. Ο πάροχος ευθύνεται για την ασφάλεια των υπό την εποπτεία του χώρων, εγκαταστάσεων, συνδέσεων και των συστημάτων υλικού και λογισμικού. Προς τούτο έχει την υποχρέωση να λαμβάνει τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα και να χρησιμοποιεί συστήματα υλικού και λογισμικού, τα οποία διασφαλίζουν το απόρρητο της επικοινωνίας και επιτρέπουν την αποκάλυψη της παραβίασης ή απόπειρας παραβίασης του απορρήτου της επικοινωνίας. 2. Ο πάροχος υποχρεούται να διασφαλίζει την τήρηση των προβλεπόμενων στην προηγούμενη παράγραφο μέτρων, να προβαίνει σε τακτικό έλεγχο των συστημάτων υλικού και λογισμικού που βρίσκονται στην εποπτεία του και να έχει πλήρη γνώση των τεχνικών δυνατοτήτων τους», στο άρθρο 3 του ιδίου νόμου που φέρει τον τίτλο «Ειδικό σχέδιο πολιτικής ασφάλειας» ορίζεται ότι: «1. Ο πάροχος υποχρεούται να καταρτίζει και εφαρμόζει ειδικό σχέδιο πολιτικής ασφάλειας ως προς τα μέσα, τις μεθόδους και τα μέτρα που διασφαλίζουν το απόρρητο της επικοινωνίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα σε κανονισμούς της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) που εκδίδονται κατά το άρθρο 6 παράγραφος 1 περίπτωση ιβ΄ του ν. 3115/2003 (ΦΕΚ 47 Α). Στο ειδικό σχέδιο πολιτικής ασφάλειας περιέχονται ιδίως: α) τα συστήματα που χρησιμοποιούνται για τη διασφάλιση του απορρήτου, β) η καταγραφή και αξιολόγηση των κινδύνων που ενδέχεται να επηρεάσουν την εύρυθμη λειτουργία του εξοπλισμού και να οδηγήσουν σε παραβίαση του απορρήτου της επικοινωνίας, και γ) τα μέτρα αποτροπής των κινδύνων που έχουν αναγνωριστεί. Το ειδικό σχέδιο πολιτικής ασφάλειας και κάθε αναθεώρηση αυτού εγκρίνεται από την ΑΔΑΕ. 2. ...», ενώ στο άρθρο 11 του ιδίου νόμου ορίζoνται τα εξής: «1. Όταν παραβιάζεται υποχρέωση που προβλέπεται στα άρθρα 2 έως 8 ή τελείται πράξη από τις προβλεπόμενες στα άρθρα 9 και 10 του παρόντος νόμου από τον πάροχο υπηρεσιών τηλεφωνίας ή τον νόμιμο εκπρόσωπό του, μέλος της διοίκησης, τον υπεύθυνο διασφάλισης του απορρήτου, εργαζόμενο ή συνεργάτη του παρόχου, επιβάλλεται για κάθε παράβαση στον πάροχο, ανάλογα με την βαρύτητα της παράβασης, το βαθμό υπαιτιότητας και την περίπτωση υποτροπής, μία από τις παρακάτω κυρώσεις: α) σύσταση για συμμόρφωση μέσα στα χρονικά όρια της τασσόμενης προθεσμίας με προειδοποίηση επιβολής προστίμου σε περίπτωση παράλειψης συμμόρφωσης, β) πρόστιμο από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ έως πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ, γ) αναστολή από ένα μήνα έως ένα έτος ή οριστική ανάκληση του δικαιώματος παροχής υπηρεσιών τηλεφωνίας. 2. Οι κυρώσεις της σύστασης και του προστίμου επιβάλλονται με αιτιολογημένη απόφαση της ΑΔΑΕ ύστερα από προηγούμενη κλήση του ενδιαφερομένου για παροχή εξηγήσεων … 3. ...».

3. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται η υποχρέωση του παρόχου τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών να διασφαλίζει αποτελεσματικά το απόρρητο των επικοινωνιών και, συνεπώς, η παραβίασή του επισύρει τις προβλεπόμενες στο άρθρο 11 του ν. 3115/2003 διοικητικές κυρώσεις, έστω και αν ο πάροχος έχει προβεί σε κάποιες ενέργειες για τη διασφάλιση του απορρήτου και την αποτροπή των παραβιάσεων, όταν παρά ταύτα οι τελευταίες αποδεικνύονται, κατ’ αποτέλεσμα, ανεπαρκείς (ΣτΕ 2761/2020, 4880/2014). Εξάλλου, εφόσον ορισμένο ζήτημα που άπτεται του απορρήτου των επικοινωνιών ρυθμίζεται από πολιτική διασφάλισης του απορρήτου των σταθερών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών που έχει εκπονηθεί από τον πάροχο τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και εγκριθεί από την ΑΔΑΕ, η συμμόρφωση του εν λόγω παρόχου προς την υποχρέωσή του για τη διασφάλιση του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών θα κριθεί ενόψει του συνόλου των ανωτέρω συνταγματικών και νομοθετικών διατάξεων αλλά και των κρίσιμων για το ζήτημα διατάξεων της ανωτέρω πολιτικής διασφάλισης απορρήτου (ΣτΕ 2761/2020).

4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την από 31.5.2016 καταγγελία της ............. που υποβλήθηκε στην ΑΔΑΕ, η ίδια ανέφερε ότι, κατά τους τελευταίους μήνες, ο ..........γείτονάς της .........., επίσης συνδρομητής της ήδη προσφεύγουσας εταιρείας (.............), όταν σήκωνε το σταθερό του τηλέφωνο, άκουγε όλες τις κλήσεις της, ενώ, παρ’ ότι είχε ενημερώσει σχετικώς την ανωτέρω εταιρεία, το φαινόμενο εξακολουθούσε. Μετά την πάροδο δύο τουλάχιστον μηνών, ο πιο πάνω αντιλήφθηκε την ταυτότητα της καταγγέλουσας και την ενημέρωσε σχετικώς. Η τελευταία απευθύνθηκε αμέσως στην προσφεύγουσα εταιρεία (με σχετική αναφορά στο Τμήμα Εξυπηρέτησης Πελατών, στις 25.5.2016 και ώρα 21.41΄ καθώς και με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στις 27.5.2016), χωρίς όμως το πρόβλημα να επιλυθεί μέχρι την 29η.5.2016 και ώρα 20.00΄, όπως ανέφερε στην καταγγελία της. Με βάση την καταγγελία αυτή, η καθ’ ης η προσφυγή Αρχή διενήργησε έκτακτους ελέγχους. Από τον από 10.11.2016 επιτόπιο έλεγχο στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας (σχετ. το με ίδια ημεροχρονολογία πρακτικό της Ομάδας Ελέγχου) και από την εξέταση των στοιχείων που παρέδωσε η ίδια [εκτυπώσεις οθόνης από τα συστήματα που τηρούσε τόσο η ΟΤΕ Α.Ε., όσο και η ίδια, από τις οποίες προέκυπτε η λίστα με τις αναφορές των τεχνικών θεμάτων που δημιουργήθηκαν για την επίλυση του εν λόγω προβλήματος και λίστα των εισερχομένων και εξερχομένων κλήσεων της καταγγέλουσας (με διαγραφή των 3 τελευταίων ψηφίων), για το χρονικό διάστημα από 25.5.2016 έως και 3.6.2016], επιβεβαιώθηκε η αναφορά της ως άνω καταγγέλουσας, δηλώθηκε ότι η βλάβη αφορούσε στο δίκτυο της εταιρείας ΟΤΕ Α.Ε., προς την οποία η προσφεύγουσα προχώρησε σε άμεση υποβολή αιτήματος άρσης της, καθώς και ότι προέβη σε ενημέρωση της καταγγέλουσας κατά τον ως άνω χρόνο αναφοράς του προβλήματος και μετά την επίλυσή του (3.6.2016). Από τον από 10.2.2017 επιτόπιο έλεγχο στις εγκαταστάσεις της ΟΤΕ Α.Ε. (σχετ. το με ίδια ημεροχρονολογία πρακτικό της Ομάδας Ελέγχου) και από την εξέταση των στοιχείων που παρέδωσε η ίδια [εκτύπωση οθόνης για την υπό έλεγχο σύνδεση με αριθμό βρόχου 21Β1052687 από το σύστημα ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ (ήτοι το πληροφοριακό σύστημα που διαχειρίζεται το συνδρομητικό δίκτυο του ΟΤΕ) και εγγραφές των συμβάντων του συστήματος ΣΕΥΚ για τον υπαίθριο κατανεμητή που εξυπηρετεί την υπό έλεγχο τηλεφωνική σύνδεση, για το διάστημα από 1.3.2016 έως και 30.6.2016, από τις οποίες προέκυψαν μόνο εγγραφές «alerts» λόγω λάθους κωδικού ΣΕΥΚ] προέκυψε ότι η εν λόγω βλάβη αναγγέλθηκε στην ΟΤΕ Α.Ε. την 26.5.2016 και επιλύθηκε την 1.6.2016 με σχόλιο για το είδος της εργασίας «άρση καλωδιακής βλάβης» (ήτοι χωρίς να οφείλεται σε άλλου τύπου επέμβαση). Η βλάβη αυτή διαπιστώθηκε έπειτα από μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν από τεχνικούς της ΟΤΕ Α.Ε. την 27.5.2006, και αποκαταστάθηκε την 1.6.2016 με εργασίες εκσκαφής. Από τα παραπάνω, επίσης προέκυψε ότι κατά τον χρόνο που μεσολάβησε από την αναγγελία της βλάβης (στις 21.41΄ της 25.6.2016) έως την αποκατάσταση αυτής (στις 14.55΄ της 1.6.2016) πραγματοποιήθηκαν 3 εξερχόμενες κλήσεις από τον αριθμό της καταγγέλουσας μηδενικής διάρκειας και 22 εισερχόμενες κλήσεις προς αυτόν, εκ των οποίων 4 ήταν μηδενικής διάρκειας, ενώ η καταγγέλουσα ενημερώθηκε από την προσφεύγουσα για την επίλυση της βλάβης στις 3.6.2016 (σχετ. η από 23.2.2017 έκθεση ελέγχου της ΑΔΑΕ που εγκρίθηκε με την υπ’ αρ. 138/5.4.2017 απόφαση της ιδίας Αρχής). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η καθ’ ης η προσφυγή διαπίστωσε ότι κατά το διάστημα που η προσφεύγουσα γνώριζε την ύπαρξη και τη φύση της βλάβης στη σύνδεση της καταγγέλουσας, δεν προέβη στη λήψη μέτρων ώστε να προστατεύσει το απόρρητο της ελεύθερης επικοινωνίας από την εν λόγω σύνδεση, ήτοι, ενδεικτικά, με τη δωρεάν προώθηση εισερχομένων κλήσεων προς σύνδεση της επιλογής της ανωτέρω συνδρομήτριας, αλλά και με την ενεργοποίηση της φραγής εξερχομένων κλήσεων, γεγονός που έθεσε τουλάχιστον σε διακινδύνευση το απόρρητο των κλήσεων που πραγματοποιήθηκαν, κατά παράβαση της κείμενης νομοθεσίας περί προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών. Κατόπιν τούτων, η προσφεύγουσα κλήθηκε σε ακρόαση ενώπιον της Αρχής στις 15.1.2020, ενώ ακολούθως, υπέβαλε και το από 4.8.2020 υπόμνημα στο οποίο εξέθεσε αναλυτικά τις απόψεις της επί των ανωτέρω διαπιστώσεων. Ειδικότερα προέβαλε ότι, πέραν της λεπτομερούς ενημέρωσης της καταγγέλουσας κατά το χρόνο αναφοράς του προβλήματος και μετά την επίλυσή του, της παρέσχε άμεσα και δωρεάν προς χρήση την υπηρεσία «Ρεζέρβα Επικοινωνίας», ήτοι τη δυνατότητα προώθησης των εισερχομένων κλήσεών της σε κινητό τηλέφωνο της επιλογής της και της κατέστη σαφές ότι είχε τη δυνατότητα, εφόσον το επιθυμούσε, να προβεί και η ίδια σε φραγή εξερχομένων κλήσεων (ενέργεια που μπορούσε μόνο η ίδια να πράξει αυτοβούλως, δεδομένου ότι η εταιρεία δεν είχε τέτοιο δικαίωμα). Επίσης προσέθεσε, ότι ενόψει του ότι η προφορική αναφορά ενός συνδρομητή που αναφερόταν σε συνακρόαση δεν συνιστούσε περιστατικό ασφάλειας, αφού έχρηζε διερεύνησης για να διαπιστωθεί εάν υπήρχε συνακρόαση και για να αξιολογηθεί εάν επρόκειτο για ζήτημα που σχετιζόταν με το δημόσιο δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών, δεν υπήρξε υποχρέωση γνωστοποίησής του ως «περιστατικού ασφάλειας» στην ΑΔΑΕ και κατέληξε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών. Εν συνεχεία, η καθ’ ης η προσφυγή Αρχή αφού δıαπίστωσε ότι, παρά το γεγονός ότι ήδη από την καταγγελία της ανωτέρω συνδρομήτριας της προσφεύγουσας σχετικώς με την κρίσιμη βλάβη, υπήρχε αναφορά σε ακρόαση των συνομιλιών της από τρίτο και κατά συνέπεια σε υφιστάμενη διακινδύνευση του απορρήτου των επικοινωνιών της καθώς και ότι η προσφεύγουσα, πέραν της το πρώτον κατά την ακρόαση της 15.1.2020 αόριστης επίκλησης ότι ενεργοποιήθηκε για την καταγγέλλουσα η υπηρεσία «Ρεζέρβα Επικοινωνίας» (όπως αυτή περιγράφηκε παραπάνω) και ότι η ίδια ενημερώθηκε αναφορικά με τη δυνατότητα φραγής εξερχομένων κλήσεων, ούτε κατά τον έκτακτο έλεγχό της από την ΑΔΑΕ (σχετ. η από 23.2.2017 ελέγχου), ούτε και στο πλαίσιο της διαδικασίας ακρόασης, είχε θέσει υπόψη της καθ’ ης η προσφυγή Αρχής συγκεκριμένα στοιχεία προς απόδειξη των ανωτέρω ενεργειών της, ούτε από οποιαδήποτε καταγραφή στα συστήματά της βρέθηκε κάτι τέτοιο, απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό ως αόριστο και ατεκμηρίωτο. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η ΑΔΑΕ, με την 343/25.11.2020 απόφασή της (προσβαλλόμενη) ήχθη στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα, με την τουλάχιστον διακινδύνευση του απορρήτου των κλήσεων που πραγματοποιήθηκαν από την καταγγέλλουσα κατά το πιο πάνω διάστημα, υπέπεσε σε παράβαση των διατάξεων των άρθρων 2 και 3 παρ. 1 του ν. 2674/2008 και 4 παρ. 1 και 2 του ν. 3471/2006 περί απορρήτου των επικοινωνιών με την παράλειψη εφαρμογής μέτρων για την προστασία του απορρήτου της ελεύθερης επικοινωνίας και λαμβάνοντας υπόψη, για το είδος της ποινής και το ύψος αυτής, τη σοβαρότητα της διαπιστωθείσας παράβασης, επέβαλε εις βάρος της χρηματικό πρόστιμο ύψους 20.000,00 ευρώ.

5. Επειδή, με την υπό κρίση προσφυγή, όπως αναπτύσσεται με το νομίμως υποβληθέν υπόμνημά της, η προσφεύγουσα επιδιώκει την ακύρωση, άλλως τη μεταρρύθμιση της ανωτέρω απόφασης της ΑΔΑΕ, ισχυριζόμενη ότι αυτή δεν εκδόθηκε εντός ευλόγου χρόνου, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας (άρθρου 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος) και του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999), σύμφωνα με το οποίο «το υιοθετούμενο μέτρο πρέπει να λαμβάνεται μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα από την ακρόαση του ενδιαφερομένου». Ειδικότερα προβάλλει ότι η ίδια δεν έπρεπε να αφεθεί σε περίοδο ανασφάλειας δικαίου για τόσο μεγάλη περίοδο αλλά ούτε και να βρεθεί, μετά την παρέλευση αρκετού χρόνου από το γεγονός που γέννησε τη σχετική κύρωση, σε θέση αδυναμίας να αμυνθεί προσηκόντως έναντι σχετικού ελέγχου, αλλά και να αντιμετωπίσει τις οικονομικές υποχρεώσεις της που προέκυψαν από τον έλεγχο αυτό, ενώ στην προκειμένη περίπτωση, δεν προέκυπτε ούτε πολυπλοκότητα της υπόθεσης, ούτε πληθώρα στοιχείων, ούτε μεγάλος αριθμός εμπλεκομένων προσώπων ώστε να απαιτείται χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της τετραετίας.

6. Επειδή, η ανωτέρω διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας αποδίδει γενική αρχή, η οποία διέπει εν γένει την τήρηση της διαδικασίας ακρόασης κατά την έκδοση διοικητικών πράξεων επιβολής κυρώσεων και συνεπώς και την ένδικη διαδικασία. Λαμβανομένων δε υπόψη των περιστάσεων της υπό διερεύνηση υπόθεσης, του αριθμού των εμπλεκομένων προσώπων και των ανακυπτόντων ζητημάτων ερμηνείας των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα από την ακρόαση της προφεύγουσας (στις 15.1.2020) μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης (η οποία εκδόθηκε στις 25.11.2020, ήτοι εντός του ιδίου έτους) υπερβαίνει τα ακραία εύλογα όρια που πρέπει να τηρούνται, σύμφωνα με τη γενική αυτή αρχή. Για τον προσδιορισμό, άλλωστε των ως άνω ακραίων ευλόγων ορίων, πρέπει να ληφθεί, επίσης, υπόψη ότι με την τήρηση της διαδικασίας ακρόασης η προσφεύγουσα γνώριζε ότι η υπόθεσή της ευρίσκετο σε στάδιο διερεύνησης και, συνεπώς, δεν υφίστατο, κατ’ αρχήν, κίνδυνος αιφνιδιασμού της από τη λήψη του σε βάρος της δυσμενούς μέτρου, ενώ, εξάλλου, της είχε ήδη δοθεί η δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις της και να επικαλεσθεί στοιχεία προς αντίκρουση της αποδιδόμενης παράβασης (πρβλ. ΣτΕ 2925/2017, 442/2014). Επιπλέον, το διάστημα που διανύθηκε από την καταγγελία που έλαβε χώρα ενώπιον της καθ’ ης η προσφυγή Αρχής (31.5.2016) έως την έκδοση της προσβαλλόμενης εν προκειμένω απόφασης, ενόψει και του ελέγχου που είχε λάβει χώρα στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας εταιρείας στις 10.11.2016 ώστε να μην έχει βρεθεί σε θέση αδυναμίας να αμυνθεί προσηκόντως, λόγω παρόδου μακρού χρόνου από το ένδικο περιστατικό, δεν κρίνεται από το Δικαστήριο ως μη εύλογο (πρβλ. ΣτΕ 1732/2020), απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού ως αβασίμου.

7. Επειδή, περαιτέρω, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι παρά το νόμο επιβλήθηκε εις βάρος της το ένδικο πρόστιμο, παρά το γεγονός ότι είχε συμμορφωθεί, προβαίνοντας άμεσα σε κάθε ενδεδειγμένη ενέργεια για τη διερεύνηση του περιστατικού και παρέχοντας, κατά τη διάρκεια του ελέγχου, το σύνολο των πληροφοριών που ζητήθηκαν από την ΑΔΑΕ. Για το λόγο, άλλωστε, αυτό, δεν της αποδόθηκε η παράβαση της υποχρέωσης γνωστοποίησης περιστατικού ασφάλειας, ενώ η ένδικη κύρωση της επιβλήθηκε κατά πλειοψηφία.

8. Επειδή, τόσο η επίκληση από την προσφεύγουσα της τήρησης των υποχρεώσεών της κατά το σχετικό έλεγχο του περιστατικού από την ΑΔΑΕ, όσο και του τρόπου λήψης της κυρωτικής απόφασης (με πλειοψηφία ή μη), ουδεμία σχέση έχουν με την τελικώς αποδοθείσα στην προσφεύγουσα παράβαση (παράλειψη εφαρμογής μέτρων για την προστασία του απορρήτου της ελεύθερης επικοινωνίας από τη σύνδεση της καταγγέλουσας), απορριπτομένου του ισχυρισμού αυτού, ως ερειδόμενου επί εσφαλμένης πραγματικής προϋπόθεσης.

9. Επειδή, η προσφεύγουσα επίσης προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη είναι ακυρωτέα λόγω έλειψης αιτιολογίας, άλλως επαρκούς αιτιολογίας. Οι ισχυρισμοί, όμως, αυτοί, ανεξάρτητα από τη βασιμότητά τους, πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελείς. Και τούτο διότι, σύμφωνα με το άρθρο 79 του Κ.Δ.Δ. (ν. 2727/1999, Α΄ 97), το τακτικό διοικητικό δικαστήριο κατά την εκδίκαση προσφυγών ουσίας ερευνά την υπόθεση κατά το νόμο και κατά την ουσία, δυνάμενο να προβεί σε νέα εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και των στοιχείων του φακέλου, καθώς και στην ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον προσήκοντα κανόνα δικαίου, να επιβάλλει δε την προσήκουσα κατά την κρίση του κύρωση, αναπληρώνοντας τις τυχόν ελλείψεις της αιτιολογίας της πράξης (ΣτΕ 1820/2015, 4596/2012, 2780/2012 κά). Πέραν δε τούτου, ο ισχυρισμός είναι απορριπτέος και ως αβάσιμος, διότι η προσβαλλόμενη πράξη περιέχει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία νομίμως συμπληρώνεται από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου.

10. Επειδή, τέλος, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η επιβολή του επιδίκου προστίμου, ποσού 20.000,00 ευρώ, παρίσταται μη αιτιολογημένη για το λόγο ότι δεν αναφέρονται στην προσβαλλόμενη τα κριτήρια και οι λόγοι για την επιλογή του συγκεκριμένου ύψους προστίμου. Ο ισχυρισμός αυτός, όμως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι το ύψος του επιβληθέντος προστίμου είναι το κατώτερο προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 11 του ν. 3674/2008 και απέχει πολύ από το προβλεπόμενο από την ίδια διάταξη ανώτατο όριο των 5.000.000,00 ευρώ, ώστε να μην απαιτείται ως προς αυτό ειδικότερη αιτιολογία (ΣτΕ 433/2021 σκ. 13, 2636/2020 σκ. 19, 1361/2013 7μ. σκ. 17, πρβλ. ΣτΕ 3040/2017 σκ. 6).

11. Επειδή, ενόψει των διατάξεων που προεκτέθηκαν και με τα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη ότι όπως συνάγεται από τα αναφερόμενα στις 2η και 3η σκέψη της παρούσας, ο πάροχος υποχρεούται να εξασφαλίζει το απόρρητο των τηλεφωνικών επικοινωνιών που παρέχονται στο κοινό και να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα ώστε να προστατεύσει το απόρρητο της ελεύθερης επικοινωνίας όταν συντρέχει περίπτωση διακινδύνευσης αυτού, καθώς και ότι εν προκειμένω, παρά τη διακινδύνευση του απορρήτου των τηλεφωνικών επικοινωνιών της καταγγέλουσας, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε (ούτε κατά τον έλεγχο, ούτε και κατά τη διαδικασία ακρόασης ενώπιον της καθ’ ης η προσφυγή) ότι έλαβε μέτρα για την προστασία αυτής ως προς τις εισερχόμενες κλήσεις της, με τη γνωστοποίηση της δυνατότητας προώθησης αυτών σε κινητό τηλέφωνο της επιλογής της και με τη δυνατότητα προσωπικής φραγής εξερχομένων κλήσεων, κρίνει ότι υπέπεσε σε παράβαση της νομοθεσίας περί απορρήτου των επικοινωνιών και κατά συνέπεια ορθώς της επιβλήθηκε κύρωση από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 11 του ν. 3674/2008. Ενόψει δε του ότι η παράβαση αυτή έλαβε χώρα στο παρελθόν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ώστε να μην είναι δυνατό να λάβει χώρα σύσταση για συμμόρφωση και να ταχθεί προθεσμία με προειδοποίηση επιβολής προστίμου σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, όπως ορίζεται ως προϋπόθεση για την επιβολή της προβλεπόμενης από την περίπτωση α΄ του ανωτέρω άρθρου και νόμου κύρωσης, ορθώς επιβλήθηκε το ένδικο πρόστιμο, το οποίο, ως το μικρότερο δυνάμενο να επιβληθεί, αφενός μεν, δεν επιδέχεται περαιτέρω μείωση, αφετέρου δε, δεν αντίκειται στις αρχές της αναλογικότητας και της χρηστής διοίκησης (ΣτΕ 2636/2020, πρβλ. ΣτΕ 1361/2013 7μ, 4880/2014). Σε κάθε όμως περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη πράξη, για την επιβολή του εν λόγω προστίμου σταθμίσθηκε αφενός μεν η βαρύτητα της παράβασης στην οποία υπέπεσε η προσφεύγουσα σχετικά με την παραβίαση του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας της καταγγέλλουσας, αφετέρου δε και η μη λήψη εκ μέρους της επαρκών μέτρων ασφαλείας για την προστασία του ανωτέρω απορρήτου, απορριπτομένου του αντιθέτου ισχυρισμού της προσφεύγουσας, ως αβασίμου.

12. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί και να καταπέσει το υποχρεωτικά καταβληθέν παράβολο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 277 παρ. 9 του ΚΔΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα ποσού 341,00 ευρώ πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της προσφεύγουσας (275 παρ. 1 περ. α΄ του ΚΔΔ).

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Απορρίπτει την προσφυγή.

Διατάσσει να καταπέσει το καταβληθέν παράβολο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα ποσού τριακοσίων σαράντα ενός ευρώ (341,00) εις βάρος της προσφεύγουσας.

Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στην Αθήνα, στις 16.11.2023 και η απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του κατά την έκτακτη δημόσια συνεδρίαση της 30.11.2023.

 

Η Πρόεδρος Η Εισηγήτρια

Άννα Ατσαλάκη Αγλαΐα Θέμου-Δημητροπούλου

 

Ο Γραμματέας

Παναγιώτης Θεοδωρακόπουλος

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου