ΕΙΣΑΓΩΓΗ1
Για την άσκηση της αγωγής αποζημίωσης, η οποία αποτελεί κύριο και αυτοτελές ένδικο
βοήθημα κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 71 παρ. 1, 78 και 80 παρ.2 του Κώδικα
Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, στο εξής ΚΔΔικ)2, πρέπει να συντρέχουν οι γενικές
προϋποθέσεις του παραδεκτού που απαιτούνται και για τα λοιπά ένδικα βοηθήματα
(προσφυγή, αίτηση ακύρωσης), καθώς και ορισμένες ειδικές προϋποθέσεις. Η συνδρομή των
προϋποθέσεων αυτών ερευνάται αυτεπαγγέλτως κατά το άρθρο 35 ΚΔΔικ3. Στο πλαίσιο της
παρούσας εκτίθενται οι πρόσφατες νομοθετικές μεταβολές και η σχετική νομολογία.
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ
1. Δικαιοδοσία
Η πρώτη σημαντική μεταβολή στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων επήλθε με το
άρθρο 48 παρ. 1 του ν. 3900/2010, με το οποίο υπήχθησαν από 18.3.2011 (τρεις μήνες μετά τη
δημοσίευση του νόμου κατά το ίδιο άρθρο) στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων οι
διαφορές που αφορούν απαιτήσεις αποζημίωσης οποιασδήποτε μορφής για ζημίες που έχουν
προκληθεί από αυτοκίνητο. Κατά την ερμηνεία της διάταξης αυτής από τον Άρειο Πάγο,
κρίσιμος είναι ο χρόνος κατάθεσης του δικογράφου και όχι επέλευσης του συμβάντος και
γένεσης της αξίωσης (ΑΠ 665/2016, 329/2014). Ωστόσο, στην αντίστροφη περίπτωση της μεταφοράς της σχετικής αρμοδιότητας από τα πολιτικά στα διοικητικά δικαστήρια4
δυνάμει
του άρθρου 9 παρ. 1 εδ. γ του ν. 1406/1983, με την ΑΕΔ 31/2008 είχε κριθεί ότι κρίσιμος ήταν ο
χρόνος που γεννήθηκαν και κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες οι σχετικές αξιώσεις (ΣτΕ
2229/2016, 2326/2015 κ.α.). Σε περίπτωση τυχόν διαφορετικής ερμηνείας της διάταξης αυτής
από το Συμβούλιο της Επικρατείας ενδέχεται να ανακύψει ζήτημα προσφυγής στο Ανώτατο
Ειδικό Δικαστήριο. Περαιτέρω, εκτιμάται ότι, ενόψει της πάγιας νομολογίας του ΣτΕ ότι η
έννοια της ζημίας περιλαμβάνει τόσο τη θετική και αποθετική ζημία όσο και την ηθική βλάβη,
αλλά και για το ενιαίο της διαδικασίας, η διάταξη καταλαμβάνει το σύνολο των υποθέσεων και
δεν εξαιρούνται εκείνες στις οποίες, εκτός από υλική ζημία, επήλθε και τραυματισμός ή
θάνατος.
Εξάλλου, κρίθηκε ότι η παράνομη άρνηση οργάνων του Δημοσίου να προσλάβουν δικηγόρο με
σχέση έμμισθης εντολής υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, ως έχουσα
υπόβαθρο έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου5
. Επίσης, αγωγή στρεφόμενη κατά νομικού
προσώπου ιδιωτικού δικαίου, που ως προς τα ζητήματα υπαγωγής στην ασφάλισή του ενεργεί
ως οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών
δικαστηρίων6
.
2. Αρμοδιότητα
Επί της καθ’ ύλην αρμοδιότητας των διοικητικών δικαστηρίων, όπως καθορίζεται στο άρθρο 6
ΚΔΔικ, επήλθαν επίσης αλλεπάλληλες αλλαγές. Αρχικά, με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3659/2008
είχαν υπαχθεί στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου οι υποθέσεις με
χρηματικό αντικείμενο έως 20.000 ευρώ. Παρότι η έναρξη ισχύος του νόμου ήταν από
8.6.2008, η καθ’ ύλην αρμοδιότητα προσδιορίζεται με τον ίδιο τρόπο και για τις αγωγές που
κατατέθηκαν προ του 2008, δεδομένου ότι με την παρ. 1 άρθρου 13 του ν. 3900/2010
αντικαταστάθηκε μεταξύ άλλων η παράγραφος 2 του άρθρου 6 ΚΔΔικ, με ίδιο περιεχόμενο για
τις εν λόγω υποθέσεις, και ορίστηκε με την παρ. 4 του αυτού άρθρου και νόμου ότι η ρύθμιση
καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του υποθέσεις.
Πλην με τα άρθρα 47 παρ. 1 και 113 του ν. 4055/2012 επήλθε μεταβολή της καθ’ ύλην
αρμοδιότητας του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου για τις υποθέσεις με χρηματικό
αντικείμενο έως 60.000 ευρώ. Κρίσιμο δε στοιχείο για τον προσδιορισμό της αρμοδιότητας
είναι ο ορισμός δικασίμου, αφού στο άρθρο 110 παρ. 15 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι
καταλαμβάνει τις εκκρεμείς υποθέσεις, για τις οποίες δεν έχει ορισθεί δικάσιμος έως τις
2.4.2012 (έναρξη ισχύος του νόμου, κατά το άρθρο 113 αυτού). Τέλος, με τη διάταξη του
άρθρου 30 του ν. 4446/2016 προβλέφθηκε ότι οι εκκρεμείς υποθέσεις αρμοδιότητας
μονομελούς που ασκήθηκαν μέχρι τις 31.12.2012, χωρίς να έχει ορισθεί δικάσιμος,
εκδικάζονται σε πρώτο βαθμό από πρόεδρο πρωτοδικών.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, από το συνδυασμό των διατάξεων
των άρθρων 47 έως 50 που εντάσσονται στο τέταρτο κεφάλαιο του ν. 3900/2010 υπό τον τίτλο
«Μεταφορά αρμοδιοτήτων» και με τις οποίες σκοπείται, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση
του νόμου, η αποσυμφόρηση του Συμβουλίου της Επικρατείας και η διευκόλυνση του έργου
του, ενόψει του μεγάλου αριθμού των εκκρεμών ακυρωτικών υποθέσεων, συνάγεται ότι, κατά
τη βούληση του νομοθέτη, εκκρεμείς υποθέσεις, οι οποίες διαβιβάζονται στα κατά τόπο
αρμόδια διοικητικά εφετεία και διοικητικά πρωτοδικεία σύμφωνα με το άρθρο 50 του νόμου
αυτού (3900/2010) δεν είναι μόνον όσες ανήκουν στις κατηγορίες διαφορών που
μεταφέρονται στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων με το νόμο αυτό, αλλά και
εκείνες οι οποίες είχαν μεταφερθεί στα εν λόγω δικαστήρια με προγενέστερα νομοθετήματα.
Επομένως και οι εκκρεμείς αιτήσεις ακύρωσης που ανήκουν στις κατηγορίες υποθέσεων, οι
οποίες έχουν υπαχθεί στα διοικητικά εφετεία με το άρθρο 49 του Ν. 3659/2008 (ή στα
διοικητικά πρωτοδικεία με το άρθρο 51) αλλά, βάσει της διάταξης της παρ. 7 (ή της παρ. 4
αντίστοιχα) του άρθρου αυτού (σύμφωνα με το οποίο το άρθρο 49 δεν καταλαμβάνει τις
εκκρεμείς υποθέσεις), έπρεπε να εκδικασθούν από το Συμβούλιο της Επικρατείας ως
ασκηθείσες πριν από τη δημοσίευση του τελευταίου αυτού νόμου (7.5.2008), υπάγονται πλέον,
κατά την έννοια του άρθρου 50 του Ν. 3900/2010, στην αρμοδιότητα των οικείων διοικητικών
εφετείων ή πρωτοδικείων7
.
Επί της κατά τόπον αρμοδιότητας, το άρθρο 7 παρ. 2 περ. γ (δυνατότητα υπαγωγής διαφορών
αποδοχών προσωπικού του Δημοσίου και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και στο
Δικαστήριο του τόπου όπου υπηρετεί ο υπάλληλος), παρά τη διαφορετική αρχική ρύθμιση,
πλέον δυνάμει του άρθρου 14 παρ. 3 του ν. 3900/2010 καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς στις 8
Ιουνίου 2008 υποθέσεις.
3. Διαδικαστική ικανότητα ή ικανότητα διαδίκου.
Την ικανότητα υποβολής αίτησης προς παροχής δικαστικής προστασίας και εκδίκασής της ιδίω
ονόματι έχουν όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα, ενώσεις προσώπων και ομάδες περιουσίας
κατά το άρθρο 23 ΚΔΔικ8
.
4. Δικανική ικανότητα ή ικανότητα δικαστικής παράστασης.
Η ικανότητα διενέργειας διαδικαστικών πράξεων και γενικώς της παράστασης επί δικαστηρίου
ιδίω ονόματι κατ’ άρθρο 24 ΚΔΔικ, συναρτάται προς τη δικαιοπρακτική ικανότητα του φυσικού
προσώπου, όπως αυτή ρυθμίζεται από τις οικείες διατάξεις του αστικού και εμπορικού δικαίου9
. Ως εκ τούτου, ανήλικοι ή τελούντες σε δικαστική συμπαράσταση, καθώς και οι
πτωχεύσαντες εκπροσωπούνται από τους νομίμους εκπροσώπους τους10
.
5. Δικολογική ικανότητα ή πληρεξουσιότητα
Η ικανότητα παράστασης στο δικαστήριο ρυθμίζεται από το άρθρο 27 ΚΔΔικ, σύμφωνα με το
οποίο ο διάδικος μπορεί να παρασταθεί με δικαστικό πληρεξούσιο ή κατ’ εξαίρεση
αυτοπροσώπως στις οριζόμενες υπ’ αυτού περιπτώσεις. Μετά την τροποποίηση με το άρθρο 20
του ν. 4446/2016 του άρθρου 27 παρ. 2 περ. α ΚΔΔικ, δυνατότητα αυτοπρόσωπης παράστασης
του διαδίκου στην αγωγή αποζημίωσης υπάρχει όταν το αντικείμενο της διαφοράς είναι κάτω
από 1.500 ευρώ11, ενώ το προηγούμενο όριο ήταν 590 ευρώ. Η παροχή δικαστικής
πληρεξουσιότητας για τις πράξεις της προδικασίας, για τις οποίες τεκμαίρεται ότι υπάρχει,
εφόσον επακολουθήσει νομιμοποίηση του δικαστικού πληρεξουσίου στο ακροατήριο, γίνεται
αυτοπροσώπως με έγκριση του ενδίκου βοηθήματος ή με παράσταση του διαδίκου μετά του
πληρεξουσίου δικηγόρου ή δι’ αυτού, οπότε στην περίπτωση αυτή κατατίθενται τα έγγραφα
στοιχεία είτε στην έδρα είτε μετά τη χορήγηση προθεσμίας, ήτοι συμβολαιογραφικό
πληρεξούσιο ή ιδιωτικό έγγραφο παροχής εξουσιοδότησης με θεώρηση του γνησίου της
υπογραφής από δημόσια ή δημοτική αρχή (άρθρο 30 ΚΔΔικ). Εξάλλου, η δήλωση παροχής
πληρεξουσιότητας στον υπογράφοντα την αγωγή δικηγόρο αρκεί για την παραδεκτή άσκηση
της αγωγής και δεν απορρίπτεται αυτή ως απαράδεκτη, λόγω της παράστασης ενώπιον του
δικαστηρίου άλλου πληρεξουσίου δικηγόρου από τον υπογράφοντα (πρβλ. ΣτΕ 3782/2015).
Όπως έχει παγίως κριθεί, για την εφαρμογή του τύπου παροχής δικαστικής πληρεξουσιότητας
με συνυπογραφή του δικογράφου από τον ίδιο το διάδικο απαιτείται να παρίσταται κατά τη
συζήτηση ο δικηγόρος που υπογράφει το δικόγραφο, οπότε παραλλήλως διαπιστώνεται και το
δικαίωμά του να ασκεί το δικηγορικό λειτούργημα, άλλως απαιτείται είτε να προσκομιστεί
συμβολαιογραφική πράξη παροχής πληρεξουσιότητας είτε να εμφανιστεί ο διάδικος
αυτοπροσώπως για να νομιμοποιήσει την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος ή να παραστεί με
άλλο δικηγόρο νομιμοποιούμενο (ΣτΕ 3301/2012, 267/2011 κ.α.).
Στα νομικά πρόσωπα, κρίθηκε ότι πρέπει να προσκομίζονται όλα τα αναγκαία στοιχεία, από τα
οποία αποδεικνύεται ότι το ένδικο βοήθημα έχει ασκηθεί από το όργανο της εταιρείας, που
έχει την αρμοδιότητα να την εκπροσωπεί και, ειδικότερα, να αποφασίσει την άσκηση του
ενδίκου βοηθήματος ή μέσου (πρβλ. ΣτΕ 485/1991 Ολομ., 1432/2009, 3037- 3043/1994,
1059/1992). Μεταξύ των στοιχείων αυτών περιλαμβάνεται και το καταστατικό της εταιρείας,
ώστε να μπορεί το διοικητικό δικαστήριο να κρίνει αυτεπαγγέλτως το ίδιο, σύμφωνα με την
υποχρέωση που έχει από το νόμο, αν το ένδικο βοήθημα ή μέσο έχει ασκηθεί μετά από
απόφαση του αρμοδίου οργάνου της εταιρείας και αν ο δικηγόρος, ο οποίος εμφανίζεται στο
ακροατήριο ως πληρεξούσιος της εταιρείας έχει πράγματι ορισθεί από το αρμόδιο προς τούτο
όργανο της εταιρείας, είτε αμέσως από το όργανο αυτό της εταιρείας είτε εμμέσως, δηλαδή,
δυνάμει πληρεξουσιότητος χορηγηθείσης από πληρεξούσιο δικηγόρο, στον οποίο είχε
παρασχεθεί η σχετική εξουσία από το αρμόδιο όργανο της εταιρείας (βλ. ΣτΕ 485/1991 Ολομ.,
1753/2014, 1432/2009, 3037-3043/1994, 1059/1992). Εξ άλλου, οι παρατεθείσες στην
προηγούμενη σκέψη διατάξεις των παραγράφων 3-5 του άρθρου 8 του Κώδικα
Συμβολαιογράφων αποβλέπουν στην ασφάλεια των συναλλαγών και στην κατοχύρωση των
συμβολαιογράφων και δεν δημιουργούν δέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου να στηρίξει
την κρίση του, για την νομιμοποίηση της εταιρείας, στα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο
συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο προς τον παραστάντα στο ακροατήριο για λογαριασμό της
εταιρείας δικηγόρο. Συνεπώς, η προσκόμιση στο δικαστήριο μόνον του συμβολαιογραφικού
δικαστικού πληρεξουσίου και όχι και των λοιπών στοιχείων, μεταξύ των οποίων
περιλαμβάνεται και το καταστατικό της εταιρείας, συνιστά λόγο απόρριψης του ενδίκου
βοηθήματος, είναι δε αδιάφορο ότι τα άλλα αυτά στοιχεία μνημονεύονται στο πληρεξούσιο, ή
ενδεχομένως, είναι προσηρτημένα στο πρωτότυπο του πληρεξουσίου ή βρίσκονται στο αρχείο
του συμβολαιογράφου (πρβλ. ΣτΕ 398/2015, ΣτΕ 485/1991 Ολ., 1753/2014, 1432/2009 κ.α.).
Περαιτέρω, το Συμβούλιο της Επικρατείας, ερμηνεύοντας με περισσότερη αυστηρότητα τις
σχετικές διατάξεις, έκρινε ότι δεν αρκεί η προσκόμιση του καταστατικού της εταιρίας ή
συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου σε απλό (ανεπικύρωτο) φωτοαντίγραφο, αλλά έπρεπε να
έχει επικυρωθεί νόμιμα12
. Όμοια κρίση είχε διαλάβει υπό το καθεστώς του Κώδικα
Φορολογικής Δικονομίας για πρακτικό συνεδρίασης Διοικητικού Συμβουλίου χωρίς βεβαίωση
του γνησίου της υπογραφής από συμβολαιογράφο ή άλλη δημόσια αρχή13
. Ήδη μετά το ν.
4250/2014 η υποχρέωση αυτή έχει εκλείψει, καθώς στο άρθρο 1 παρ. 2 αυτού προβλέπεται η αντικατάσταση της παραγράφου 2 του ν. 2690/1999 ως εξής: «Δεν υφίσταται πλέον η
υποχρέωση υποβολής πρωτοτύπων εγγράφων, με την επιφύλαξη … των εγγράφων που
προσκομίζονται για δικαστική χρήση, που έχουν εκδοθεί από τις υπηρεσίες και τους φορείς της
περίπτωσης α
14».
Για τη δυνατότητα πρόσκλησης του διαδίκου προς συμπλήρωση ελλείψεων των
νομιμοποιητικών στοιχείων, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 28 του ΚΔΔ, έχει κριθεί
παγίως ότι αναφέρεται στην έκταση των εξουσιών του προέδρου του δικαστηρίου όχι σε
περίπτωση έλλειψης (ΣτΕ 1893/2008, 3205, 1215/2007, 1926/2005), αλλά στην περίπτωση κατά
την οποία τα στοιχεία της νομιμοποίησης είχαν μεν υποβληθεί όλα, διαπιστώνεται όμως
μεταγενεστέρως ότι αυτά παρουσίαζαν ελλείψεις (ΣτΕ 3301/2012, 1530/2007), λόγω ατελειών
ή ασαφειών (πρβλ. ΣτΕ 1996/2004), οι οποίες δημιουργούν αμφιβολίες ως προς τη
νομιμοποίηση15
. Πρόκειται, επί παραδείγματι, για έλλειψη νομιμοποίησης όταν τα
νομιμοποιητικά στοιχεία έχουν εκδοθεί από πρόσωπο που δεν είναι νόμιμος εκπρόσωπος της
εταιρίας κατά τον κρίσιμο χρόνο (πρβλ. ΣτΕ 3185/2015). Περαιτέρω, η διάταξη αυτή (της παρ. 3
του άρθρου 28 ΚΔΔικ) ρυθμίζει ειδικώς και εξαντλητικώς το ζήτημα της νομιμοποίησης των
δικαστικών πληρεξουσίων ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων καθώς και της θεραπείας
τυχόν ελλείψεων των απαιτουμένων κατά νόμο στοιχείων νομιμοποίησης, μη καταλείποντας
ως εκ τούτου έδαφος ανάλογης εφαρμογής επί του ζητήματος αυτού άλλων (γενικών)
διατάξεων, όπως είναι οι διατάξεις του άρθρου 139Α του ιδίου Κώδικα. Η έλλειψη
πληρεξουσιότητας, άλλωστε, δεν εμπίπτει στις τυπικές παραλείψεις για την κάλυψη των
οποίων θεσπίσθηκε η διαδικασία του άρθρου 139Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας16
.
Τέλος, το δικαστήριο της ουσίας οφείλει αυτεπαγγέλτως να εξετάσει εάν το αργότερο μέχρι την
πρώτη επ’ ακροατηρίου συζήτηση ή εντός της σχετικής προθεσμίας που χορηγήθηκε από το
δικαστήριο, κατατέθηκε έγγραφο που να νομιμοποιεί τον παραστάντα δικηγόρο και αν αυτό
είναι έγκυρο, άλλως απορρίπτει το ένδικο βοήθημα ως απαράδεκτο για έλλειψη
νομιμοποίησης του υπογράφοντος αυτό πληρεξουσίου. Η κατά τα ανωτέρω εμπρόθεσμη
κατάθεση των νομιμοποιητικών εγγράφων αποδεικνύεται με σχετική επισημειωματική πράξη
του γραμματέα που αναφέρει την χρονολογία προσαγωγής τους είτε στο φάκελο της
δικογραφίας, είτε στο σώμα αυτών17
6. Έλλειψη εκκρεμοδικίας και στοιχεία του δικογράφου
Μετά την κατάθεση του δικογράφου της αγωγής και την τοιουτοτρόπως έναρξη της
εκκρεμοδικίας δεν επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης έως ότου δημοσιευτεί η απόφαση επί της πρώτης αγωγής ή καταργηθεί η δίκη18
. Με την προσθήκη δεύτερης παραγράφου, με το άρθρο
8 παρ. 1 του ν. 3659/2008, στο άρθρο 76 ΚΔΔικ προβλέφθηκε η κατ’ εξαίρεση δυνατότητα
άσκησης δεύτερης αγωγής, εφόσον η πρώτη απορρίφθηκε τελεσιδίκως για τυπικούς λόγους19
.
Η έναρξη ισχύος της νέας διάταξης, η οποία καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς κατά την έναρξη
ισχύος του νόμου υποθέσεις, κατ’ άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 3659/2008, ορίστηκε ένα μήνα μετά τη
δημοσίευση του νόμου (από 8.6.2008, ΣτΕ 67/2014, σκ. 5). Ωστόσο μία σημαντική επισήμανση
είναι ότι με την εκ νέου τροποποίηση με το άρθρο 24 του ν. 4274/2014 της όμοιας ρύθμισης
για την προσφυγή προστέθηκε η επαναφορά στον κανόνα του απαραδέκτου άσκησης δεύτερης
προσφυγής στις περιπτώσεις εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 28 παρ. 3, 139Α και 277
παρ.1 ΚΔΔικ. Οι διατάξεις όμως αυτές, πλην του άρθρου 277 ΚΔΔικ, βρίσκουν πεδίο εφαρμογής
και στην αγωγή, με αποτέλεσμα να επέλθει άνευ λόγου διαφοροποίηση της δικονομικής
αντιμετώπισης των δύο ενδίκων βοηθημάτων, οφειλόμενη προφανώς σε αβλεψία του
νομοθέτη. Εξάλλου, από τη γραμματική διατύπωση του νόμου, που αναφέρεται σε
απαράδεκτο άσκησης δεύτερης αγωγής (και όχι απαράδεκτο δεύτερης αγωγής),
αποσαφηνίζεται και νομοθετικά το κριτήριο του χρόνου άσκησης, ήτοι κατάθεσης, των
αγωγών, ενώ ως συνέπεια νοείται το απαράδεκτο του δικογράφου20
. Περαιτέρω, επιτρέπεται η
άσκηση δεύτερης αγωγής, όταν η πρώτη έχει απορριφθεί λόγω αοριστίας του δικογράφου
αυτής, δηλαδή για τυπικό λόγο, δοθέντος ότι το ορισμένο του δικογράφου συνιστά
προϋπόθεση του παραδεκτού αυτού21
. Υπενθυμίζεται ότι με την απόφαση 3840/2009 της
Ολομέλειας του ΣτΕ είχε κριθεί ότι κατά το άρθρο 76 παρ. 1 ΚΔΔικ, όπως ίσχυε πριν την
ανωτέρω τροποποίηση, ασκείται απαραδέκτως δεύτερη αγωγή από τον ίδιο ενάγοντα κατά του
ίδιου εναγομένου, όταν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση επί της πρώτης αγωγής και στην
περίπτωση, κατά την οποία η πρώτη αυτή αγωγή έχει απορριφθεί λόγω αοριστίας του
δικογράφου, όταν υπάρχει ταυτότητα του αντικειμένου των δύο αγωγών.
Το περιεχόμενο του δικογράφου της αγωγής προσδιορίζεται από τα άρθρα 73 και 45 ΚΔΔικ22
. Η
έλλειψη υπογραφής του δικογράφου από δικηγόρο επάγεται το απαράδεκτο αυτής, η
ακυρότητα δε αυτή του δικογράφου δε μπορεί να θεραπευθεί ούτε με την παράσταση
πληρεξουσίου δικηγόρου κατά τη συζήτηση, αφού κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από τις οικείες
διατάξεις (πρβλ. ΣτΕ 1032/2009, 5817/1995), ούτε με την εκ των υστέρων υπογραφή του
δικογράφου από πληρεξούσιο μετά από πρόσκληση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 139Α
του ΚΔΔικ, η οποία άλλωστε αφορά στη συμπλήρωση τυπικών παραλείψεων, όπως έλλειψη
νομιμοποιητικών εγγράφων, παραβόλου κ.λπ. και όχι στην έλλειψη υπογραφής του δικογράφου από πληρεξούσιο δικηγόρο23
. Αντιθέτως, η αναγραφή της διεύθυνσης της
κατοικίας, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο, διότι αποβλέπει στην εξακρίβωση της ταυτότητας των
διαδίκων, με συνέπεια, η έλλειψή της τότε μόνο επάγεται την ακυρότητα του δικογράφου,
όταν καταλείπεται αμφιβολία ή επέρχεται σύγχυση ως προς την ταυτότητα του διαδίκου24
.
Περαιτέρω, η αγωγή πρέπει να καθορίζει την έννομη σχέση από την οποία απέρρευσε η αξίωση
και να εκθέτει τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, έχοντας σαφώς καθορισμένο αίτημα25
.
Ειδικότερα, η αγωγή αποζημίωσης πρέπει να περιλαμβάνει την παράνομη συμπεριφορά των
οργάνων του εναγομένου ελληνικού Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, τον
αιτιώδη σύνδεσμο, την επελθούσα ζημία και τα ανακύπτοντα κονδύλια (θετική και αποθετική
ζημία). Το αίτημα της αγωγής είναι σαφώς καθορισμένο, εφόσον σε αυτό αναφέρεται το
αιτούμενο ποσό και η αιτία για την οποία το ποσό αυτό οφείλεται26
. Έχει κριθεί αόριστη ως
προς τη ζημία αγωγή με την οποία δεν προσδιοριζόταν ποιες χρήσεις παρεκωλύθησαν οι
ενάγοντες να ασκήσουν στο ακίνητο ιδιοκτησίας τους και δεν εξειδικευόταν στο δικόγραφο της
αγωγής πώς προκύπτει το ποσό της ζημίας, την αποκατάσταση της οποίας επεδίωκαν, στοιχείο
που δεν μπορούσε να υποκατασταθεί από τα επισυναπτόμενα αποδεικτικά στοιχεία27
.
Αντιθέτως, δεν συνιστά αοριστία του δικογράφου, η οποία συνεπάγεται την ακυρότητα αυτού,
η παράλειψη και μόνο μνείας της σύνθεσης του διοικητικού δικαστηρίου από την οποία και θα
εξετασθεί αυτό, δηλαδή, εάν το ένδικο βοήθημα απευθύνεται ενώπιον του τριμελούς ή
μονομελούς πρωτοδικείου28
. Τέλος, απαραδέκτως ασκείται αγωγή υπό αίρεση. Ειδικότερα, έχει
κριθεί ότι από τις διατάξεις των άρθρων 74 παρ.1 και 77 παρ. 1 του ΚΔΔικ συνάγεται ότι για το
παραδεκτό αγωγής, η οποία ασκήθηκε κατ’ επίκληση των άρθρων 105 και 106 ΕΙΣΝΑΚ, η ζημία
από την παράνομη πράξη ή παράλειψη, της οποίας ζητείται η αποκατάσταση, πρέπει να έχει
επέλθει κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής και δεν συγχωρείται η άσκηση της τελευταίας υπό
την αίρεση της επέλευσης της ζημίας μέχρι την πρώτη συζήτηση της αγωγής29
.
Δεν επιτρέπεται η άσκηση αγωγής υπό αίρεση, κατ’ άρθρο 74 ΚΔΔικ, με συνέπεια το
απαράδεκτο αυτής και όχι τη θεώρηση της αίρεσης ως μη γεγραμμένης, με την εξαίρεση ότι
συγχωρείται η σώρευση επικουρικώς περισσότερων πραγματικών βάσεων.
Η προηγούμενη άσκηση επί ποινή απαραδέκτου από τον ενδιαφερόμενο τυχόν προβλεπόμενης
ενδικοφανούς διαδικασίας ενώπιον της Διοίκησης προς ικανοποίηση της αξίωσής του, που είχε
θεσπιστεί με την προσθήκη της παρ. 5 στο άρθρο 71 ΚΔΔικ δυνάμει του άρθρου 7 του ν.
3659/2008 η ισχύς του οποίου άρχισε ένα μήνα μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως (άρθρο 82 του νόμου αυτού), ήτοι στις 8.6.2008, κρίθηκε ότι δεν έθετε
προϋπόθεση παραδεκτού περί αγωγών αποζημίωσης για πράξεις ή παραλείψεις διοικητικών
οργάνων30
. Η προϋπόθεση αυτή καταργήθηκε με το άρθρο 69 περ. γ του Ν. 3900/2010, όπως
άλλωστε είχε προταθεί31
.
ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ
1. Δικαστικό ένσημο
Κατά το άρθρο 274 παρ. 3 ΚΔΔικ, υπάρχει υποχρέωση καταβολής του δικαστικού ενσήμου ως
την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, άλλως ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 139Α ΚΔΔικ,
υπό την προϋπόθεση, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, της
αυτοπρόσωπης παράστασης του διαδίκου ή του πληρεξουσίου δικηγόρου (ΣτΕ 398/2015,
3301/2012, 4416/2005). Εφόσον και πάλι δεν καταβληθεί, αναστέλλεται με απόφαση η
πρόοδος της δίκης και ορίζεται νέα δικάσιμος. Ένα ερώτημα που ανέκυψε στην πράξη είναι εάν
η διαδικασία αναστολής της δίκης ακολουθείται ανεξαρτήτως της αυτοπρόσωπης ή μη
παράστασης του δικηγόρου ή του διαδίκου32
. Αν δεν καταβληθεί μέχρι τη νέα δικάσιμο, η
αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΕΝΣΗΜΟΥ ΣΤΙΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΙΚΕΣ ΑΓΩΓΕΣ
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν.Δ. 1544/1942, οι αναγνωριστικές αγωγές δεν
υπόκεινται στο τέλος δικαστικού ενσήμου. Πλην εντός χρονικού διαστήματος πέντε ετών (2011
– 2016) έγιναν αλλεπάλληλες τροποποιήσεις στις διατάξεις αυτές. Ειδικότερα, αρχικά με το
άρθρο 70 § 3 του ν. 3994/2011 καταργήθηκε η ανωτέρω εξαίρεση και ορίστηκε ότι και οι
αναγνωριστικές αγωγές υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, διάταξη που ίσχυσε από
25.7.2011 σύμφωνα με το άρθρο 72 παρ. 14 του ως άνω νόμου. Από την υποχρέωση αυτή
μετέπειτα εξαιρέθηκαν ορισμένες αναγνωριστικές αγωγές των πολιτικών δικαστηρίων
(εργατικές διαφορές, διαφορές από αμοιβή για παροχή εργασίας, αυτοκινητιστικές διαφορές
και διαφορές για διατροφή) δυνάμει του άρθρου 21 § 1 ν. 4055/2012, με έναρξη ισχύος από
2.4.2012 (άρθρο 113 του ως άνω νόμου). Τέλος, ήδη με τη διάταξη του άρθρου 33 του ν.
4446/2016 επανήλθε η αρχική νομοθετική ρύθμιση περί εξαίρεσης όλων των αναγνωριστικών αγωγών από την υποχρέωση καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου, διάταξη που
καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς αγωγές.
Τέθηκε το ζήτημα, εάν οι αλλαγές αυτές αφορούν και επηρεάζουν και τις αγωγές δικαιοδοσίας
των διοικητικών δικαστηρίων33. Επ’ αυτού έχουν εκδοθεί μόνο δύο αποφάσεις Διοικητικών
Πρωτοδικείων, με τις οποίες κρίθηκε ότι ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας εξαρτά με το άρθρο
274 το παραδεκτό της καταψηφιστικής αγωγής από την καταβολή δικαστικού ενσήμου,
παραπέμποντας στον ν. ΓϡΟΗ/1912, όπως εκάστοτε ισχύει, για τον προσδιορισμό του ύψους
του. Αντιθέτως, η αναγνωριστική αγωγή του άρθρου 73 παρ. 2 περ. β΄ του Κ.Δ.Δ. δεν
υπόκεινται σε δικαστικό ένσημο, καθώς για αυτήν δεν γίνεται σχετική παραπομπή στον ν.
ΓϡΟΗ/1912. Οι σχετικές δε διατάξεις των νόμων 3994/2011 και 4055/2012 δεν δύναται να
θεωρηθεί ότι τροποποίησαν το άρθρο 274 ΚΔΔ, αφού αυτές αφορούν αποκλειστικά στις
διαφορές που υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, καθ’ όσον εξαιρούν από
το τέλος δικαστικού ενσήμου τις αναγνωριστικές αγωγές για διαφορές των άρθρων 663, 677,
681Α και 681Β ΚΠολΔ, καθώς και τις αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και
εκείνες που αφορούν στην ακύρωση πλειστηριασμού, δηλαδή σε διαφορές που, λόγω της
φύσης τους ως ιδιωτικών, δεν εκδικάζονται από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Συνεπώς,
πρόθεση του νομοθέτη ήταν να ρυθμίσει εκ νέου το θέμα της καταβολής δικαστικού ενσήμου
μόνο για τις διαφορές της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων και όχι να επιβάλει για το
σύνολο (πλην των ως άνω εξαιρέσεων) των αναγνωριστικών αγωγών, και των δύο
δικαιοδοσιών, την υποχρέωση καταβολής του (ΔΠΘεσ 3280/2013, ΔΠΑ 3966/2016, βλ. ΔΕφΑθ
4051/2013 που δεν αποφάνθηκε επί του θέματος καθόσον ενόψει του χρόνου άσκησης της
αγωγής, αυτή δεν καταλαμβανόταν από τις διατάξεις του ν. 3994/2011).
Σε περίπτωση που στο δικόγραφο σωρεύεται αναγνωριστικό και καταψηφιστικό αίτημα,
θεωρείται ότι το αναγνωριστικό εμπεριέχεται στο καταψηφιστικό34 (ΔΠΑθ 3328/2017).
ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΝΣΗΜΟΥ
Με το άρθρο 30 του ν. 1406/1983 (ΦΕΚ 182 Α) προβλέφθηκε η υποχρέωση καταβολής
δικαστικού ενσήμου για τη συζήτηση των καταψηφιστικών αγωγών. Δεν απαιτείται τέλος
δικαστικού ενσήμου για τις απαιτήσεις αμέσως ή εμμέσως ασφαλισμένων κατά οργανισμών
κοινωνικής ασφάλισης και για κάθε είδους αποδοχές του προσωπικού γενικώς του Δημοσίου
και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου μέχρι του ποσού των 6.000 ευρώ35, σύμφωνα με
το άρθρο 274 παρ. 2 ΚΔΔικ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 του ν. 3659/2008 (Α’ 77/7.5.2008), ο οποίος άρχισε να ισχύει μετά ένα μήνα από τη δημοσίευσή του στην
Εφημερίδα της Κυβέρνησης36
.
Η παράγραφος 1 του άρθρου 2 του ν. ΓϡΟΗ/1912 αντικαταστάθηκε αρχικώς με το άρθρο
πρώτο (παράγραφος ΙΓ περίπτωση 6) του ν. 4093/2012 και όριζε τον υπολογισμό του σε
ποσοστό 8 %ο του αντικειμένου της δίκης και ποσοστό 0,8 %ο υπέρ του Ενιαίου Ταμείου
Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Τομέας Ασφάλισης Νομικών), ποσοστό 0,8 %ο υπέρ του οικείου
Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων και χαρτόσημο ποσοστού 2,4% επί του ως άνω ποσοστού (0,8
%ο). Στη συνέχεια, με το άρθρο 40 παρ. 16 του ν. 4111/2013 τα ποσοστά διαμορφώθηκαν σε
δέκα τοις εκατό (10%) υπέρ του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Τομέας
Ασφάλισης Νομικών), πέντε τοις εκατό (5%) υπέρ του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών
Υγείας (Ε.ΟΠ.Υ.Υ.) και χαρτόσημο ποσοστού 2,4%.
Το πρόβλημα που έχει ανακύψει μετά την κατάργηση δυνάμει του άρθρου 39 παρ. 14 του ν.
4393/2016, όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 4393/2016 (με έναρξη ισχύος από
6.6.2016), των προβλεπόμενων στο άρθρο 150 παρ. 1 του ν. 3655/2008 κοινωνικών πόρων
οφείλεται στην παράβλεψη ότι ο πόρος υπέρ Ταμείων Ασφάλισης και Τομέα Υγείας Δικηγόρων
δεν προβλεπόταν στην καταργούμενη διάταξη, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, στο άρθρο 2 παρ.
1 του ν. ΓϡΟΗ/1912, όπως αντικαταστάθηκε διαδοχικά με τους ν. 4093/2012 και ν. 4111/2013,
που δεν καταργήθηκε ρητώς. Από την αιτιολογική έκθεση του νόμου και τη συνημμένη
γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας του ΕΤΑΑ (υπ’ αριθ. 155001/23.6.2016) προκύπτει ότι
πρόθεση του νομοθέτη ήταν η κατάργηση όλων των σχετικών πόρων και συνεπώς ότι και οι
πόροι αυτοί πρέπει να θεωρηθούν καταργημένοι, πλην το θέμα παραμένει ανοιχτό37
.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΝΣΗΜΟΥ
Η διάταξη του άρθρου 277 παρ. 11 ΚΔΔικ αποδίδει γενική δικονομική αρχή σχετικά με την
υποχρέωση του Δικαστηρίου να διατάξει την επιστροφή των εν γένει αχρεωστήτως
καταβληθέντων δαπανημάτων της δίκης. Συνεπώς, η διάταξη αυτή είναι αναλόγως εφαρμοστέα και για την επιστροφή του τυχόν αχρεωστήτως, κατά το άρθρο 274 παρ. 2 του
Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, καταβληθέντος δικαστικού ενσήμου38
.
Ερίζεται το θέμα της τύχης του καταβληθέντος τέλους δικαστικού ενσήμου σε περίπτωση κατά
την οποία το ένδικο βοήθημα απορρίπτεται ως τυπικά απαράδεκτο. Επ’ αυτού με ορισμένες
αποφάσεις τακτικών διοικητικών δικαστηρίων κρίθηκε ότι, κατά την έννοια των διατάξεων των
άρθρων 275 παρ. 1 και 4 και 274 του ΚΔΔικ, το προβλεπόμενο από το ν. ΓϡΟΗ/1912, όπως
εκάστοτε ισχύει, τέλος δικαστικού ενσήμου, ως αναγόμενο στη φορολογία του αντικειμένου
της δίκης επί του οποίου προκαλείται η απόφαση του δικαστηρίου, δεν θεωρείται ότι
αναλώθηκε, αν το σχετικό ένδικο βοήθημα απορριφθεί με απόφαση του δικαστηρίου όχι κατ΄
ουσίαν, αλλά μόνον ως τυπικά απαράδεκτο, όπως π.χ. λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας39
.
2. Ενεργητική νομιμοποίηση
Ενεργητική νομιμοποίηση προς άσκηση αγωγής αποζημίωσης έχει αυτός που ζημιώθηκε από
την παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια και οι κάθε είδους καθολικοί ή ειδικοί
διάδοχοι αυτού. Αντίθετα με την προσφυγή, το έννομο συμφέρον δεν ορίζεται ως προϋπόθεση
της ενεργητικής νομιμοποίησης, καθόσον η απόδειξη της νομιμοποίησης συμπίπτει με την
απόδειξη της ιστορικής βάσης της αγωγής και εν πολλοίς το έννομο συμφέρον με την
ενεργητική νομιμοποίηση ταυτίζονται40
. Ωστόσο, το έννομο συμφέρον προς άσκηση της
αγωγής αποζημίωσης διακρίνεται από το έννομο συμφέρον του ενάγοντος προς προβολή
συγκεκριμένου ισχυρισμού με την ασκηθείσα αγωγή. Σαφής εικόνα της διάκρισης αυτής
αποδίδεται με την απόφαση 2260/2013 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με
την απόφαση αυτή, αφού επιβεβαιώνεται το αυτοτελές του ενδίκου βοηθήματος της αγωγής.
Επισημαίνεται ότι, σε περίπτωση που ο ασκών την αγωγή αποζημίωσης δεν είχε το
απαιτούμενο κατά το άρθρο 64 παρ.1 ΚΔΔικ έννομο συμφέρον όχι μόνον για την κατ’ αρχήν
άσκηση προσφυγής, αλλά και για την προβολή συγκεκριμένων λόγων κατά της πράξης ή
παράλειψης, από την οποία ισχυρίζεται με την αγωγή ότι υπέστη, παρανόμως, ζημία, δεν
νομιμοποιείται να προβάλει τους λόγους αυτούς με την αγωγή, επιδιώκοντας την αναγνώριση της παρανομίας της πράξης ή της παράλειψης για λόγους, τους οποίους δεν μπορούσε να
προβάλει με την προσφυγή41
.
Στο ανωτέρω πλαίσιο, έχει κριθεί ότι ο ασφαλιστής νομιμοποιείται, κατά την έννοια της
διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 24 του π.δ 341/1978 (Α΄ 71), στη οποία παραπέμπει
το άρθρο 4 του Ν. 1406/1983, να ασκήσει αγωγή ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού
πρωτοδικείου, καθ’ υποκατάσταση του αποζημιωθέντος ασφαλισμένου, στις περιπτώσεις κατά
τις οποίες ο τελευταίος έχει κατά του Δημοσίου αξίωση προς αποζημίωση. Και ναι μεν, κατά το
άρθρο 97 του Κώδικα περί Δημοσίου Λογιστικού (ν.δ. 321/1969, Α΄ 205), η αναγγελία περί
εκχώρησης χρηματικής απαίτησης κατά του Δημοσίου κοινοποιείται στο αρμόδιο για την
πληρωμή δημόσιο ταμείο ή χρηματική διαχείριση και στην, κατά το άρθρο 26 του ίδιου
Κώδικα, αρμόδια για την αναγνώριση της δαπάνης αρχή, επί ποινή ακυρότητας της εκχώρησης,
το άρθρο όμως 97 του κώδικα περί Δημοσίου λογιστικού δεν έχει εφαρμογή επί της κατά τα
ανωτέρω υποκατάστασης, εφόσον η υποκατάσταση του ασφαλιστή επέρχεται αυτοδικαίως εκ
του νόμου42
.
Νομιμοποιείται επίσης ενεργητικώς προς άσκηση αγωγής αποζημίωσης ο ιδιοκτήτης αλλά και ο
κάτοχος δυνάμει άτυπης σύμβασης πώλησης του καταστραφέντος οχήματος, ο οποίος έχοντας
δικαίωμα προσδοκίας απόκτησης της κυριότητας αυτού, έφερε τον κίνδυνο της καταστροφής
του43. Εξάλλου, δεν νομιμοποιούνται ενεργητικά οι συγγενείς ασθενούς, ο οποίος είναι ο
φορέας του προστατευόμενου από το νόμο δικαιώματος προς προστασία του ατόμου από την
επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων και φερόμενος ως προσβληθείς από την
αποδιδόμενη στα όργανα του νοσοκομείου παράνομη συμπεριφορά και αμέσως ζημιωθείς
από αυτήν44
. Περαιτέρω, η προσβολή, η οποία επήλθε στα δικαιώματα και συμφέροντα μελών
ομόρρυθμης εταιρίας δεν δύναται να θεωρηθεί ως άμεση, αλλά μόνον έμμεση, με συνέπεια να
μη νομιμοποιούνται αυτοί ενεργητικώς προς άσκηση της αγωγής, ούτε παραλλήλως, ούτε
σωρευτικώς με την εταιρεία, η οποία ως νομικό πρόσωπο μόνον ενομιμοποιείτο ενεργητικώς
να εγείρει την ένδικη αγωγή με αιτήματα, έχοντα σχέση με την εταιρική περιουσία, καθώς και
με αδικοπρακτική συμπεριφορά, η οποία εστρέφετο αμέσως κατά της περιουσίας αυτής, της
οποίας φορέας ήταν μόνη η ίδια η εταιρεία. Τέλος, σε περίπτωση άσκησης αγωγής
αποζημίωσης από παράνομες ενέργειες του Δημοσίου κατά τη διαδικασία αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ακινήτου, είναι απαραίτητη για την ενεργητική νομιμοποίηση των εναγόντων η
απόδειξη της κυριότητας των απαλλοτριωθέντων ακινήτων45
.
3. Παθητική νομιμοποίηση
Σε περίπτωση άσκησης αγωγής κατά του φυσικού προσώπου, το οποίο ως όργανο του
Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προέβη στην παράνομη πράξη ή
παράλειψη, η αγωγή απορρίπτεται, καθόσον παθητικώς νομιμοποιούμενο σε αγωγή ενώπιον
των διοικητικών δικαστηρίων δύναται να είναι μόνο το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο
δημοσίου δικαίου46
.
Σε ορισμένες περιπτώσεις ενόψει της πολυπλοκότητας της σχετικής νομοθεσίας παρίσταται
εξαιρετικά δυσχερής ο προσδιορισμός του παθητικώς νομιμοποιούμενου προσώπου, στον
οποίο υποχρεούται να προβεί ο διάδικος, με αποτέλεσμα σε περίπτωση σφάλματος εκ μέρους
του να υφίσταται ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγής (ΔΕφΑθ 3622/2016)47. Η δυνατότητα
επανάσκησης του ενδίκου βοηθήματος θεραπεύει εν μέρει τον εν λόγω περιορισμό δικαστικής
προστασίας, χωρίς όμως να διαφαίνεται συγκεκριμένος τρόπος επίλυσης του προβλήματος,
αφού η πλήρωση της συγκεκριμένης δικονομικής προϋπόθεσης ενίοτε τυγχάνει εργώδης
ακόμα και για τον διοικητικό δικαστή48
. Όταν πρόκειται, επί παραδείγματι, για καταβολή
μειωμένων αποδοχών προσωπικού νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου κατ’ εφαρμογή
σχετικής νομοθεσίας, νομιμοποιούνται παθητικώς τόσο το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο
θεσμοθέτησε τις διατάξεις, όσο και το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το οποίο τις
εφάρμοσε49
. Έχει κριθεί επίσης ότι τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ έχουν εφαρμογή και για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων των ανεξάρτητων αρχών, υπό την έννοια ότι οι
αρχές αυτές ενέχονται σε αποζημίωση από τέτοιες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων τους,
εφόσον αυτές είτε έχουν ιδία νομική προσωπικότητα είτε, χωρίς να έχουν νομική
προσωπικότητα, έχουν, για την πραγμάτωση του σκοπού τους, οικονομική αυτοτέλεια σε
σχέση με το Δημόσιο. Στην περίπτωση όμως που δεν συντρέχει κάποια από τις πιο πάνω
προϋποθέσεις, η σχετική ευθύνη ανήκει στο Δημόσιο, το οποίο και νομιμοποιείται παθητικώς
ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων σε περίπτωση άσκησης σχετικής αγωγής50
.
Κρίσιμος για την μεν ύπαρξη παθητικής νομιμοποίησης είναι ο χρόνος άσκησης της αγωγής, για
την δε συνέχιση της δίκης μετά από καθολική διαδοχή ο χρόνος συζήτησής της. Έτσι, ένα μείζον
ζήτημα που ανακύπτει συχνά στη δίκη της αγωγής αποζημίωσης, για το οποίο ευθύνεται η
συσσώρευση εκκρεμών υποθέσεων και η εκδίκασή τους σε χρονικό διάστημα που απέχει πολύ
από το χρόνο κατάθεσης των δικογράφων, είναι η συνέχιση της δίκης από τους καθολικούς
διαδόχους των παθητικώς νομιμοποιούμενων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
Ειδικότερα, μετά το ν. 3852/2010 («Καλλικράτης»), οι συσταθείσες ως αυτοδιοικούμενα νομικά
πρόσωπα δημοσίου δικαίου αποτελούντα τον δεύτερο βαθμό τοπικής αυτοδιοίκησης
Περιφέρειες συνεχίζουν τις εκκρεμείς δίκες, στις οποίες ήταν παθητικά νομιμοποιούμενες οι
καταργηθείσες Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις, ως καθολικοί διάδοχοι αυτών, ενώ οι
Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, που δεν έχουν ίδια νομική προσωπικότητα, είναι καθολικοί
διάδοχοι των παλαιών Περιφερειών ως οργάνων αποκεντρωμένης μονάδας Διοίκησης του
Κράτους (κατ’ άρθρο 1 παρ.1 του ν. 2503/1997)
51
. Τα σχετικά ζητήματα ανακύπτουν με
ιδιαίτερη ένταση κατά την έρευνα του αρμοδίου για τη συντήρηση του συγκεκριμένου οδικού
δικτύου όργανο, εξαιτίας κακοτεχνίας του οποίου επήλθε η ζημία στον παθόντα, και συνεπώς
παθητικώς νομιμοποιούμενου νομικού προσώπου, αναλόγως με τη διάκριση της
συγκεκριμένης οδού σε εθνική, επαρχιακή και δημοτική ή κοινοτική, κατ’ εφαρμογή του ν.
3155/1955, του π.δ. 347/1993, του ν. 1892/1990 και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού
εκδοθεισών υπουργικών αποφάσεων, καθώς και του άρθρου 7 του Ν. 3481/2006, με τον οποίο
ρυθμίσθηκαν, εκ νέου, τα ζητήματα που αφορούν τον καθορισμό των κεντρικών και
περιφερειακών κρατικών οργάνων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, τα οποία είναι
αρμόδια για την κατασκευή, συντήρηση και εν γένει λειτουργία του οδικού δικτύου της
χώρας52
.
Επίσης, ο ιδρυθείς με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 του ν. 3918/2011 Εθνικός Οργανισμός
Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.), ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με ιδία και
αυτοτελή νομική προσωπικότητα, στον οποίο μεταφέρθηκαν και εντάχθηκαν ως υπηρεσίες,
αρμοδιότητες και προσωπικό και μόνον ως προς τις παροχές υπηρεσιών υγείας σε είδος (και όχι σε χρήμα), μεταξύ άλλων, ο κλάδος υγείας του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. (ΣτΕ 806/2015), είναι
καθολικός διάδοχος του εν λόγω κλάδου53
, ενώ ήδη κατά τα λοιπά έχει υπεισέλθει επίσης ως
καθολικός διάδοχος του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ).
Παρόμοιες ενοποιήσεις νομικών προσώπων, ιδίως ταμείων κύριας και επικουρικής ασφάλισης,
έχουν επέλθει με αλλεπάλληλα νομοθετήματα των τελευταίων ετών.
Τυχόν παράσταση στη δίκη και κατάθεση υπομνήματος από μη νομιμοποιούμενο παθητικώς
διάδικο επάγεται ως συνέπεια την κήρυξη της παράστασης άκυρης και την αποβολή του από τη
δίκη (πρβλ.ΣτΕ 2238-40/2015).
ΣΕΙΡΑ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΥΠΙΚΩΝ ΛΟΓΩΝ
Έχει υποστηριχθεί54 ότι οι διαδικαστικές προϋποθέσεις ελέγχονται με την εξής σειρά:
παράβολο, δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, νομιμοποίηση και εμπρόθεσμο. Η πάγια νομολογία που
ακολουθείται, σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ. 2 του ν. 1968/199155, είναι ότι η τυχόν γενομένη
νομιμοποίηση ή παράσταση των διαδίκων ή των πληρεξουσίων τους ενώπιον του αναρμοδίου
δικαστηρίου δεν λαμβάνεται υπόψη κατά την συζήτηση υπόθεσης ενώπιον του αρμοδίου
δικαστηρίου, αλλά πρέπει να γίνει στο δικαστήριο στο οποίο ως αρμόδιο παραπέμφθηκε η
υπόθεση σύμφωνα με την νομοθεσία που διέπει την ενώπιον τούτου διαδικασία (ΣτΕ Ολομ.
2530/1997)56. Συνεπώς, όλες οι δικονομικές προϋποθέσεις του παραδεκτού πρέπει να
εξετάζονται από το αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο δικαστήριο. Περαιτέρω, το απαράδεκτο
λόγω μη νομιμοποίησης του υπογράφοντος το δικόγραφο δικηγόρου, ως εκ της φύσης του,
αποκλείει οποιαδήποτε κρίση επί του δικογράφου αυτού και συνεπώς, προηγείται της κρίσης
περί του αρμοδίου να επιληφθεί της υπόθεσης Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας57
.
Τέλος, το δικαστικό ένσημο προηγείται της νομιμοποίησης (ΔΕφΑθ 5873/2015).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς αμφισβητήσεις σχετικά με το κατά πόσο οι ανωτέρω
διαδικαστικές προϋποθέσεις αποτελούν θεμιτούς συνταγματικά περιορισμούς του
δικαιώματος δικαστικής προστασίας, καθώς και εάν η αυστηρώς τυπική ερμηνεία από το
Συμβούλιο της Επικρατείας των σχετικών διατάξεων συνάδει με τη φύση της διαδικασίας ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ενόψει ιδίως της διαφορετικής, προς το
παρόν, δικονομίας των ακυρωτικών διαφορών και των διαφορών ουσίας. Η πλέον προφανής
εντύπωση, ωστόσο, είναι η ανασφάλεια του εφαρμοστή του δικαίου, ένεκα των πολλαπλών και
αλλεπάλληλων, ενίοτε δε και αλληλοαναιρούμενων, νομοθετικών επεμβάσεων στον Κώδικα
Διοικητικής Δικονομίας, με αποτέλεσμα, εκτός των άλλων, την σημαντική επιβάρυνση των
διοικητικών δικαστών, αντί της επιδιωκόμενης «επιτάχυνσης της διοικητικής δικαιοσύνης».
Ευχής έργον είναι η αποχή από περαιτέρω επεμβάσεις για εύλογο χρονικό διάστημα, αναγκαίο
προκειμένου να διαφανεί η αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων που επήλθαν και η ανάγκη
για τυχόν τροποποιήσεις αυτών.
___________________________________________________________________________
1 Η παρούσα αποτελεί εισήγηση που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο της ημερίδας «Ειδικά θέματα στην αγωγή αποζημίωσης», που οργανώθηκε στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών τον Μάρτιο του 2017.
2 Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, επί αγωγής αποζημίωσης τα διοικητικά δικαστήρια, αν δεν υπάρχει δεδικασμένο ως προς την νομιμότητα της εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης, επί της οποίας θεμελιώνεται η αξίωση προς αποζημίωση, ελέγχουν παρεμπιπτόντως την νομιμότητα της πράξης ή της παράλειψης αυτής. Συνεπώς, στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες κατά της διοικητικής πράξης ή παράλειψης προβλέπεται η άσκηση προσφυγής ουσίας ή αίτησης ακύρωσης, η οποία δεν έχει ασκηθεί, ο έλεγχος της νομιμότητας της εν λόγω πράξης ή παράλειψης από το δικαστήριο της αγωγής αποζημίωσης γίνεται εντός των ορίων που καθορίζουν οι κείμενες διατάξεις, οι οποίες ρυθμίζουν την προσφυγή ή την αίτηση ακύρωσης (ΣτΕ 841/2015, πρβλ. ΣτΕ 2260/2013 Ολομ., 2176/2012, 4109/2010). Για την διαφορά από την προσφυγή και την αίτηση ακύρωσης αναφέρεται το παραστατικό παράδειγμα της διοικητικής πράξης ως δέντρου, το οποίο η μεν αίτηση ακύρωσης ξεριζώνει, η δε προσφυγή ομοίως ξεριζώνει και ενίοτε διαμορφώνει και το έδαφος, ενώ η αγωγή απλώς αποκόπτει τα κλαδιά, δηλαδή τις συνέπειες (βλ. Ν. Σοϊλεντάκη, Η αγωγή στη διοικητική δικονομία, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα 2004, παρ. 10, σελ. 41.
3 Βλ. ειδικά για το θέμα της ενεργητικής νομιμοποίησης επί προσφυγής την ΔΕφ 401/2015 (ορθώς κατά την γνώμη μας) και την αντίθετη ΔΕφΑθ 1938/2015, η οποία απέρριψε ως απαραδέκτως προβαλλόμενο κατ’ έφεση σχετικό ισχυρισμό με την αιτιολογία ότι η αυτεπάγγελτη έρευνα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου διαγράφεται από τα όρια των άρθρων 79 παρ. 1 και 3 και 97 παρ. 1 του ΚΔΔικ, οι δε αυτεπαγγέλτως ελεγχόμενες πλημμέλειες προσδιορίζονται στην παρ. 1 σε συνδυασμό με την παρ. 3 του άρθρου 79 ΚΔΔικ, παραβλέποντας όμως το άρθρο 35 ΚΔΔικ, Διοικητική Δίκη τ. 5/2016, σελ. 686-687.
4 Για την μεταφορά αυτή και την κριτική που ασκήθηκε βλ. Ν. Σοϊλεντάκη, ο.π., παρ. 11, σελ. 44.
5 ΣτΕ 1500/2014 Ολομ., βλ. και ΑΕΔ 7/2004.
6 ΣτΕ 3144/2015, με παραπομπή και στην ΑΕΔ 5/2002.
7 ΣτΕ 554/2011, 4193/2011, 4270/2012, 30/2015 κ.ά, βλ. και 4/2011 Πρακτικό σε Ολομέλεια και Συμβούλιο.
8 Βλ. Ν. Χατζητζανή, Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, Εκδόσεις Α.Ν. Σάκκουλα, 2004, σελ. 203.
9 Βλ. Ν. Χατζητζανή, ο.π., σελ. 219, ΣτΕ 2803/2014.
10 Όπως έχει ήδη κριθεί (ΣτΕ Ολομ. 1375-6/2013), από τις διατάξεις των άρθρων 534, 637 και 638 του Εμπορικού Νόμου προκύπτει ότι από τη δημοσίευση της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευση και μέχρι το πέρας αυτής, ο πτωχεύσας παύει, κατ’ αρχήν, να νομιμοποιείται ενεργητικώς και παθητικώς και εκπροσωπείται, στις δίκες που αφορούν την πτωχευτική περιουσία, από τον σύνδικο της πτώχευσης, δυνάμενος μόνο κατ’ εξαίρεση να ασκήσει ένδικα βοηθήματα και μέσα υπό τους όρους του άρθρου 24 παρ. 4 του Κ.Δ.Δ., δηλαδή για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος, λόγω της αδράνειας ή της αδυναμίας του συνδίκου της πτώχευσης να ενεργήσει δικαστικώς, όπως τούτο διαπιστώνεται από το δικαστή που χορηγεί τη σχετική άδεια στον πτωχό. Περαιτέρω, από την κήρυξη της παύσης των εργασιών της πτώχευσης, λόγω έλλειψης ενεργητικού περιουσίας, εξακολουθεί μεν να υπάρχει η πτώχευση, τελεί, όμως, σε αδράνεια, κατά τη διάρκεια της οποίας παύει το λειτούργημα του συνδίκου, καθώς και η διαχείριση από αυτόν της πτωχευτικής περιουσίας, την οποία αναλαμβάνει ο πτωχός, ο οποίος νομιμοποιείται πλέον να ασκεί τα δικαιώματά του τόσο ενεργητικά, όσο και παθητικά και να παρίσταται επί δικαστηρίου προσωπικώς χωρίς τη σύμπραξη του συνδίκου (ΣτΕ 2803/2014, πρβλ. ΣτΕ 3328/2015, ΣτΕ Ολομ. 1375/2013).
11 Έναρξη ισχύος από τη δημοσίευση του νόμου (22.12.2016), σύμφωνα με το άρθρο 32 αυτού.
12 ΣτΕ 1753/2014 και 3879/2015 αντίστοιχα. Ειδικότερα, με την πρώτη εξ αυτών κρίθηκε ότι από τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 3 και της παρ. 4 του άρθρου 14 του ν. 1599/1986 συνάγεται ότι τα ενώπιον των δικαστηρίων προσκομιζόμενα από τους διαδίκους ανεπικύρωτα φωτοαντίγραφα εγγράφων, εάν δεν συνοδεύονται από την, κατ’ άρθρο 8 του ν. 1599/1986, υπεύθυνο δήλωση, ώστε να έχουν αποδεικτική ισχύ ίση προς το πρωτότυπο των εγγράφων αυτών, δεν αποτελούν αποδεικτικά έγγραφα των στοιχείων που διαλαμβάνονται σε αυτά (ΣτΕ 1088-1089/2003, 2283/2000 Ολομ., 2151/2000 Ολομ. πρβλ. ΑΕΔ 92/1991 και 48/1997). Επομένως, απλά ανεπικύρωτα φωτοαντίγραφα νομιμοποιητικών εγγράφων δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν για τη νομιμοποίηση του φερομένου ως πληρεξουσίου δικηγόρου (ΣτΕ 1682/2011, 1396/2010, 2785/2007, 2293, 228/2006, 2834/1998 και 741/1991).
13 ΣτΕ 1432/2009, ΔΕφΑθ 787/2015.
14 Δημόσιο, Ο.Τ.Α., ΝΠΔΔ, Δικαστήρια (όλων των βαθμών), ΝΠΙΔ που ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται τακτικώς, δημόσιες επιχειρήσεις και επιχειρήσεις των ΟΤΑ.
15 ΣτΕ 168/2012.
16 ΣτΕ 1677/2016.
17 ΣτΕ 3410/2010 υπό το καθεστώς του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας.
18 Βλ. Δ. Ράικο, ο.π., σελ. 122 επ., Ν. Σοϊλεντάκη, ο.π., σελ. 150 επ., Διαγράμματα Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σελ. 364, Γ. Παπαγιαννόπουλο, Ο κώδικας διοικητικής δικονομίας και η «αγωγή», Διοικητική Δίκη 2001.1121.
19 Βλ. Ν. Σοϊλεντάκη, Η άσκηση δευτέρας αγωγής και προσφυγής στα Διοικητικά Δικαστήρια, Διοικητική Δίκη 2008.1401.
20 Βλ. Θ. Ψυχογυιού, Η άσκηση δεύτερης προσφυγής κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, δημοσίευση στη ΝΟΜΟΣ, σελ. 15.
21 ΣτΕ 3351/2012 (obiter dictum).
22 Το άρθρο 45 προβλέπει τα essentialia negotii για κάθε δικόγραφο, ενώ το άρθρο 73 ειδικώς για την αγωγή.
23 ΣτΕ 175/2017. Βλ. και ΣτΕ 1032/2009, όπου κρίθηκε ότι η αναπλήρωση της ελλείπουσας υπογραφής δικηγόρου από το εισαγωγικό δικόγραφο, είναι επιτρεπτή μόνο στην περίπτωση που το πρόσωπο του πληρεξουσίου δικηγόρου και η σοβαρότητα της πρόθεσής του συνάγονται από πράξεις ή δικόγραφα του χρόνου κατάθεσης του εν λόγω εισαγωγικού δικογράφου και όχι από μεταγενέστερα δικόγραφα ή μεταγενέστερες διαδικαστικές πράξεις σχετιζόμενες ή απορρέουσες από αυτό.
24 Πρβλ. ΣτΕ 1485/2009, 2258/1999.
25 ΣτΕ 201/2014. Βλ. και Γ. Παπαγιαννόπουλο, ο.π., όπου και υποστηρίζεται η άποψη ότι δεν απαιτείται να περιλαμβάνεται μεταξύ των στοιχείων και η νομική βάση της αγωγής, καθόσον η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον ορθό κανόνα δικαίου γίνεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Βλ. και ΣτΕ 740/2001.
26 ΣτΕ 7/2016.
27 ΣτΕ 1284/2016.
28 ΣτΕ 2654/2014. Περισσότερα για την αοριστία του δικογράφου της αγωγής, βλ. Δ. Ράικο, Το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2010, Κεφάλαιο ΙΙΙ παρ. 1, σελ. 43 επ.
29 ΣτΕ 615/2012.
30 ΣτΕ 737/2016, 2279/2014, 1766/2012 κ.α.
31 Βλ. Ν. Σοϊλεντάκη, ό.π., παρ. 17, σελ. 63 και τις εκεί παραπομπές.
32 Βλ. ΔΕφΑθ 2588/2016, η οποία έκρινε συναφώς ότι η εκδοχή ότι και η αναστολή της προόδου της δίκης προϋποθέτει την αυτοπρόσωπη παράσταση του διαδίκου ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου αντιβαίνει στο πνεύμα του νόμου αλλά και στη ρητή και ειδικότερη διάταξη του άρθρου 274 παρ. 3 ΚΔΔικ. Αντιθέτως όμως έμμεσα η ΔΕφΑθ 2625/2013. Παρατηρείται ότι και στις δύο περιπτώσεις επρόκειτο για έλλειψη παράστασης με οποιονδήποτε τρόπο (συνελόντι επείν για έλλειψη νομιμοποίησης του πληρεξουσίου δικηγόρου) και όχι για έλλειψη αυτοπρόσωπης παράστασης.
33 Βλ. Ν. Σοϊλεντάκη, Αναγνωριστική αγωγή και δικαστικό ένσημο στη διοικητική δίκη, Διοικητική Δίκη 2014.13, όπου υποστηρίζεται η αρνητική άποψη.
34 Βλ. και ΣτΕ 2365/2016, με την οποία κρίθηκε ότι υπάρχει ταυτότητα διαφοράς, όταν η πρώτη αγωγή που απορρίφθηκε είχε καταψηφιστικό αίτημα, στη συνέχεια δε ασκείται η ίδια αγωγή με αναγνωριστικό αίτημα. Η δεύτερη αυτή αναγνωριστική αγωγή είναι απαράδεκτη, διότι το καταψηφιστικό αίτημα της πρώτης αγωγής εμπεριέχει και αναγνωριστικό αίτημα.
35 Βλ. και ΣτΕ 3663/2014.
36 Ως προς το κρίσιμο νομοθετικό καθεστώς για την εφαρμογή διάταξης, με την οποία επιβλήθηκε υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου (παρ. 10 του άρθρου 4 του ν. 2479/1997 για τις προσφυγές με καταψηφιστικό αίτημα) βλ. ΣτΕ 4264/2013 (επταμελούς), με την οποία κρίθηκε ότι η ρύθμιση καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς κατά τη δημοσίευση του νόμου υποθέσεις, παρά την έλλειψη σχετικής διάταξης, με την αιτιολογία ότι «με τον νεώτερο νόμο θεσπίζεται μία γενικής ισχύος διαδικαστική προϋπόθεση, συνδεόμενη αποκλειστικά με την συζήτηση της υποθέσεως, η οποία, ως εκ τούτου, καταλαμβάνει όλες, χωρίς εξαίρεση, τις μετά ταύτα συζητούμενες υποθέσεις, ανεξάρτητα από τον χρόνο καταθέσεώς τους, δεδομένου ότι ο χρόνος αυτός δεν συνδέεται με την επίμαχη διαδικαστική ενέργεια. Θα αποτελούσε δε, αντιθέτως, δυσδικαιολόγητη εξαίρεση η διαφορετική μεταχείριση υποθέσεων συζητουμένων κατά την αυτή δικάσιμο, ανάλογα με τον, μη κρίσιμο εν προκειμένω, χρόνο εισαγωγής τους στο δικαστήριο, εν σχέσει προς διαδικαστική προϋπόθεση συναπτόμενη ακριβώς με την εν λόγω συζήτηση». Όμοια κρίση διέλαβε και η ΔΠΑθ 8747/2010 (με σχετική μειοψηφία), με την οποία κρίθηκε ότι, εφόσον έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο είναι δυνατή, κατ’ άρθρο 75 παρ. 2 Κ.Δ.Δ. και η μετατροπή του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, οπότε δεν υφίσταται πλέον υποχρέωση προς καταβολή, κρίσιμος είναι ο χρόνος συζήτησης της αγωγής.
37 Βλ. σχετ. και την υπ’ αριθ. 1256/22.6.2016 επιστολή της Συντονιστικής Επιτροπής Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας προς τους αρμόδιους Υπουργούς.
38 ΣτΕ 2607/2013.
39 ΔΕφΑθ 571/2014, 1555/2012, ΔΠΗρ 787/2015, ΔΠΠειρ 2285/2014. Είναι διαφορετικό το ζήτημα της απόρριψης ενδίκου βοηθήματος ελλείψει δικαιοδοσίας είτε από τα πολιτικά είτε από τα διοικητικά δικαστήρια, οπότε δυνάμει της ειδικής διάταξης του άρθρου 9 παρ. 4 του ν. 1649/1986 συνυπολογίζεται το ήδη καταβληθέν δικαστικό ένσημο για την επανάσκηση του ενδίκου βοηθήματος ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων (ΣτΕ 1570/2012, ΔΕφΘεσ 268/2015, ΔΕφΑθ 2990/2016, 1766/2016, 2612/2014 κ.α.)
40 Βλ. Ν. Χατζητζανή, ο.π., σελ. 528 και 578, και σελ. 472 επί προσφυγής, με το παράδειγμα ότι υπάρχει έννομο συμφέρον αλλά όχι ενεργητική νομιμοποίηση όταν, επί έκδοσης πράξης επιβολής εισφορών για την ασφαλιστική τακτοποίηση εργαζομένου, στη δίκη που ανοίγει κατόπιν άσκησης προσφυγής μεταξύ του ασφαλιστικού φορέα και του εργοδότη ο εργαζόμενος, αν και έχει έννομο συμφέρον, δε νομιμοποιείται ενεργητικά παρά μόνο προς άσκηση πρόσθετης παρέμβασης και τούτο, μόνο εάν ασκήσει προσφυγή ο φορέας. Επίσης, Διαγράμματα Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, ο.π., σελ. 362, και Ν. Σοϊλεντάκη, ο.π., αριθ. 15 και 16, σελ. 52 επ.
41 Ειδικότερα, κρίθηκε ότι το συμφέρον της (ήδη αναιρεσείουσας) εργοδότριας επιχείρησης να προβάλει λόγους αναγόμενους στην παραβίαση, από τις διατάξεις που διέπουν στην ασφάλιση στον ασφαλιστικό φορέα, δικαιωμάτων κατοχυρωμένων από το Σύνταγμα όχι υπέρ του εργοδότη επιχειρηματία, αλλά υπέρ των εργαζομένων, και στην ισχύ των εν λόγω διατάξεων, που παραβιάζουν κατά τους ισχυρισμούς της τα δικαιώματα αυτά, δεν είναι άμεσο, αλλά έμμεσο, διότι παρεμβάλλεται το συμφέρον των εργαζομένων στην επιχείρηση, οι οποίοι και μόνον θα είχαν άμεσο έννομο συμφέρον να προβάλουν τους συγκεκριμένους λόγους ασκώντας τα οικεία ένδικα βοηθήματα. Συνεπώς, η αγωγή της επιχείρησης, η οποία στηριζόταν στην ενόψει των λόγων αυτών παρανομία των πράξεων των οργάνων του ασφαλιστικού φορέα να ασφαλίσουν τους απασχολουμένους στην επιχείρησή της, ήταν απορριπτέα ως απαράδεκτη.
42 ΣτΕ 3531/2013, 277/2006, 3688/2005 κ.ά.
43 ΔΕφΑθ 1509/2016.
44 ΔΕφΑθ 3265/2015.
45 ΔΕφΑθ 2182/2014.
46 Συντρέχει, παράλληλα, και έλλειψη δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων, βλ. Ν. Σοϊλεντάκη, ο.π., παρ. 81 Β, σελ. 293. Βλ. επίσης Δ. Ράικο, ο.π., σελ. 89 επ., και Παπαγιαννόπουλο, ο.π., σελ. 1131. Βλ. και ΑΕΔ 53/1995.
47 Βλ. ΣτΕ 2816/2015, με την οποία το Δικαστήριο επέδειξε μεγάλη αυστηρότητα κρίνοντας ότι «οι νομοθετικές μεταβολές στην διοικητική οργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών, που με τις εισαγόμενες ρυθμίσεις τους δυσχεραίνουν τον καθορισμό του προσώπου κατά του οποίου πρέπει να στραφεί κατά το άρθρο 72 ΚΔΔ η αγωγή αποζημιώσεως, δεν επιτρέπουν την μεταβολή από τον δικαστή της αγωγής αποζημιώσεως του δικογράφου της ως προς τον καθ’ου στρέφεται αυτή, είναι δε διάφορο ζήτημα αν η αποτυχία παροχής ένδικης προστασίας εξ αιτίας των μεταβολών αυτών και η, εξ αυτού του λόγου, πρόκληση ζημίας μπορεί να προκαλέσει ευθύνη του Δημοσίου υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 ΕΙΣΝΑΚ» (με σχετ. μειοψηφία, που επικαλέστηκε και σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ (απόφαση της 26.7.2011, Georgel and Georgeta Stoicescu κατά Ρουμανίας), σύμφωνα με την οποία επί αστικής ευθύνης φορέα δημοσίου δικαίου υπάρχει θετική υποχρέωση του Κράτους να διευκολύνει τον προσδιορισμό του εναγομένου κατά του οποίου στρέφεται η σχετική αγωγή. Ειδικότερα, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η ανυπαίτια αδυναμία προσδιορισμού του εναγομένου, οφειλόμενη σε ανακατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των αρμοδίων τοπικών αρχών και στη μη προφανή ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας περί της παθητικής νομιμοποιήσεως επί αγωγής αποζημιώσεως για ζημία προκληθείσα από παράνομες ενέργειες των αρμοδίων αρχών, στερεί τον προσφεύγοντα πραγματικής και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και, συνεπώς, παραβιάζει το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ).
48 Το θέμα μάλιστα περιπλέκεται έτι περαιτέρω σε υποθέσεις όπου ασκεί επιρροή και τυχόν μεταφορά αρμοδιοτήτων (έτσι ενδεικτικά η ΣτΕ 3436/2015, ΔΕφΑθ 2307/2016 σύμφωνα με το άρθρο 283 παρ. 2 του ν. 3852/2010).
49 ΣτΕ Ολομ. 4741/2014.
50 ΣτΕ 2783/2015, με την οποία κρίθηκε ότι επί παράνομων ενεργειών οργάνων του ΑΣΕΠ νομιμοποιείται παθητικώς το Δημόσιο, ΔΕφΑθ 2988/2016 κ.α.
51 Ενδεικτικά βλ. ΔΕφΘεσ 607/2017, 728/2016, ΔΕφΑθ 51/2017 κ.α. Επίσης πραγματοποιήθηκαν και συγχωνεύσεις Δήμων, βλ. ΔΕφΑθ 232/2014 κ.α.
52 Βλ. ΔΕφΑθ 2307/2016 για την ανάληψη, μετά τη μεταφορά των σχετικών αρμοδιοτήτων στη μητροπολιτική Περιφέρεια Αττικής, όλων των υφιστάμενων υποχρεώσεων του ελληνικού Δημοσίου, που συνδέονται με τις περιελθούσες σε αυτήν αρμοδιότητες.
53 ΣτΕ 4137/2015, πρβλ. ΣτΕ 3396/2012.
54 Βλ. Ν. Σοϊλεντάκη, ό.π., παρ. 7, σελ. 21.
55 Στο άρθρο αυτό ορίζεται, ότι επί παραπομπής υπόθεσης από διοικητικό δικαστήριο σε άλλο λόγω αρμοδιότητας «… η κρίση περί της νομιμοποιήσεως ή παραστάσεως των διαδίκων ή των πληρεξουσίων, περί της καταβολής των τελών και παραβόλου και γενικώς, περί της εγκυρότητας του δικογράφου ή του παραδεκτού του ενδίκου μέσου ανήκει στο αρμόδιο δικαστήριο».
56 ΣτΕ 2394/2016, 2293/2016 κ.α. Βλ. και ΣτΕ 4023/1998, σύμφωνα με την οποία κατά το γράμμα και την έννοια της ιδίας διάταξης, αυτή έχει πεδίο εφαρμογής μόνο στις περιπτώσεις που το ένδικο μέσο παραπέμπεται από αναρμόδιο δικαστήριο σε αρμόδιο, όχι δε και επί παραπομπής μεταξύ δικαστικών σχηματισμών του ιδίου δικαστηρίου, όπως στις περιπτώσεις που ένδικο μέσο παραπέμπεται από αναρμόδιο Τμήμα του Συμβουλίου Επικρατείας στο κατά την κρίση του αρμόδιο.
57 ΣτΕ 2637/2009, η οποία, όμως, παρέπεμψε κατά το μέρος που αφορούσε διαφορά ουσίας στο αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο Μεσολογγίου, 1802/08 κ.α.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου