Περίληψη: Στην παρούσα μελέτη επιχειρείται μια πρώτη προσέγγιση των κληρονομικού δικαίου συνεπειών που επιφέρει η λύση του συμφώνου συμβίωσης του πρόσφατου Ν 4356/2015 με τον θάνατο ενός από τους συμβίους, με συγκριτική αναφορά στα ισχύοντα για τον γάμο και στα όσα προέβλεπε ο προϊσχύσας νόμος 3719/2008. Η ελλειπτική ρύθμιση του άρθρου 8 του Ν 4356/2015 που αφορά τα κληρονομικά δικαιώματα των συμβίων αφήνει κενά και δημιουργεί ερμηνευτικά ζητήματα, τα οποία καλείται να αντιμετωπίσει η νομική επιστήμη. Η μελέτη εστιάζει στο εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα και στο δικαίωμα νόμιμης μοίρας του επιζώντος συμβίου, τα οποία ρυθμίζονται με τρόπο διαφορετικό από ό,τι στον προϊσχύσαντα Ν 3719/2008, ενώ αναφορά γίνεται και στο εξαίρετο, την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα και το δικαίωμα στην οικογενειακή στέγη του επιζώντος συμβίου. Τέλος, εξετάζεται η δυνατότητα ανάλογης εφαρμογής διατάξεων του κληρονομικού δικαίου που αφορούν τους συζύγους και στο σύμφωνο συμβίωσης.
Ι. Ο εκσυγχρονισμός της νομοθεσίας για το σύμφωνο συμβίωσης
Με τον Ν 4356/2015 με τίτλο «Σύμφωνο συμβίωσης, άσκηση δικαιωμάτων, ποινικές και άλλες διατάξεις» επήλθαν καίριες αλλαγές στον μόλις προ επτά ετών ψηφισθέντα Ν 3719/2008, με τον οποίο θεσμοθετήθηκε το σύμφωνο συμβίωσης ως μια εναλλακτική μορφή νομικά ρυθμισμένης συμβίωσης. Η σπουδαιότερη καινοτομία του νέου νόμου υπήρξε η επέκταση του θεσμού και στα ομόφυλα ζευγάρια, τα οποία υπό το κράτος του προϊσχύσαντος Ν 3719/2008 αποκλείονταν ρητώς από τη δυνατότητα σύναψης συμφώνου συμβίωσης [1] . Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του Ν 4356/2015, με τις νέες ρυθμίσεις επιδιώκεται ο εκσυγχρονισμός της νομοθεσίας για το σύμφωνο συμβίωσης προς δύο βασικές κατευθύνσεις: Αφενός η ισχύς του συμφώνου επεκτείνεται και στα ομόφυλα ζευγάρια και αφετέρου η σημασία και οι συνέπειες του συμφώνου ενισχύονται, δεδομένου ότι αναγνωρίζονται οικογενειακοί δεσμοί μεταξύ των μερών. Επίσης, ενισχύεται η ιδιωτική αυτονομία των μερών, ιδίως ως προς τη ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεων τους. Γενική επιδίωξη του νέου νομοθετήματος είναι κατά την Αιτιολογική Έκθεση η επίτευξη ισορροπίας μεταξύ αφενός της ιδιωτικής αυτονομίας και αφετέρου της ανάγκης προστασίας των οικογενειακών σχέσεων, με βάση τις αρχές της ισότητας και της αλληλεγγύης.
Το νέο θεσμικό πλαίσιο ισχύει για όσα σύμφωνα συμβίωσης καταρτίζονται μετά την έναρξη ισχύος του Ν 4356/2015 (24.12.2015), ενώ τα σύμφωνα συμβίωσης που έχουν καταρτιστεί μέχρι την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου εξακολουθούν να διέπονται από το Ν 3719/2008, με εξαίρεση τις ρυθμίσεις των §§ 1 και 2 του άρθρου 7 του Ν 4356/2015, οι οποίες εφαρμόζονται και στα καταρτισθέντα υπό τον Ν 3719/2008 σύμφωνα συμβίωσης (άρθρο 62 § 1 του Ν 4356/2015). Τα μέρη έχουν πάντως δικαίωμα να υπαχθούν συνολικά στις διατάξεις του Ν 4356/2015 με συμβολαιογραφική πράξη, αντίγραφο της οποίας καταχωρίζεται στο ειδικό βιβλίο του Ληξιαρχείου, όπου είχε καταχωριστεί και η σύσταση του συμφώνου.
Μεταξύ των ρυθμίσεων του Ν 4356/2015 για το νέο σύμφωνο συμβίωσης είναι και οι κληρονομικές σχέσεις σε περίπτωση λύσης του συμφώνου συμβίωσης λόγω θανάτου ενός από τους συμβίους. Στον προϊσχύσαντα Ν 3719/2008 τα θέματα αυτά ρυθμίζονταν διαφορετικά, με τρόπο που είχε συγκεντρώσει την κριτική πολλών θεωρητικών. Τα κυριότερα σημεία της κριτικής που είχε ασκηθεί στις ρυθμίσεις του άρθρου 11 του Ν 3719/2008ελήφθησαν υπόψη από τον νομοθέτη του Ν 4356/2015, προκειμένου να μην επαναληφθούν οι αστοχίες του παρελθόντος. Προτιμήθηκε πάντως και εδώ μια λιτή και άκρως συνοπτική διατύπωση, που αφήνει χωρίς ρητή ρύθμιση πολλά και σημαντικά επιμέρους ζητήματα κληρονομικού δικαίου. Στην παρούσα μελέτη επιχειρείται μια πρώτη προσέγγιση των κληρονομικού δικαίου συνεπειών που επιφέρει η λύση του συμφώνου συμβίωσης με τον θάνατο ενός από τους συμβίους [2] .
ΙΙ. Το εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα του επιζώντος συμβίου
1. Ποσοστό - Παραπομπή στις διατάξεις του Αστικού Κώδικα: Στο άρθρο 8 εδ. α΄ του Ν 4356/2015 ορίζεται ότι ως προς το κληρονομικό δικαίωμα των μερών του συμφώνου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα που αφορούν τους συζύγους. Σύμφωνα δε με τις κατά παραπομπή εφαρμοζόμενες διατάξεις του ΑΚ, ο σύμβιος που επιζεί συντρέχει ως κληρονόμος με τους συγγενείς της πρώτης τάξης στο τέταρτο (1/4) της κληρονομίας, ενώ με τους συγγενείς των άλλων τάξεων στο μισό (1/2) της κληρονομίας (ΑΚ 1820 εδ. α΄). Αν δεν υπάρχουν καθόλου συγγενείς πρώτης, δεύτερης, τρίτης και τέταρτης τάξης, ο επιζών σύμβιος καλείται στην πέμπτη τάξη ως μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος και παίρνει ολόκληρη την κληρονομία (ΑΚ 1821).
Διαφορετική ήταν η ρύθμιση του προϊσχύσαντος Ν 3719/2008. Σύμφωνα με το άρθρο 11 § 1 του νόμου αυτού, με τη λύση του συμφώνου συμβίωσης λόγω θανάτου, ο επιζών σύμβιος είχε κληρονομικό δικαίωμα εξ αδιαθέτου, το οποίο ανήρχετο στο έκτο (1/6) της κληρονομίας, αν συνέτρεχε με κληρονόμους της πρώτης τάξης, στο τρίτο (1/3), αν συνέτρεχε με κληρονόμους άλλων τάξεων και σε ολόκληρη την κληρονομία (πρβλ. ΑΚ 1821), αν δεν υπήρχε συγγενής του κληρονομουμένου που να καλείτο ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος. Η αναγνώριση μειωμένου εξ αδιαθέτου κληρονομικού δικαιώματος στον επιζώντα σύμβιο σε σχέση με αυτό του επιζώντος συζύγου, ανταποκρινόταν στη διάθεση του νομοθέτη του Ν 3719/2008 για «χαλαρότερη» αντιμετώπιση του συμφώνου συμβίωσης σε σχέση με τον γάμο [3] και συνάντησε τη δικαιολογημένη κριτική της θεωρίας [4] . Η επιλογή της νομοθετικής εξίσωσης με τον νέο Ν 4356/2015 της εξ αδιαθέτου μερίδας του επιζώντος συμβίου με την εξ αδιαθέτου μερίδα του επιζώντος συζύγου σε περίπτωση λύσης του συμφώνου ή του γάμου, αντίστοιχα, λόγω θανάτου του άλλου συμβίου ή του άλλου συζύγου χρήζει οπωσδήποτε επιδοκιμασίας.
Εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα υπέρ του επιζώντος συμβίου θεμελιώνεται και στην περίπτωση που ο άλλος σύμβιος κηρυχθεί σε αφάνεια. Το εν λόγω κληρονομικό δικαίωμα αποκτάται από τον χρόνο έναρξης των αποτελεσμάτων της αφάνειας που όρισε η σχετική δικαστική απόφαση (ΑΚ 48).
2. Προϋποθέσεις κλήσης στην εξ αδιαθέτου διαδοχή: Η θεμελίωση κληρονομικού δικαιώματος του επιζώντος συμβίου προϋποθέτει την ύπαρξη έγκυρου συμφώνου συμβίωσης μεταξύ αυτού και του κληρονομουμένου κατά τον χρόνο θανάτου (ή κήρυξης σε αφάνεια) του τελευταίου. Αν το σύμφωνο συμβίωσης είχε λυθεί πριν από τον θάνατο του κληρονομουμένου, ο επιζών σύμβιος δεν έχει κληρονομικό δικαίωμα απέναντι στον θανόντα, αφού δεν υπάρχει μεταξύ τους σύμφωνο συμβίωσης κατά τον κρίσιμο χρόνο. Σύμφωνα με το άρθρο 7 § 1 του Ν 4356/2015 η λύση του συμφώνου συμβίωσης επέρχεται είτε με συμφωνία των μερών, που γίνεται αυτοπροσώπως με συμβολαιογραφικό έγγραφο, είτε με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση, εφόσον έχει επιδοθεί προηγουμένως με δικαστικό επιμελητή πρόσκληση για συναινετική λύση στο άλλο μέρος και έχουν παρέλθει τρεις μήνες από την επίδοση, είτε αυτοδικαίως, αν συναφθεί γάμος μεταξύ των μερών. Στην τελευταία περίπτωση (σύναψη γάμου) θα υφίσταται βέβαια εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα του επιζώντος συζύγου κατ’ ΑΚ 1820-1821.
Η ακυρότητα του συμφώνου συμβίωσης δεν εμποδίζει καταρχήν τη θεμελίωση κληρονομικού δικαιώματος του επιζώντος συμβίου. Τούτο διότι σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση του άρθρου 3 § 1 του Ν 4356/2015 η ακυρότητα του συμφώνου συμβίωσης δεν είναι πλέον αυτοδίκαιη (όπως υπό το κράτος ισχύος του Ν 3719/2008), αλλά κηρύσσεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, όπως ακριβώς ισχύει για τον άκυρο γάμο. Μέχρις ότου ακυρωθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, το άκυρο σύμφωνο συμβίωσης παράγει όλα τα έννομα αποτελέσματά του. Συνεπώς, ακόμη και αν το σύμφωνο συμβίωσης που συνήφθη είναι άκυρο για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 2 του Ν 4356/2015, το εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα του επιζώντος συμβίου δεν θίγεται, αν δεν έχει εκδοθεί μέχρι τον θάνατο του άλλου συμβίου αμετάκλητη δικαστική απόφαση που ακυρώνει το σύμφωνο συμβίωσης. Με την έκδοση τέτοιας απόφασης αίρονται αναδρομικά τα αποτελέσματα του συμφώνου συμβίωσης (άρθρο 3 § 3 του Ν 4356/2015), άρα επέρχεται και ex tunc ανατροπή του κληρονομικού δικαιώματος που έχει ο ένας σύμβιος στην κληρονομία του άλλου [5] . Πρακτική σημασία θα έχει βέβαια αυτό μόνο σε περίπτωση που το σύμφωνο συμβίωσης ακυρώνεται μετά τον θάνατο του ενός από τους συμβίους, καθώς επί ακυρώσεώς του εν ζωή αμφότερων των συμβίων, δεν είναι νοητή ούτε μεταγενέστερη (μετά την ακύρωση) γέννηση ούτε επομένως και ανατροπή κληρονομικού δικαιώματος για κανέναν από τους συμβίους. Τα ίδια ισχύουν και για την περίπτωση του ακυρώσιμου συμφώνου συμβίωσης, καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 3 § 2 του Ν 4356/2015, σε περίπτωση ελαττωμάτων της βούλησης εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τον ακυρώσιμο γάμο, η δε σχετική δικαστική απόφαση απαιτείται να γίνει αμετάκλητη.
Ενδεχόμενο ανάλογης εφαρμογής της ΑΚ 1383 περί νομιζόμενου γάμου στο σύμφωνο συμβίωσης θα πρέπει να αποκλεισθεί, δεδομένου ότι η νέα ρύθμιση του άρθρου 3 του Ν 4356/2015 περί ακυρότητας του συμφώνου δεν αναφέρει τίποτα σχετικώς. Η ρητή αναφορά του άρθρου 3 § 3 του Ν 4356/2015 στην αναδρομικότητα των αποτελεσμάτων της ακύρωσης του συμφώνου συμβίωσης κατά το πρότυπο της ΑΚ 1381 και η προβλεπόμενη εξαίρεση από την αναδρομικότητα όσον αφορά την πατρότητα των τέκνων κατά το πρότυπο της ΑΚ 1382 δείχνουν ότι ο νομοθέτης του νόμου αυτού είχε προφανώς υπόψη του και τη ρύθμιση της ΑΚ 1383, την οποία συνειδητά επέλεξε να μην επεκτείνει στο σύμφωνο συμβίωσης. Συνάγεται επομένως εξ αντιδιαστολής ότι ο σύμβιος που καλόπιστα πίστευε ότι το σύμφωνο είναι έγκυρο δεν κληρονομεί τον άλλο σύμβιο, εφόσον εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση που ακυρώνει το σύμφωνο συμβίωσης [6] .
3. Αποκλεισμός του επιζώντος συμβίου από την εξ αδιαθέτου διαδοχή: Η γενική παραπομπή του άρθρου 8 εδ. α΄ του Ν 4356/2015 στις διατάξεις του κληρονομικού δικαίου του Αστικού Κώδικα που αφορούν τους συζύγους καταλαμβάνει αναμφίβολα και την ΑΚ 1822, η οποία προβλέπει τον αποκλεισμό του εκ του νόμου κληρονομικού δικαιώματος καθώς και του δικαιώματος στο εξαίρετο του επιζώντος συζύγου, εάν ο κληρονομούμενος, έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου, είχε ασκήσει την αγωγή διαζυγίου κατά του συζύγου του. Ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 1822 στο σύμφωνο συμβίωσης, μετά από κατάλληλη προσαρμογή, δεχόταν με πειστικά επιχειρήματα και η κρατούσα θεωρία υπό την ισχύ του Ν 3719/2008, παρά την έλλειψη αντίστοιχης με την περιεχόμενη στο άρθρο 8 του νέου Ν 4356/2015 γενικής παραπομπής στις διατάξεις του κληρονομικού δικαίου που αφορούν τους συζύγους. Συγκεκριμένα, γινόταν δεκτό ότι η ΑΚ 1822 εφαρμοζόταν αναλόγως και στην -εξαιρετική πάντως- περίπτωση που ο κληρονομούμενος με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση εξέφρασε τη βούλησή του για λύση του συμφώνου, αλλά λόγω της μεσολάβησης του θανάτου του αυτή δεν πρόλαβε να κοινοποιηθεί με δικαστικό επιμελητή στον άλλον [7] . Η διάταξη του άρθρου 4 § 1 περ. β΄ του προϊσχύσαντος Ν 3719/2008, που προέβλεπε ότι η λύση του συμφώνου συμβίωσης επέρχεται με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση, η οποία κοινοποιείται με δικαστικό επιμελητή στον άλλον, δεν άφηνε και πολλά περιθώρια ανάλογης εφαρμογής της ΑΚ 1822, εκτός από την ανωτέρω εξαιρετική περίπτωση. Ο σύμβιος που είχε κάποιον λόγο να λύσει το σύμφωνο μπορούσε αμέσως, με απλή μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση, να το πετύχει, με συνέπεια την απώλεια από τον άλλο σύμβιο του κληρονομικού του δικαιώματος [8] .
Τα πράγματα ωστόσο αλλάζουν με το νέο άρθρο 7 § 1 περ. β΄ του Ν 4356/2015, σύμφωνα με το οποίο για τη λύση του συμφώνου με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση πρέπει να έχει προηγουμένως επιδοθεί με δικαστικό επιμελητή πρόσκληση για συναινετική λύση στο άλλο μέρος και να έχουν παρέλθει τρεις μήνες από την επίδοση. Ενόψει της νέας αυτής ρύθμισης, η ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 1822 στο σύμφωνο συμβίωσης τίθεται πλέον σε νέα βάση. Το ζήτημα που εν προκειμένω αναφύεται είναι αν θα μπορούσε να εφαρμοστεί αναλόγως η διάταξη αυτή στην περίπτωση που ο κληρονομούμενος απέστειλε με δικαστικό επιμελητή πρόσκληση για συναινετική λύση του συμφώνου στο άλλο μέρος, αλλά πέθανε προτού παρέλθουν τρεις μήνες ή, γενικότερα, προτού προβεί στη μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση περί λύσεως του συμφώνου. Η ratio της ΑΚ 1822 συνίσταται ως γνωστόν στο ότι, εφόσον ο κληρονομούμενος εξέφρασε όσο ζούσε τη βούλησή του να λύσει τον γάμο με διαζύγιο, το οποίο θα είχε ως συνέπεια τον αποκλεισμό του επιζώντος συζύγου από την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, είναι σύμφωνο με την εικαζόμενη βούληση του κληρονομουμένου να επέλθει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, παρά το τυχαίο γεγονός του θανάτου του, που εμποδίζει την έκδοση αμετάκλητης απόφασης διαζυγίου λόγω κατάργησης της δίκης. Ενόψει του σκοπού της διάταξης θα μπορούσε να δοθεί καταφατική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα και να γίνει δεκτό ότι, εφόσον ο κληρονομούμενος εξέφρασε με την επίδοση της εξώδικης πρόσκλησης τη βούλησή του για λύση του συμφώνου, δεν θα ήταν σωστό να επωφελείται ο επιζών σύμβιος από το τυχαίο γεγονός του θανάτου του πριν από τη συμπλήρωση του τρίμηνου «συμβιοστασίου» που προβλέπει το άρθρο 7 § 1 περ. β΄ του Ν 4356/2015.
Εντούτοις, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι η επίδοση της εξώδικης πρόσκλησης είναι απλώς μια προπαρασκευαστική διαδικασία που επιβάλλεται πλέον από τον νόμο για τη μονομερή λύση του συμφώνου. Δύσκολα θα μπορούσε να εξομοιωθεί αυτή αξιολογικά με την προβλεπόμενη στην ΑΚ 1822 άσκηση αγωγής διαζυγίου με βάσιμο λόγο, η οποία ενδεικνύει οπωσδήποτε μια πιο σταθερή και ώριμη απόφαση εκ μέρους του κληρονομουμένου για λύση του γάμου. Η επίδοση εξώδικης πρόσκλησης στο άλλο μέρος για συναινετική λύση του συμφώνου δεν υποδηλώνει απαραίτητα την ύπαρξη σταθερής και οριστικής βούλησης για μονομερή λύση του συμφώνου. Μέσα στο διάστημα των τριών μηνών που πρέπει υποχρεωτικά να παρέλθει, προκειμένου να μπορεί να λάβει χώρα η μονομερής συμβολαιογραφική δήλωση περί λύσεως του συμφώνου, πολλά μπορούν να συμβούν και τελικά να αποτραπεί η λύση του. Προβληματική εμφανίζεται η εκδοχή της ανάλογης εφαρμογής της ΑΚ 1822 ιδίως στην περίπτωση που ο κληρονομούμενος πέθανε μετά τη συμπλήρωση του τριμήνου που προβλέπει το άρθρο 7 § 1 περ. β΄ του Ν 4356/2015. Εφόσον ο κληρονομούμενος είχε επιδώσει εξώδικη πρόσκληση στο άλλο μέρος για συναινετική λύση του συμφώνου, αλλά παρά τη συμπλήρωση του τριμήνου από την επίδοση δεν προέβη σε μονομερή συμβολαιογραφική λύση, εμμένοντας στη συμβίωση μέχρι τον θάνατό του, δεν θα ήταν πειστικό να ειπωθεί ότι ο επιζών σύμβιος επωφελείται από το «τυχαίο γεγονός» του θανάτου του κληρονομουμένου. Η αποκατάσταση της συμβίωσης υποδηλώνει εδώ τη βούληση του κληρονομουμένου να μην προχωρήσει στη μονομερή συμβολαιογραφική λύση του συμφώνου? παραιτείται δηλαδή σιωπηρά από το σχετικό δικαίωμα, το οποίο τελούσε υπό «συμβιοστάσιο» τριών μηνών? όχι πάντως και από το δικαίωμα να προβεί στο μέλλον σε μονομερή λύση του συμφώνου, αφού προηγουμένως επιδώσει νέα εξώδικη πρόσκληση στο άλλο μέρος.
Για τους παραπάνω λόγους, η γενικευμένη εφαρμογή της ΑΚ 1822 στην περίπτωση που ο κληρονομούμενος απέστειλε με δικαστικό επιμελητή πρόσκληση για συναινετική λύση του συμφώνου στο άλλο μέρος, αλλά πέθανε προτού προβεί στη μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση περί λύσεως του συμφώνου, μου φαίνεται προβληματική. Ορθότερο κατά την άποψή μου θα ήταν να γίνει η παρακάτω διάκριση:
i. Αν ο κληρονομούμενος έχει αποστείλει εξώδικη πρόσκληση για συναινετική λύση του συμφώνου στο άλλο μέρος και πεθάνει προτού συμπληρωθεί το τρίμηνο που προβλέπει το άρθρο 7 § 1 περ. β΄ του Ν 4356/2015 (και εφόσον εν τω μεταξύ δεν έχει αποκατασταθεί η ομαλή συμβίωση μεταξύ τους), μπορεί να εφαρμοστεί αναλόγως η ΑΚ 1822 και να αποκλεισθεί ο επιζών σύμβιος από την κληρονομική διαδοχή.
ii. Αν ο κληρονομούμενος έχει αποστείλει εξώδικη πρόσκληση για συναινετική λύση του συμφώνου στο άλλο μέρος και παρά τη συμπλήρωση του τριμήνου δεν έχει προβεί στη μονομερή συμβολαιογραφική λύση του συμφώνου μέχρι τον θάνατό του, η ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 1822 θα πρέπει να αποκλείεται, εφόσον συνάγεται ότι η αδράνεια του κληρονομουμένου υποδηλώνει βούληση αποκατάστασης της συμβίωσης. Τέτοια βούληση δύσκολα θα συνάγεται στις περιπτώσεις που ο θάνατος επήλθε μικρό μόνο χρονικό διάστημα μετά τη συμπλήρωση του τριμήνου από την επίδοση της εξώδικης πρόσκλησης.
iii. Σε κάθε περίπτωση, εάν ο κληρονομούμενος προέβη και στη μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση περί λύσεως του συμφώνου, αλλά λόγω της μεσολάβησης του θανάτου του δεν πρόλαβε αυτή να καταχωριστεί στο ληξίαρχο, όπου έχει καταχωριστεί και η σύσταση του συμφώνου (βλ. άρθρο 7 § 2 του Ν 4356/2015), χωρεί ανεμπόδιστα ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 1822 και το κληρονομικό δικαίωμα του επιζώντος συμβίου αποκλείεται.
ΙΙΙ. Η νόμιμη μοίρα του επιζώντος συμβίου
1. Ποσοστό: Πέραν του εξ αδιαθέτου κληρονομικού δικαιώματος, ο επιζών σύμβιος, όπως ακριβώς και ο επιζών σύζυγος, έχει δικαίωμα νόμιμης μοίρας, ανερχόμενο σύμφωνα με την ΑΚ 1825 § 1 εδ. β΄ στο μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας, δηλαδή της μερίδας που θα κληρονομούσε με βάση την εξ αδιαθέτου διαδοχή, αν δεν υπήρχε διαθήκη.
Δικαίωμα νόμιμης μοίρας στον επιζώντα σύμβιο αναγνωριζόταν και υπό το κράτος ισχύος του Ν 3719/2008. Η σχετική διάταξη του άρθρου 11 § 2 του Ν 3719/2008 είχε ωστόσο από νωρίς προκαλέσει την έντονη κριτική μερίδας της θεωρίας, με το βασικό επιχείρημα ότι η αναγνώριση δικαιώματος νόμιμης μοίρας στο πλαίσιο του συμφώνου συμβίωσης ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την ίδια τη φιλοσοφία (το “concept”) του νέου μορφώματος ως εργαλείου αυτοκαθορισμού των περιουσιακών σχέσεων των συμβίων, σε αντίθεση με τον γάμο που διέπεται πρωτίστως από κανόνες αναγκαστικού δικαίου και δεν αφήνει περιθώρια αυτορρύθμισης και αυτοκαθορισμού στους συζύγους [9] .
2. Παραίτηση: Αφουγκραζόμενος την κριτική αυτή, ο νομοθέτης εισήγαγε με τις νέες διατάξεις μια σημαντική καινοτομία: Στο άρθρο 8 εδ. β΄ του Ν 4356/2015 προβλέπεται ότι κατά την κατάρτιση του συμφώνου το κάθε μέρος μπορεί να παραιτηθεί από το δικαίωμά του στη νόμιμη μοίρα. Η δυνατότητα εκ των προτέρων παραίτησης των μερών από δικαιώματα νόμιμης μοίρας στην κληρονομία του άλλου μέρους εναρμονίζεται με την αποστολή του συμφώνου συμβίωσης ως εναλλακτικού θεσμού μόνιμης συμβίωσης με προεξάρχον το στοιχείο της αυτορρύθμισης. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν 4356/2015 αναφέρεται ότι οι διατάξεις του νόμου προωθούν κατά κανόνα την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, ιδίως στον τομέα των περιουσιακών σχέσεων, όπου τα μέρη αφήνονται ελεύθερα να τις ρυθμίσουν όπως επιθυμούν. Έτσι, σε αντίθεση με τον γάμο, τα μέρη μπορούν να ρυθμίσουν αυτόνομα τις περιουσιακές τους σχέσεις, διατηρώντας σε μεγαλύτερο βαθμό την περιουσιακή τους αυτοτέλεια. Εάν ωστόσο δεν το επιλέξουν, έχουν τα ίδια όπως και στον γάμο δικαιώματα, περιουσιακά και κληρονομικά. Η νομοθετική αυτή επιλογή αντανακλά, σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση, μια σύγχρονη θεώρηση του οικογενειακού δικαίου, το οποίο αντιλαμβάνεται τα άτομα ως αυτεξούσιες, ανεξάρτητες και ισότιμες προσωπικότητες, ικανές να ρυθμίσουν τις διαπροσωπικές τους σχέσεις, χωρίς περιττές παρεμβάσεις του νομοθέτη, πλην αυτών που θεωρούνται απολύτως αναγκαίες για την προστασία των μερών και, κυρίως, των τέκνων. Στη θέση του νομοθετικού πατερναλισμού που διέπει τη ρύθμιση των περιουσιακών και κληρονομικών σχέσεων μεταξύ των συζύγων και αποτυπώνεται νομοθετικά σε διατάξεις αναγκαστικού δικαίου τίθεται εν προκειμένω η ιδιωτική αυτονομία των συμβίων, οι οποίοι έχουν την ωριμότητα να ρυθμίσουν κατά το δοκούν, σε πνεύμα ισότητας και αλληλεγγύης, τα περιουσιακά ζητήματα που μπορεί να ανακύψουν από τον κοινό βίο τους. Αυτός είναι και ο λόγος που οι περισσότερες από τις διατάξεις του νέου νομοθετήματος (εκτός, κυρίως, από εκείνες που αφορούν τα τέκνα) είναι καταρχήν ενδοτικού δικαίου, δηλαδή ισχύουν εφόσον τα μέρη δεν έχουν ορίσει κάτι διαφορετικό κατά την κατάρτιση του συμφώνου [10] .
Όσον αφορά τον τύπο της παραίτησης από το δικαίωμα νόμιμης μοίρας, ο νόμος σιωπά. Ανακύπτει συνεπώς το ερώτημα αν για την εν λόγω παραίτηση απαιτείται η τήρηση κάποιου τύπου ή μήπως αυτή μπορεί να λάβει χώρα και με άτυπη μονομερή δήλωση βουλήσεως, η οποία δεν απαιτείται να απευθυνθεί στον άλλο σύμβιο, όπως ακριβώς γίνεται δεκτό για την παραίτηση από επαχθείσα νόμιμη μοίρα [11] . Η τελευταία εκδοχή θα πρέπει κατά την άποψή μου να αποκρουσθεί, καθώς η παραίτηση στην οποία αναφέρεται το εδ. β΄ του άρθρου 8 του Ν 4356/2015 αφορά μελλοντικό δικαίωμα νόμιμης μοίρας επί της κληρονομίας ζώντος έτι προσώπου και όχι παραίτηση από ήδη υφιστάμενο δικαίωμα νόμιμης μοίρας. Πρόκειται ουσιαστικά για ειδική περίπτωση επιτρεπόμενης κληρονομικής σύμβασης (βλ. ΑΚ 368), στο πρότυπο της γερμανικής Pflichtteilsverzicht (§ 2346 II γερμΑΚ), η οποία αποτελεί μορφή παραίτησης από κληρονομικό δικαίωμα που περιορίζεται μόνο στο δικαίωμα της νόμιμης μοίρας και ενεργοποιείται μόνο στην περίπτωση που ο κληρονομούμενος συντάξει διαθήκη αποκλείουσα τον μεριδούχο [12] . Η παραίτηση αυτή επιβάλλεται να γίνει με συμβολαιογραφικό έγγραφο (§ 2348 γερμΑΚ), προκειμένου αφενός να προστατεύονται τα μέρη από απερίσκεπτες αποφάσεις και αφετέρου να εξασφαλίζεται η βεβαιότητα ως προς τη σύναψη και το περιεχόμενο της συμβάσεως, ενόψει των σοβαρότατων εννόμων συνεπειών της [13] . Για τους ίδιους λόγους επιβάλλεται νομίζω και για την προβλεπόμενη στο άρθρο 8 εδ. β΄ του Ν 4356/2015 παραίτηση του συμβίου από το δικαίωμα νόμιμης μοίρας επί της κληρονομίας του άλλου συμβίου η τήρηση του συμβολαιογραφικού τύπου, που αποτελεί άλλωστε συστατικό τύπο και για την ίδια τη σύναψη του συμφώνου συμβίωσης. Εφόσον δε η παραίτηση αυτή πρέπει σύμφωνα με το γράμμα του νόμου να λάβει χώρα κατά την κατάρτιση του συμφώνου, η σχετική συμφωνία θα περιληφθεί αναγκαστικά στο σύμφωνο συμβίωσης.
Συνέπεια της κατά τη σύναψη του συμφώνου παραίτησης του επιζώντος συμβίου από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας είναι ότι σε περίπτωση που ο θανών σύμβιος έχει συντάξει διαθήκη, με την οποία αποκλείει τον σύμβιό του από την κληρονομική διαδοχή ή τον περιορίζει σε ποσοστό μικρότερο από τη νόμιμη μοίρα ή του καταλείπει μεν τη νόμιμη μοίρα αλλά με περιορισμούς (πρβλ. ΑΚ 1829), δεν χωρεί αναγκαστική διαδοχή του τελευταίου στην κληρονομία του αποθανόντος και το κύρος της διαθήκης δεν θίγεται. Επίσης, εάν έλαβαν χώρα εν ζωή χαριστικές παροχές του κληρονομουμένου, με συνέπεια να μειωθεί σημαντικά το ενεργητικό της κληρονομίας, ο επιζών σύμβιος δεν θα μπορεί να επιδιώξει την ανατροπή τους με μέμψη άστοργης δωρεάς (ΑΚ 1835). Εάν όμως δεν έχει συνταχθεί διαθήκη (ή στο μέτρο που δεν έχει συνταχθεί διαθήκη) και χωρεί η εξ αδιαθέτου διαδοχή, ο επιζών σύμβιος καλείται κανονικά στα ποσοστά που αναφέρθηκαν παραπάνω (υπό ΙΙ.1). Η παραίτηση αφορά δηλαδή μόνο το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας και όχι γενικώς κάθε κληρονομικό δικαίωμα. Ενεργοποιείται επομένως μόνο στην περίπτωση που ο κληρονομούμενος συντάξει διαθήκη, με την οποία αποκλείει τον επιζώντα σύμβιο? εάν χωρήσει εξ αδιαθέτου διαδοχή, ο παραιτηθείς από τη νόμιμη μοίρα συμμετέχει κανονικά σε αυτήν και κληρονομεί τον θανόντα ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος.
3. Παράλειψη μεριδούχου: Σε περίπτωση που ο κληρονομούμενος σύμβιος συντάξει διαθήκη και παραλείψει εντελώς τον σύμβιό του, ο τελευταίος μπορεί, αντί να αρκεστεί στη νόμιμη μοίρα του, να ζητήσει την ακύρωση της διαθήκης, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ΑΚ 1786, προκειμένου να λάβει ολόκληρη την εξ αδιαθέτου μερίδα του. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή η διαθήκη είναι ακυρώσιμη, αν ο διαθέτης παρέλειψε μεριδούχο που υπήρχε κατά τον θάνατό του, του οποίου την ύπαρξη αγνοούσε κατά τη σύνταξη της διαθήκης ή που γεννήθηκε ή έγινε μεριδούχος μετά τη σύνταξή της. Η ακύρωση ωστόσο αποκλείεται, όταν αποδεικνύεται ότι ο διαθέτης θα προχωρούσε στη σύνταξη της διαθήκης ακόμη και αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση που υπήρχε ή επήλθε μεταγενέστερα.
Με την ΑΚ 1786 παρέχεται στον μεριδούχο προστασία ευρύτερη και ανεξάρτητη από εκείνη που του παρέχουν οι διατάξεις της αναγκαστικής διαδοχής (ΑΚ 1825 επ.), δεδομένου ότι, ενώ οι τελευταίες δίνουν στον παραλειφθέντα μεριδούχο το δικαίωμα να αξιώσει μόνο τη νόμιμη μοίρα του, η ΑΚ 1786 του παρέχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει ολόκληρη την εξ αδιαθέτου μερίδα του, δηλαδή ποσοστό διπλάσιο από τη νόμιμη μοίρα του (βλ. ΑΚ 1825 § 1 εδ. β΄), αφού μετά την ακύρωση της διαθήκης χωρεί η εξ αδιαθέτου διαδοχή. Η ΑΚ 1786 μπορεί να εφαρμοστεί και υπέρ του επιζώντος συμβίου, εφόσον το σύμφωνο συμβίωσης μεταξύ αυτού και του διαθέτη καταρτίσθηκε μετά τη σύνταξη της διαθήκης. Στην περίπτωση αυτή έχουμε απόκτηση της ιδιότητας του μεριδούχου μετά τη σύνταξη της διαθήκης, όπως απαιτεί η ανωτέρω διάταξη, και επομένως ο σύμβιος που παραλείφθηκε από τη διαθήκη θα έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωσή της με δικαστική απόφαση, εφόσον δεν συνάγεται αντίθετη βούληση του κληρονομουμένου [14] .
ΙV. Εξαίρετο, αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα και οικογενειακή στέγη
1. Εξαίρετο: Με τον όρο «εξαίρετο του επιζώντος συζύγου» αποδίδεται στη νομική θεωρία το δικαίωμα του συζύγου που επιζεί να λάβει -επιπλέον της κληρονομικής του μερίδας- τα αντικείμενα που αναφέρονται στην ΑΚ 1820 εδ. β΄, δηλαδή «έπιπλα, σκεύη, ενδύματα και άλλα οικιακά αντικείμενα» που χρησιμοποιούσε είτε μόνος του είτε μαζί με τον θανόντα σύζυγό του. Σκοπός της ρύθμισης, η οποία εισήχθη με τον Ν 1329/1983 στο πλαίσιο της διεθνούς τάσης ενίσχυσης του κληρονομικού δικαιώματος του επιζώντος συζύγου, είναι να εξασφαλίσει στον σύζυγο που επιζεί, είτε από λόγους κοινωνικής ευπρέπειας είτε από λόγους επιείκειας, το ίδιο περίπου βιοτικό επίπεδο με εκείνο που απολάμβανε όσο διαρκούσε η έγγαμη σχέση με τον κληρονομούμενο και να αποτρέψει απότομες αλλαγές στη ζωή του την επαύριο του θανάτου του τελευταίου [15] .
Η έλλειψη σχετικής ρύθμισης στον προϊσχύσαντα Ν 3719/2008 είχε δημιουργήσει το ερμηνευτικό ζήτημα αν θα έπρεπε να αναγνωρίζεται στον επιζώντα σύμβιο δικαίωμα στο εξαίρετο κατ’ ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 1820 εδ. β΄ ή όχι. Σύσσωμη η θεωρία ορθά προέκρινε τη λύση της ανάλογης εφαρμογής της ΑΚ 1820 εδ. β΄, δεχόμενη με αξιολογικά επιχειρήματα την ύπαρξη κενού, το οποίο έπρεπε να πληρωθεί με εφαρμογή της σχετικής διάταξης που ισχύει για τους συζύγους [16] .
Η γενική μεν αλλά ρητή παραπομπή του άρθρου 8 εδ. α΄ του Ν 4356/2015 σε ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του Αστικού Κώδικα που αφορούν τους συζύγους θέτει οριστικό τέλος στο παραπάνω ερμηνευτικό ζήτημα. Σύμφωνα με την κατά παραπομπή εφαρμοζόμενη ΑΚ 1820 εδ. β΄, ο σύμβιος που επιζεί, όταν συντρέχει με συγγενείς του κληρονομουμένου, παίρνει επιπλέον ως εξαίρετο, ανεξάρτητα από την τάξη με την οποία καλείται, τα έπιπλα, σκεύη, ενδύματα και άλλα τέτοια οικιακά αντικείμενα που τα χρησιμοποιούσαν είτε μόνος αυτός είτε και οι δύο σύμβιοι. Σε περίπτωση που ο επιζών σύμβιος συγκληρονομεί στην πρώτη τάξη με τέκνα του κληρονομουμένου, ανεξάρτητα αν πρόκειται για κοινά τους τέκνα ή όχι, εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη της ΑΚ 1820 εδ. γ΄, κατά την οποία λαμβάνονται υπόψη και οι ανάγκες των τέκνων, εφόσον το επιβάλλουν οι ειδικές συνθήκες για λόγους επιείκειας. Αντίστοιχα, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 1831 § 3, για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας των γονέων δεν συνυπολογίζεται ό,τι περιέρχεται ως εξαίρετο στον επιζώντα σύμβιο.
2. Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα: Σε αντίθεση με τον προϊσχύσαντα Ν 3719/2008 [17] , ο Ν 4356/2015 δεν περιέχει ειδικούς κανόνες για την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα που να διαφοροποιούν τη ρύθμιση σε σχέση με τον γάμο. Το άρθρο 5 § 2 του Ν 4356/2015 προβλέπει ότι εφαρμόζονται εν προκειμένω αναλόγως οι διατάξεις για τις σχέσεις των συζύγων από τον γάμο, εκτός αν τα μέρη τις ρυθμίσουν διαφορετικά κατά τη σύναψη του συμφώνου με βάση τις αρχές της ισότητας και της αλληλεγγύης.
Η βασικότερη διαφορά ανάμεσα στην αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα του προϊσχύσαντος Ν 3719/2008 και την αντίστοιχη αξίωση του επιζώντος συζύγου σύμφωνα με τις ΑΚ 1400-1402 έγκειτο στην ανυπαρξία τεκμηρίου ως προς την ύπαρξη και την έκταση της συμβολής του επιζώντος συμβίου στην επαύξηση της περιουσίας του θανόντος, σε αντίθεση με τον γάμο, όπου η ΑΚ 1400 § 1 εδ. β΄ καθιερώνει μαχητό τεκμήριο ότι η συμβολή του επιζώντος συζύγου ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης της περιουσίας του αποβιώσαντος. Συνεπώς, υπό το κράτος ισχύος του Ν 3719/2008, ο επιζών σύμβιος έπρεπε να επικαλεσθεί και να αποδείξει την έκταση της συμβολής του στην επαύξηση της περιουσίας του αποβιώσαντος συμβίου. Πλέον, με τη ρητή παραπομπή της διάταξης του άρθρου 5 § 2 του Ν 4356/2015 στις διατάξεις που αφορούν τις σχέσεις μεταξύ συζύγων, άρα και στην ΑΚ 1400, το τεκμήριο του 1/3 ισχύει και υπέρ του επιζώντος συμβίου σε περίπτωση λύσης του συμφώνου συμβίωσης. Επίσης, ενώ ο Ν 3719/2008 δεν προέβλεπε υπέρ του δικαιούχου συμβίου καμία δυνατότητα εξασφάλισης της αξίωσης, εφαρμόζονται πλέον αναλόγως οι ΑΚ 1262 αρ. 4 και 1402, οι οποίες προβλέπουν τη δυνατότητα εγγραφής υποθήκης στα ακίνητα του υποχρέου συζύγου μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης από το δικαστήριο ή την παροχή άλλης ασφάλειας [18] .
Προτεραιότητα πάντως δίνεται και με τον νέο νόμο στη ρύθμιση του θέματος από τους ίδιους τους συμβίους, με συμφωνία τους που περιέχεται στο σύμφωνο συμβίωσης. Η εφαρμογή των ισχυουσών για τον γάμο διατάξεων τελεί δηλαδή υπό την επιφύλαξη της μη αντίθετης ρύθμισης των σχετικών θεμάτων από τα μέρη του συμφώνου, άρα πρόκειται καταρχήν για ενδοτικό δίκαιο. Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του Ν 4356/2015, στις μη προσωπικές σχέσεις καθιερώνεται με έντονο τρόπο η αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, καθώς ορίζεται ότι, ναι μεν εφαρμόζονται και εδώ αναλόγως οι αντίστοιχες διατάξεις για τις σχέσεις των μερών από το γάμο, προβλέπεται όμως παραπέρα ότι τα μέρη έχουν τη δυνατότητα να ρυθμίσουν τις σχέσεις αυτές με συμφωνία τους κατά την κατάρτιση του συμφώνου. Η ελευθερία ωστόσο των μερών να ρυθμίσουν διαφορετικά τα σχετικά θέματα δεν είναι απεριόριστη, αλλά ελέγχεται υπό το πρίσμα της τήρησης των αρχών της ισότητας και της αλληλεγγύης. Τίθεται δηλαδή ένας περιορισμός στη δικαιοπλαστική ευχέρεια των μερών του συμφώνου, τα οποία έχουν μεν την ελευθερία να καθορίζουν συμβατικά τις περιουσιακές συνέπειες που θα έχει το σύμφωνο στις μεταξύ τους σχέσεις, δεν μπορούν όμως να υπερβαίνουν τα όρια που διαγράφουν οι παραπάνω αρχές, επιβαρύνοντας λ.χ. με δυσμενείς περιουσιακές συνέπειες για την περίπτωση της λύσης του συμφώνου μόνο το ένα μέρος, χωρίς να υπάρχει κάποια εύλογη αιτία για τη διαφοροποίηση αυτή. Η αναφορά πάντως στις «αρχές της ισότητας και της αλληλεγγύης», έτσι γενικότατα όπως διατυπώνεται στο άρθρο 5 § 2 του Ν 4356/2015, στερείται κανονιστικής πυκνότητας και παρίσταται ως εκ τούτου μάλλον περιττή. Όπως είχε επισημανθεί και υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος Ν 3719/2008, από τον οποίο απουσίαζε οποιαδήποτε αναφορά στις παραπάνω αρχές, η ευχέρεια των μερών του συμφώνου συμβίωσης να διαπλάθουν τις μη προσωπικές σχέσεις τους κατά το δοκούν υπόκειται ούτως ή άλλως, όπως κάθε δικαιοπρακτική συμφωνία, στον έλεγχο των γενικών ρητρών που θέτουν όρια στη συμβατική ελευθερία (ΑΚ 174, 178-179, 281, 288) [19] και επομένως η ρητή αναφορά στις αρχές της ισότητας και της αλληλεγγύης δεν προσθέτει κάτι νέο. Κατά τη συγκεκριμενοποίηση των γενικών ρητρών πρέπει βέβαια να λαμβάνονται υπόψη και οι θεμελιώδεις αξιολογήσεις της έννομης τάξης, όπως αυτές αποτυπώνονται νομοθετικά και σε συνταγματικές διατάξεις, μεταξύ των οποίων το άρθρο 4 § 1 του Σ που καθιερώνει την αρχή της ισότητας.
Σε αντίθεση πάντως με το άρθρο 6 του προϊσχύσαντος Ν 3719/2008, που επίσης προέβλεπε το προβάδισμα τυχόν διαφορετικής συμφωνίας των μερών, με βάση τις διατάξεις του Ν 4356/2015 η συμφωνία αυτή δεν μπορεί πλέον να περιέχεται σε μεταγενέστερο της κατάρτισης του συμφώνου συμβολαιογραφικό έγγραφο. Επίσης, ειδικά για την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα προβλέπεται πλέον ρητά ότι τα μέρη δεν μπορούν να παραιτηθούν από την αξίωση αυτή πριν από τη γέννησή της (άρθρο 5 § 2 εδ. β΄ του Ν 4356/2015) [20] . Η πρόβλεψη αυτή στηρίζεται στη σκέψη ότι η ρύθμιση για την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα αποτελεί έντονη έκφραση της αρχής της ισότητας, έτσι ώστε τα μέρη του συμφώνου ναι μεν μπορούν να τροποποιούν τους όρους της αξίωσης, αλλά δεν μπορούν να παραιτούνται ολοσχερώς από αυτήν προτού καν γεννηθεί [21] .
Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα επί λύσης του συμφώνου συμβίωσης είναι, όπως και στον γάμο, παθητικά μόνον κληρονομητή, δηλαδή βαρύνει τους κληρονόμους του υποχρέου, ενώ δεν γεννιέται στο πρόσωπο των κληρονόμων του δικαιούχου, ούτε κληρονομείται, εκτός αν είχε αναγνωριστεί συμβατικά ή είχε επιδοθεί η σχετική αγωγή (ΑΚ 1401 εδ. α΄). Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω, ο σύμβιος που επιζεί, πέρα και ανεξάρτητα από το κληρονομικό του δικαίωμα και το δικαίωμα στο εξαίρετο [22] , αποκτά και αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα υπό τους όρους της ΑΚ 1400, την οποία (αξίωση) μπορεί να στρέψει κατά των κληρονόμων του αποβιώσαντος συμβίου, καθένας από τους οποίους βαρύνεται ανάλογα με το κληρονομικό του μερίδιο [23] . Στους κληρονόμους του αποβιώσαντος περιλαμβάνεται όμως και ο ίδιος ο δικαιούχος σύμβιος, αφού και αυτός καλείται στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή του αποβιώσαντος (άρθρο 8 εδ. α΄ του Ν 4356/2015 σε συνδ. με ΑΚ 1820) ή λαμβάνει τουλάχιστον νόμιμη μοίρα (άρθρο 8 εδ. α΄ του Ν 4356/2015 σε συνδ. με ΑΚ 1825 § 1 εδ. α΄). Συνεπώς, στο μέτρο που ο επιζών σύμβιος συντρέχει ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος (κατά το 1/4, 1/2 ή σε ολόκληρη την κληρονομία, ανάλογα με την τάξη στην οποία καλείται), η σχετική αξίωσή του αποσβήνεται λόγω σύγχυσης (ΑΚ 453 εδ. α΄), καθώς στο ίδιο πρόσωπο ενώνονται οι ιδιότητες δανειστή και οφειλέτη [24] .
3. Οικογενειακή στέγη: Στο πλαίσιο της διεθνούς τάσης για την προστασία της οικογενειακής στέγης εισήχθησαν με τον Ν 1329/1983 νέες διατάξεις στον ΑΚ (βλ. ΑΚ 612 § 2, 1889), οι οποίες ρυθμίζουν την τύχη της οικογενειακής στέγης σε περίπτωση λύσης του γάμου λόγω θανάτου του δικαιούχου συζύγου. Σκοπός των διατάξεων αυτών είναι η εξασφάλιση της οικογενειακής στέγης στον επιζώντα σύζυγο, έτσι ώστε να μην αναγκάζεται αυτός να αλλάξει περιβάλλον και τρόπο ζωής την επαύριο του θανάτου του κληρονομουμένου [25] . Ως οικογενειακή στέγη νοείται το ακίνητο (μονοκατοικία, διαμέρισμα κ.λπ.), το οποίο χρησίμευε ως κύρια διαμονή των συζύγων (και των τέκνων τους, αν υπάρχουν), αδιάφορα αν κατά κυριότητα ανήκε στον έναν σύζυγο, και στους δύο συζύγους ή σε τρίτον [26]. Στην τελευταία περίπτωση ο τρίτος μπορεί να είχε εκμισθώσει το ακίνητο στον έναν από τους συζύγους ή και στους δύο μαζί.
Εάν η οικογενειακή στέγη ανήκε κατά κυριότητα στον σύζυγο που απεβίωσε, ο επιζών σύζυγος προστατεύεται με την ΑΚ 1889. Σύμφωνα με την ΑΚ 1889 εδ. α΄, αν υπάρχει στη διανεμητέα κληρονομία ακίνητο που χρησίμευε όσο ζούσε ο κληρονομούμενος ως ο κύριος τόπος διαμονής του ίδιου και του συζύγου του που επιζεί, το δικαστήριο μπορεί, κατά τη διανομή της κληρονομίας, ύστερα από αίτηση του τελευταίου, να επιδικάσει την κυριότητα του ακινήτου αποκλειστικά σε αυτόν [27] . Εάν η οικογενειακή στέγη ανήκε σε τρίτον και είχε μισθωθεί από τον σύζυγο που απεβίωσε, ο επιζών σύζυγος προστατεύεται με την ΑΚ 612 § 2, η οποία ορίζει ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις από τη μίσθωση περιέρχονται αποκλειστικά στον επιζώντα σύζυγο και όχι στους κληρονόμους κατά την αναλογία των μερίδων τους. Ο τελευταίος έχει μάλιστα και εκ του νόμου δικαίωμα να καταγγείλει οποτεδήποτε τη μίσθωση, τηρώντας ορισμένη προθεσμία [28] .
Υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος Ν 3719/2008, ελλείψει ρητής ρυθμίσεως, είχε εγερθεί το ερώτημα αν οι παραπάνω διατάξεις, που προστατεύουν τον επιζώντα σύζυγο αναφορικά με το ακίνητο που χρησίμευε εν ζωή του κληρονομουμένου ως οικογενειακή στέγη, μπορούν να τύχουν ανάλογης εφαρμογής στο σύμφωνο συμβίωσης, σε περίπτωση λύσης του συμφώνου με τον θάνατο του δικαιούχου συμβίου. Η κρατούσα και ορθότερη γνώμη απαντούσε καταφατικά στο ερώτημα αυτό, δεχόμενη τη δυνατότητα ανάλογης εφαρμογής των ΑΚ 612 § 2 και 1889 στο σύμφωνο συμβίωσης, με το σκεπτικό ότι υφίσταται κρίσιμη αξιολογική ομοιότητα μεταξύ της αρρύθμιστης περίπτωσης και εκείνης που ρυθμίζεται στις ως άνω διατάξεις [29] . Το θέμα πρέπει πλέον να θεωρείται λήξαν ενόψει της ρητής παραπομπής του άρθρου 8 εδ. α΄ του Ν 4356/2015 σε ανάλογη εφαρμογή των κληρονομικού δικαίου διατάξεων του Αστικού Κώδικα που αφορούν τους συζύγους, μεταξύ των οποίων αναμφιβόλως περιλαμβάνονται και οι ΑΚ 612 § 2 και 1889.
V. Ανάλογη εφαρμογή άλλων διατάξεων του κληρονομικού δικαίου
Η γενική νομοθετική παραπομπή του άρθρου 8 εδ. α΄ του Ν 4356/2015 σε ανάλογη εφαρμογή των κληρονομικού δικαίου διατάξεων του Αστικού Κώδικα που αφορούν τους συζύγους καταλαμβάνει και τις διατάξεις των άρθρων 1785, 1840-1842 και 1860 ΑΚ. Η παραπομπή αυτή έχει το νόημα ότι, όπου ο Αστικός Κώδικας αναφέρεται στον «σύζυγο», η ρύθμιση καλύπτει πλέον κατ’ αναλογία και τον σύμβιο. Ειδικότερα:
1. Ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 1785: Εφόσον ο επιζών σύμβιος έχει εγκατασταθεί ως κληρονόμος ή ως καταπιστευματοδόχος ή έχει τιμηθεί με κληροδοσία στη διαθήκη του θανόντος συμβίου του, τίθεται ζήτημα ανάλογης εφαρμογής -μετά από κατάλληλη προσαρμογή- της ΑΚ 1785, σύμφωνα με την οποία «η διάταξη σε διαθήκη του κληρονομουμένου υπέρ του συζύγου του, σε περίπτωση αμφιβολίας, είναι ακυρώσιμη, αν ο μεταξύ τους γάμος είναι άκυρος ή λύθηκε όσο ζούσε ο διαθέτης ή αν ο δια- θέτης έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου είχε ασκήσει τη σχετική αγωγή κατά του συζύγου του».
Όσον αφορά την ακυρότητα και τη λύση του συμφώνου συμβίωσης, η προσαρμογή της ΑΚ 1785 δεν εμφανίζει ιδιαίτερες ερμηνευτικές δυσκολίες. Έτσι, η διάταξη σε διαθήκη του κληρονομουμένου υπέρ του συμβίου του θα είναι ακυρώσιμη, αν το σύμφωνο συμβίωσης πάσχει από ακυρότητα ή λύθηκε όσο ζούσε ο διαθέτης. Η έννομη αυτή συνέπεια (ακυρωσία) επέρχεται ωστόσο μόνο «σε περίπτωση αμφιβολίας», εφόσον δηλαδή δεν αποδεικνύεται ότι ο διαθέτης θα προχωρούσε στη σύνταξη διαθήκης με το ίδιο περιεχόμενο ακόμη και αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση.
Η ΑΚ 1785 εφαρμόζεται όμως και στην περίπτωση που ο γάμος δεν λύθηκε όσο ζούσε ο διαθέτης, αν ο τελευταίος, έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου, είχε ασκήσει την αγωγή διαζυγίου κατά του τιμωμένου συζύγου του [30] . Η ερμηνευτική προσαρμογή της εν λόγω ρύθμισης στο πλαίσιο της ανάλογης εφαρμογής της ΑΚ 1785 στο σύμφωνο συμβίωσης εμφανίζει δυσχέρειες παρόμοιες με αυτές που εκτέθηκαν παραπάνω (υπό ΙΙ.3) αναφορικά με την ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 1822. Εν προκειμένω ωστόσο, ενόψει του ότι για να κριθεί αν η διάταξη υπέρ του συμβίου πάσχει από ακυρωσία κατ’ ΑΚ 1785, θα πρέπει να προηγηθεί ερμηνεία της διαθήκης με γνώμονα την αληθινή βούληση του διαθέτη (ΑΚ 173), προκειμένου να διαπιστωθεί αν ο διαθέτης θα διατύπωνε την υπέρ του συμβίου διάταξη, ακόμη και αν μπορούσε να προβλέψει τη μελλοντική εξέλιξη των πραγμάτων (τη λύση του συμφώνου), δεν δικαιολογούνται επιφυλάξεις ανάλογες με εκείνες που εκφράστηκαν στο πλαίσιο της κατάλληλης προσαρμογής της ΑΚ 1822. Μπορεί επομένως κατ’ ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 1785 να γίνει δεκτό ότι η διάταξη σε διαθήκη του κληρονομουμένου υπέρ του συμβίου του είναι ακυρώσιμη, αν ο διαθέτης εξέφρασε με την επίδοση της εξώδικης πρόσκλησης που προβλέπει το άρθρο 7 § 1 περ. β΄ του Ν 4356/2015 τη βούλησή του για λύση του συμφώνου, αλλά μεσολάβησε ο θάνατός του προτού προβεί στη μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση περί λύσεως του συμφώνου [31] . Η αναζήτηση της αληθινής (ή υποθετικής [32] ) βούλησης του διαθέτη στο πλαίσιο της ερμηνείας της διαθήκης λειτουργεί εν προκειμένω ως ασφαλιστική δικλείδα, προκειμένου να αποφεύγονται άδικα για τον επιζώντα σύμβιο αποτελέσματα. Ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 1785 θα πρέπει φυσικά να γίνει δεκτή και στην περίπτωση που ο κληρονομούμενος προχώρησε όχι μόνο στην επίδοση του εξωδίκου αλλά και στη μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση περί λύσεως του συμφώνου, αλλά λόγω της μεσολάβησης του θανάτου του δεν πρόλαβε αυτή να καταχωριστεί στο ληξίαρχο, όπου είχε καταχωριστεί η σύσταση του συμφώνου (βλ. άρθρο 7 § 2 του Ν 4356/2015).
2. Ανάλογη εφαρμογή των ΑΚ 1840-1842: Κατ’ ανάλογη εφαρμογή των ΑΚ 1840 αρ. 1, 2 και 3 στο σύμφωνο συμβίωσης, θεμελιώνεται λόγος αποκλήρωσης υπέρ του ανιόντος διαθέτη όταν ο κατιών του επιβουλεύθηκε τη ζωή του συμβίου του διαθέτη ή προκάλεσε σε αυτόν με πρόθεση σωματικές κακώσεις (στη δεύτερη περίπτωση υπό την προϋπόθεση ότι ο κατιών κατάγεται από τον σύμβιο του διαθέτη), καθώς και στην περίπτωση που έγινε ένοχος κακουργήματος ή σοβαρού πλημμελήματος με πρόθεση κατά του συμβίου του διαθέτη. Θεμελιώνεται επίσης κατά την ΑΚ 1841 λόγος αποκλήρωσης υπέρ του κατιόντος διαθέτη όταν ο ανιών του επιβουλεύθηκε τη ζωή του συμβίου του διαθέτη ή έγινε ένοχος κακουργήματος ή σοβαρού πλημμελήματος με πρόθεση κατά του συμβίου του διαθέτη.
Ανάλογη εφαρμογή στο σύμφωνο συμβίωσης βρίσκει και η ΑΚ 1842, η οποία αναφέρεται στον λόγο αποκλήρωσης υπέρ του συζύγου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει τον σύζυγό του, αν κατά τον χρόνο θανάτου είχε δικαίωμα να ασκήσει αγωγή διαζυγίου για βάσιμο λόγο αναγόμενο σε υπαιτιότητα του συζύγου του. Ενόψει της δυνατότητας μονομερούς, αναιτιολόγητης και άνευ προηγούμενης προσκλήσεως λύσης του συμφώνου, την οποία καθιέρωνε ο προϊσχύσας Ν 3719/2008 στο άρθρο 4 § 1 περ. β΄, είχε υποστηριχθεί ότι η παραπάνω διάταξη δεν μπορούσε να τύχει ανάλογης εφαρμογής στο σύμφωνο συμβίωσης, αφού ο κληρονομούμενος που δεν επιθυμούσε την κτήση εκ μέρους του άλλου συμβίου κληρονομικών δικαιωμάτων στην περιουσία του μπορούσε πολύ εύκολα να προβεί σε μονομερή λύση του συμφώνου [33] . Παρά ταύτα, κρατούσα ήταν η αντίθετη άποψη, η οποία ορθώς δεχόταν την ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 1842 στο σύμφωνο συμβίωσης, καθώς υπήρχε ρητή νομοθετική παραπομπή στις ΑΚ 1839 επ. από το άρθρο 11 § 3 του Ν 3719/2008. Κατά την άποψη αυτή, ιδρύεται λόγος αποκλήρωσης υπέρ του συμβίου, αν κατά τον χρόνο θανάτου του ο άλλος σύμβιος είχε υποπέσει σε υπαίτιο παράπτωμα που είχε κλονίσει τη συμβίωση και το οποίο, αν υπήρχε γάμος, θα δικαιολογούσε τη λύση του γάμου με αγωγή διαζυγίου (π.χ. μοιχεία) [34] . Η θέση αυτή πρέπει να γίνει δεκτή και υπό τον νέο Ν 4356/2015, δεδομένου μάλιστα ότι δεν είναι πλέον δυνατή η άμεση μονομερής λύση του συμφώνου συμβίωσης, αλλά απαιτείται η παρέλευση τουλάχιστον τριών μηνών από την επίδοση εξώδικης πρόσκλησης για συναινετική λύση στον άλλο σύμβιο. Το υπαίτιο παράπτωμα του συμβίου θεμελιώνει λόγο αποκλήρωσης, εφόσον υφίσταται κατά τον χρόνο σύνταξης της διαθήκης και αναφέρεται σε αυτήν (ΑΚ 1843 § 1).
3. Ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 1860: Ανάξιος να κληρονομήσει μπορεί κατ’ ανάλογη εφαρμογή της ΑΚ 1860 αρ. 1 να κηρυχθεί και εκείνος που από πρόθεση θανάτωσε ή αποπειράθηκε να θανατώσει τον σύμβιο του κληρονομουμένου, με τον οποίο ο τελευταίος είχε συνάψει σύμφωνο συμβίωσης.
VI. Επιλεγόμενα
Ο θεσμός του συμφώνου συμβίωσης που εισήχθη µε τον προϊσχύσαντα Ν 3719/2008 και αφορούσε μόνον τα ετερόφυλα ζευγάρια αποτελούσε έναν θεσμό νομικά ρυθμισμένης συμβίωσης τοποθετούμενο μεταξύ του γάμου και της απλής ελεύθερης (χωρίς νομική ρύθμιση) συμβίωσης. Η αρχική νομοθετική σύλληψη του συμφώνου συμβίωσης ήταν να διαμορφωθεί ως ένας θεσμός πρωτίστως ενδοτικού δικαίου, με έντονα συμβατικό χαρακτήρα, ιδίως σε σχέση με την ελευθερία διαμόρφωσης από τα μέρη των προσωπικών και των περιουσιακών τους σχέσεων, σε αντίθεση με τον γάμο που ρυθμίζεται κυρίως από κανόνες δημόσιας τάξης, µε ελάχιστα περιθώρια αυτορρύθμισης για τους συζύγους [35] . Στο πεδίο ωστόσο των σχέσεων γονέων-τέκνων, η ανάγκη προστασίας των τέκνων επέβαλε τη θέσπιση κανόνων αναγκαστικού δικαίου και για το σύμφωνο συμβίωσης. Αναγκαστικού δικαίου ήταν όμως υπό το προϊσχύσαν δίκαιο του Ν 3719/2008 και οι κανόνες σχετικά με τα κληρονομικά δικαιώματα των συμβίων, με την απονομή δικαιώματος νόμιμης μοίρας υπέρ του επιζώντος συμβίου.
Με τον Ν 4356/2015 σκοπείται ο εκσυγχρονισμός της νομοθεσίας για το σύμφωνο συμβίωσης και εισάγεται νέο πλαίσιο κανόνων για τη σύναψη, τη διαμόρφωση των όρων και τη λύση συμφώνου συμβίωσης, καθώς και για τις έννοµες συνέπειές τους. Το νέο σύμφωνο συμβίωσης του Ν 4356/2015, πέραν της θεμελιώδους διαφοράς του έναντι του γάμου, κατά το ότι δηλαδή μπορεί να αφορά και ομόφυλα ζευγάρια, προσλαμβάνει εφεξής πολλές από τις ρυθμίσεις του ΑΚ περί γάμου. Όσον αφορά ιδίως τις προσωπικές σχέσεις των συμβίων εισάγεται αναγκαστικού δικαίου κανόνας για τη ρύθμιση των σχέσεων αυτών κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν τις σχέσεις των συζύγων από τον γάμο (άρθρο 5 § 1 του Ν 4356/2015). Επίσης, προβλέπεται ως κανόνας η ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν τους συζύγους επί των περιουσιακών σχέσεων των συμβίων, επί των ζητημάτων διατροφής μετά τη λύση του συμφώνου και επί των κληρονομικών δικαιωμάτων τους, πλην της νόμιμης μοίρας, από την οποία, όπως ειπώθηκε (παραπ. υπό ΙΙΙ.2) μπορούν να παραιτηθούν κατά την κατάρτιση του συμφώνου. Άλλες ενδείξεις της νομοθετικής πρόθεσης για αξιολογική εξομοίωση του συμφώνου συμβίωσης με τον γάμο εντοπίζονται αφενός στο άρθρο 7 § 1 περ. γ΄ του Ν 4356/2015, σύμφωνα με το οποίο -και σε αντίθεση με το άρθρο 4 § 1 περ. γ΄ του Ν 3719/2008- δεν λύνεται πλέον αυτοδικαίως το σύμφωνο στην περίπτωση που συναφθεί γάμος μεταξύ του ενός μέρους και τρίτου προσώπου, αλλά αντιθέτως, συνιστά το ίδιο το σύμφωνο κώλυμα γάμου? και αφετέρου στο άρθρο 3 § 1 του Ν 4356/2015, σύμφωνα με το οποίο -και σε αντίθεση με το άρθρο 3 § 1 του Ν 3719/2008- η κήρυξη της ακυρότητας του συμφώνου απαιτεί πλέον, όπως και εκείνη του άκυρου γάμου, αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Επίσης, για τη λύση του συμφώνου συμβίωσης µε μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση εισάγεται πλέον ως διαδικαστική προϋπόθεση η επίδοση εξώδικης πρόσκλησης στο άλλο μέρος για συναινετική λύση και η πάροδος τριών μην ών από την επίδοση (άρθρο 7 § 1 περ. β΄), καθιστάμενης έτσι προφανώς δυσχερέστερης της μονομερούς λύσεως του συμφώνου.
Ενόψει των ανωτέρω, φαίνεται ότι αντιστρέφεται με τον νέο νόμο η σχέση κανόνα-εξαίρεσης μεταξύ των διατάξεων που αναγνωρίζουν συμβατική ευχέρεια αυτορρύθμισης στους συμβίους και εκείνων που εισάγουν κανόνες αναγκαστικού δικαίου στο πρότυπο του γάμου. Ο θεσμικός χαρακτήρας του συμφώνου συμβίωσης τείνει να καταστεί αυστηρότερος με αντίστοιχη συρρίκνωση της ιδιωτικής αυτονομίας των συμβίων, κατά παρέκκλιση από την αρχική νομοθετική σύλληψη του συμφώνου συμβίωσης ως θεσμού αυτορρύθμισης της συμβίωσης με έντονα στοιχεία ενοχικής σύμβασης αορίστου χρόνου. Διατηρείται πάντως και με τον Ν 4356/2015 ο αμιγώς συμβατικός τύπος κατάρτισης του συμφώνου και η δυνατότητα μονομερούς ή συμβατικής λύσης του χωρίς παρέμβαση δικαστικής ή άλλης αρχής.
Παρά τις όποιες επιφυλάξεις θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς αναφορικά με άλλες διατάξεις του Ν 4356/2015, γεγονός είναι ότι οι νέες ρυθμίσεις κληρονομικού δικαίου έχουν λάβει υπόψη τους την κριτική που ασκήθηκε στις διατάξεις του άρθρου 11 του προϊσχύσαντος Ν 3719/2008 και κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Η νομοθετική εξίσωση του εξ αδιαθέτου κληρονομικού μεριδίου του επιζώντος συμβίου στο σύμφωνο συμβίωσης με το εξ αδιαθέτου κληρονομικό μερίδιο του επιζώντος συζύγου στον γάμο και η θέσπιση της δυνατότητας παραίτησης από το δικαίωμα νόμιμης μοίρας κατά την κατάρτιση του συμφώνου είναι καινοτομίες που οπωσδήποτε αξίζει να επιδοκιμασθούν. Στο τελευταίο μάλιστα σημείο (δυνατότητα εκ των προτέρων παραίτησης από τη νόμιμη μοίρα) βρίσκει πράγματι νομοθετική έκφραση η πρόθεση ενίσχυσης της ιδιωτικής αυτονομίας των μερών, η οποία σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του Ν 4356/2015 αποτέλεσε κατευθυντήρια ratio juris των νέων ρυθμίσεων. De lege ferenda πάντως θα ήταν ίσως σκοπιμότερη και δογματικά συνεπέστερη η μη απονομή δικαιώματος νόμιμης μοίρας στον επιζώντα σύμβιο. Δεν πρέπει βέβαια να παραβλέπεται ότι η αξιολογική αναβάθμιση του συμφώνου συμβίωσης και η προσέγγισή του με τον θεσμικό χαρακτήρα του γάμου ανταποκρίνεται στα συμφέροντα των ομόφυλων εκείνων ζευγαριών που επιθυμούν μια πιο αυστηρή και προστατευτική ρύθμιση αλλά δεν έχουν την εναλλακτική δυνατότητα σύναψης γάμου.
Κίμων Σαϊτάκης, Δικηγόρος, Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
________________________________________
[ 1 ]. Η νομοθετική επέκταση του θεσμού και στα ομόφυλα ζευγάρια επιταχύνθηκε ενόψει και της καταδίκης της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), στην υπόθεση Βαλλιανάτος κ.λπ. κατά Ελλάδος (7.11.2013), για παραβίαση των άρθρων 8 και 14 της ΕΣΔΑ, με την αιτιολογία ότι ο Ν 3719/2008 απέκλειε τα ομόφυλα ζευγάρια από τη δυνατότητα σύναψης συμφώνου συμβίωσης.
[ 2 ]. Η λέξη «σύμβιος» χρησιμοποιείται στην παρούσα μελέτη για να υποδηλώσει το πρόσωπο που έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης με άλλο πρόσωπο και όχι υπό τη γενικότερη έννοιά της που καταλαμβάνει και την ελεύθερη συμβίωση.
[ 3 ]. Γεωργιάδης, Κληρονομικό Δίκαιο, 2η έκδ. 2013, § 28 αρ. 56· Παντελίδου, ΕφΑΔ 1, 391.
[ 4 ]. Βλ. Γ. Γεωργιάδη, ΧρΙΔ 13, 563, ο οποίος χαρακτηρίζει «ανεξήγητη και μικρόψυχη» την επιλογή αυτή του νομοθέτη για απονομή μειωμένης εξ αδιαθέτου μερίδας στον επιζώντα σύμβιο σε σχέση με τον επιζώντα σύζυγο· Κοτζάμπαση, Αρμ 63, 1491, 1502· Ψούνη, ΕφΑΔ 2, 19.
[ 5 ]. Η ακύρωση του συμφώνου δεν επηρεάζει πάντως, σύμφωνα με το εδ. β΄ της ίδιας διάταξης, την πατρότητα των τέκνων. Επομένως, τυχόν εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα τέκνου που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του συμφώνου συμβίωσης ή μέσα σε τριακόσιες ημέρες από τη λύση ή την ακύρωση του συμφώνου έναντι του άνδρα με τον οποίο η μητέρα κατάρτισε το σύμφωνο δεν θίγεται από την αναδρομική ενέργεια της ακύρωσης του συμφώνου συμβίωσης.
[ 6 ]. Την εφαρμογή της ΑΚ 1383 απέκλειε η κρατούσε γνώμη και υπό το κράτος ισχύος του Ν 3719/2008 (βλ. Γ. Γεωργιάδη, ΧρΙΔ 13, 562· Κοτζάμπαση, Αρμ 63, 1491· αντίθετα Παπαχρίστου, σε Παπαχρίστου/Κουμουτζή/Τσούκα, Το σύμφωνο συμβίωσης, 2009, σ. 24-25).
[ 7 ]. Την άποψη αυτή υποστήριξε πρώτη η Ψούνη (ΕφΑΔ 2, 23)· βλ. επίσης Γεωργιάδη, ό.π., § 28 σημ. 16· Γ. Γεωργιάδη, ΧρΙΔ 13, 565· αντίθετα Παντελίδου, ΕφΑΔ 1, 391· Παπαχρίστου, ΕφΑΔ 1, 395.
[ 8 ]. Γι’ αυτό και υποστηριζόταν ότι ζήτημα ανάλογης εφαρμογής της ΑΚ 1822 δεν τίθεται καν στο σύμφωνο συμβίωσης του Ν 3719/2008 (βλ. Παντελίδου, ΕφΑΔ 1, 391· Παπαχρίστου, ΕφΑΔ 1, 395).
[ 9 ]. Βλ. Γ. Γεωργιάδη, ΧρΙΔ 13, 561 επ.· Ι. Κονδύλη, ΕφΑΔ 2, 36 επ.· Β. Περάκη, Η εκτός γάμου συμβίωση: ελεύθερη ή με σύμφωνο, 2010, σ. 208 επ.· K. Χριστοδούλου, Δ 40, 360.
[ 10 ]. Βλ. όμως παρακ. υπό IV.2 και V.
[ 11 ]. Βλ. ΑΠ Ολ 935/1975 ΝοΒ 23, 1267• ΑΠ 2177/2014 ΤΝΠ Νόμος• ΑΠ 1017/2009 ΕφΑΔ 3, 316 με σχόλιο Καραμπατζού• ΑΠ 1578/2007 ΕλλΔνη 49, 179• ΑΠ 1135/2002 ΕλλΔνη 45, 461• ΑΠ 975/2002 ΕλλΔνη 44, 1327• ΑΠ 362/2002 Νόμος• ΕφΙωαν 186/2007 Αρμ 62, 71• ΕφΑθ 4057/2006 ΕλλΔνη 47, 1499• ΕφΑθ 1795/2005 ΕλλΔνη 47, 265. Για την παραίτηση από επαχθείσα νόμιμη μοίρα βλ. τη μονογραφία του Καραμπατζού, Η παραίτηση από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας, 2011.
[ 12 ]. Βλ. αναλυτικά Καραμπατζό, ό.π., σ. 226 επ., με περαιτέρω παραπομπές σε γερμανική βιβλιογραφία.
[ 13 ]. Βλ. Καραμπατζό, ό.π., σ. 228.
[ 14 ]. Για τη ρύθμιση της ΑΚ 1786 βλ. αντί πολλών Γ. Γεωργιάδη, Η προστασία της νόμιμης μοίρας, § 18.
[ 15 ]. Βλ. Γεωργιάδη, ό.π., § 28 αρ. 27• Αστ. Γεωργιάδη, ΕρμΑΚ 1820 αρ. 136• Λιβάνη, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρο 1820 αρ. 14• Παπαντωνίου, Κληρονομικό Δίκαιο, 5η έκδ. 1989, § 90 σ. 365• ΕφΠατρ 917/1996 Αρμ 51, 365.
[ 16 ]. Βλ. Γεωργιάδη, ό.π., § 28 αρ. 58• Γ. Γεωργιάδη, Η προστασία της νόμιμης μοίρας, 2012, § 36 αρ. 19 επ.• τον ίδιο, ΧρΙΔ 13, 564• Κοτζάμπαση, Αρμ 63, 1501• Παπαχρίστου, σε Παπαχρίστου/Κουμουτζή/Τσούκα, Το σύμφωνο συμβίωσης, σ. 76• Ψούνη, ΕφΑΔ 2, 20-21 (όπου και η πρώτη μεθοδολογική θεμελίωση της διαπίστωσης και πλήρωσης κενού)• την ίδια, Κληρονομικό Δίκαιο Ι, 2η έκδ. 2011, σ. 324.
[ 17 ]. Στο άρθρο 6 του Ν 3719/2008 ορίζονταν τα εξής: «Με το σύμφωνο συμβίωσης ή και με μεταγενέστερο συμβολαιογραφικό έγγραφο μπορεί να ρυθμίζονται οι περιουσιακές σχέσεις των συμβληθέντων και ιδίως η τύχη των περιουσιακών στοιχείων που θα αποκτηθούν κατά τη διάρκεια του συμφώνου (αποκτήματα). Αν δεν υπάρχει συμφωνία για τα αποκτήματα, το κάθε μέρος έχει, μετά τη λύση του συμφώνου, αξίωση κατά του άλλου για ό,τι αυτό απέκτησε και με τη δική του συμβολή. Η αξίωση αυτή δεν γεννάται στο πρόσωπο των κληρονόμων του δικαιούχου, δεν εκχωρείται ούτε κληρονομείται από αυτούς, στρέφεται όμως κατά των κληρονόμων του υποχρέου. Η αξίωση παραγράφεται δύο έτη μετά τη λύση του συμφώνου».
[ 18 ]. Είχε υποστηριχθεί πάντως και υπό τον προϊσχύσαντα Ν 3719/2008 η ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων αυτών στο σύμφωνο συμβίωσης (υπέρ Γ. Γεωργιάδης, Η προστασία της νόμιμης μοίρας, § 35 αρ. 13• Κοτζάμπαση, Αρμ 63, 1491, 1497• contra Κ. Χριστοδούλου, Η συμβίωση μεταξύ οικογενειακού και ενοχικού δικαίου, 2012, σ. 208 επ.).
[ 19 ]. Βλ. Γεωργιάδη, ΧρΙΔ 2015, 3 επ.• Κ. Χριστοδούλου, Δ 40, 356, ο οποίος ορθώς επισημαίνει ότι οι σύµβιοι δεν επιτρέπεται να καθιστούν, μέσω ειδικών ρυθµίσεων, το σύμφωνο συμβίωσης δεσμευτικότερο για τα μέρη σε σχέση με τον θεσμό του γάμου.
[ 20 ]. Παρόλο που δεν προβλεπόταν ρητά, το ίδιο γινόταν δεκτό και υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος Ν 3719/2008 (βλ. Κοτζάμπαση, Αρμ 63, 1497• Ψούνη, Κληρονομικό Δίκαιο Ι, 2η έκδ. 2011, σ. 325).
[ 21 ]. Πρβλ. όμως παραπ., υπό ΙΙΙ, την αντίθετη πρόβλεψη για το δικαίωμα νόμιμης μοίρας.
[ 22 ]. Τούτο σημαίνει ότι ο επιζών σύμβιος δεν κωλύεται να αποποιηθεί την κληρονομία και να ασκήσει μόνο την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα. Αλλά και αντιστρόφως, μπορεί να παραιτηθεί από την αξίωση αυτή (μετά τη γέννησή της) και να λάβει μόνο την κληρονομική του μερίδα.
[ 23 ]. Πρβλ. ΑΠ 2060/2009 ΤΝΠ Νόμος• ΑΠ 1740/2002 ΧρΙΔ 3, 330. Σχετικά με την αντίστοιχη αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα του επιζώντος συζύγου και τη σχέση της με το κληρονομικό δικαίωμα αυτού βλ. αντί πολλών Γεωργιάδη, ό.π., § 28 αρ. 41 επ.
[ 24 ]. Πρβλ. ΑΠ 1646/2014 ΤΝΠ Νόμος• ΑΠ 460/2009 ΕλλΔνη 50, 705• ΑΠ 1657/2009 ΧρΙΔ 10, 534• ΑΠ 1740/2002 ΧρΙΔ 3, 330• ΕφΝαυπλ 281/2012 ΤΝΠ Νόμος• ΕφΠατρ 937/2007 ΑχΝομ 2008, 256. Εάν ο επιζών σύμβιος περιοριστεί στη νόμιμη μοίρα, η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα θα αποσβεστεί κατά το 1/8 ή 1/4 ή 1/2, ανάλογα με το αν αυτός συντρέχει με συγγενείς πρώτης τάξης ή επόμενων τάξεων ή δεν υπάρχουν καθόλου τέτοιοι συγγενείς. Για την αντιμετώπιση της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα ως χρέους της κληρονομίας βλ. Γεωργιάδη, ό.π., § 28 αρ. 45• Λιβάνη, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρο 1820 αρ. 31• Κοτζάμπαση, Κληρονομική διαδοχή μεταξύ συζύγων, 2007, σ. 251• ΑΠ 1657/2009 ΧρΙΔ 10, 534• ΑΠ 245/2001 ΕλλΔνη 42, 1554.
[ 25 ]. Βλ. Γεωργιάδη, ΕλλΔνη 29, 1291• Παπαντωνίου, ό.π., § 143• Παπαστερίου, στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρο 1889 αρ. 3.
[ 26 ]. Για την έννοια της οικογενειακής στέγης βλ. αναλυτικά Γεωργιάδη, ΕλλΔνη 29, 1284.
[ 27 ]. Για τις προϋποθέσεις και τις έννομες συνέπειες της εν λόγω επιδίκασης βλ. αντί πολλών Γεωργιάδη, ΕλλΔνη 29, 1291 επ.
[ 28 ]. Η καταγγελία γίνεται σύμφωνα με την ΑΚ 612 § 1 πριν από τρεις μήνες και ισχύει για το τέλος του ημερολογιακού μήνα.
[ 29 ]. Βλ. Αγαλλοπούλου, ΕφΑΔ 2, 9• Γεωργιάδη, Κληρονομικό Δίκαιο, § 28 αρ. 59• Γ. Γεωργιάδη, Η προστασία της νόμιμης μοίρας, § 37 αρ. 14• τον ίδιο, ΧρΙΔ 13, 565• Κοτζάμπαση, Αρμ 63, 1491, 1501• Ψούνη, ΕφΑΔ 2, 21-22.
[ 30 ]. Το ίδιο γίνεται κατά την κρατούσα γνώμη δεκτό και στην περίπτωση που, πριν από τον θάνατο του διαθέτη, είχε υποβληθεί νομότυπα αίτηση για έκδοση συναινετικού διαζυγίου (βλ. Γεωργιάδη, ό.π., § 19 αρ. 40• Κοτζάμπαση, Κληρονομική διαδοχή μεταξύ συζύγων, 2007, σ. 211-212).
[ 31 ]. Υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι από την όλη συμπεριφορά του -και ιδίως από τη μη αποκατάσταση της συμβίωσης μέχρι τον θάνατό του- δεν προκύπτει ότι έχει παραιτηθεί σιωπηρά από την πρόσκληση για συναινετική λύση του συμφώνου.
[ 32 ]. Βλ. Γεωργιάδη, ό.π., § 19 αρ. 41• ΕφΑθ 5351/1992 ΕλλΔνη 35, 479.
[ 33 ]. Έτσι Παντελίδου, ΕφΑΔ 1, 391• Κοτζάμπαση, Αρμ 63, 1500-1501.
[ 34 ]. Βλ. Παπαχρίστου, ΕφΑΔ 1, 393, 395· τον ίδιο, σε Παπαχρίστου/Κουμουτζή/Τσούκα, ό.π., σ. 77· Ψούνη, Κληρονομικό Δίκαιο Ι, σ. 170-171· την ίδια, ΕφΑΔ 2, 23· πρβλ. Σπυριδάκη, το σύμφωνο συμβιώσεως, 2009, σ. 102.
[ 35 ]. Βλ. Γ. Γεωργιάδη, ΧρΙΔ 13, 561· Β. Περάκη, Η εκτός γάµου συµβίωση: ελεύθερη ή µε σύµφωνο, 2010, σελ. 117-119.
* δημοσιευμένο σε ΕφΑΔ 2015,947 επ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου