Σελίδες

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

ΕφΘεσ 1994/17 : Δικηγόροι - Αμοιβή - Κληρονομητό - Συμφωνίες υπό αίρεση για την αμοιβή δικηγόρου. Σύμβαση εντολής δικηγόρου για την άσκηση προσφυγών ενώπιον των ΔιοικΔικαστηρίων κατά πράξεων της Φορολογικής Αρχής - Συμφωνία καταβολής της ελάχιστης δικηγορικής αμοιβής υπό την αναβλητική αίρεση της επιτυχούς έκβασης της διοικητικής δίκης


ΕφΘεσ 1994/17 : Δικηγόροι - Αμοιβή - Κληρονομητό - Συμφωνίες υπό αίρεση για την αμοιβή δικηγόρου. Σύμβαση εντολής δικηγόρου για την άσκηση προσφυγών ενώπιον των Διοικ. Δικαστηρίων κατά πράξεων της Φορολογικής Αρχής - Συμφωνία καταβολής της ελάχιστης δικηγορικής αμοιβής υπό την αναβλητική αίρεση της επιτυχούς έκβασης της διοικητικής δίκης. Ακυρότητα παραίτησης δικηγόρου από κάθε απαίτησή του για δικηγορική αμοιβή.  Θάνατος δικηγόρου - Άσκηση της αξίωσης για την αμοιβή του θανόντος δικηγόρου από κληρονόμo του - Λύση της σύμβασης εντολής με το θάνατο - Αμεταβίβαστο το δικαίωμα λήψης αμοιβής. Δεκτή η έφεση. Απορρίπτει την αγωγή.


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 1994/2017

Πρόεδρος: Μαργαρίτα Νικάκη

Η υπό κρίση, με αριθ. έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ........../6.11.2015 και με αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του παρόντος Δικαστηρίου ............/19.11.2015, έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας ενάγουσας κατά της .........../2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία που ακολουθείται για την επίλυση των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας (άρθρα 677 επ. Κ.Πολ.Δ, ως είχαν πριν την έμμεση κατάργησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 και που εφαρμόζονται όμως στην προκείμενη περίπτωση ως εκ του χρόνου άσκησης της ένδικης αγωγής), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, πριν την επίδοση της εκκαλουμένης που έγινε στις 11.12.2015 (βλ. τη με αριθ. ........../11.12.2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Β. Σ.), με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 6.11.2015 (άρθρα 495 επ., 499, 511, 513 παρ. 1β' 518 παρ. 1 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Επομένως, φερόμενη νομίμως στο Δικαστήριο αυτό, που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρα 498 και 19 Κ.Πολ.Δ., όπως το τελευταίο ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 72 παρ. 13 Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλομένων λόγων της, κατά την αυτή ως άνω διαδικασία (άρθρα 532, 533 παρ. 1 και 681 Κ.Πολ.Δ.), δεδομένου, επιπρόσθετα, και του ότι δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους της εκκαλούσας (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. τελευταίο Κ.Πολ.Δ.).
Με τη με αριθ. Κατάθεσης ............/11.10.2013 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εξέθετε ότι ο αποβιώσας την 20η.3.2013 σύζυγός της Α. – Μ. Λ., δικηγόρος Θεσσαλονίκηςμέχρι και την 31.12.2012, οπότε και παραιτήθηκε προς συνταξιοδότηση, είχε αναλάβει από το έτος 2005 και εντεύθεν, σε εκτέλεση εντολής της εναγομένης, τη διεκπεραίωση των αναφερομένων δικαστικών της υποθέσεων ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών δικαστηρίων (άσκηση προσφυγών), για τις οποίες δικαιούταν να λάβει ως αμοιβή, βάσει των προβλεπομένων από τον προισχύσαντα Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) ελαχίστων ορίων αμοιβών, το συνολικό ποσό των 291.030,48 ευρώ. Ότι, ειδικότερα, σχετικά με το θέμα της αμοιβής είχε συμφωνηθεί μεταξύ των ανωτέρω (εντολέως και εντολοδόχου δικηγόρου) ότι η εναγομένη θα κατέβαλε στον σύζυγό της, πριν τη διενέργεια κάθε αναγκαίας διαδικαστικής πράξης, τα έξοδα άσκησης και εκδίκασης αυτής, ήτοι τα σχετικά παράβολα, ένσημα και την ελάχιστη προεισπραττόμενη από τον δικηγορικό σύλλογο αμοιβή (διπλότυπα παραστάσεων) και, σε περίπτωση επιτυχούς κατάληξης των υποθέσεων, αν δηλαδή γίνονταν δεκτές οι προσφυγές και ακυρώνονταν ολικά ή μερικά με τελεσίδικες αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων οι προσβαλλόμενες με τις προσφυγές πράξεις της φορολογούσας αρχής, τότε η εναγομένη θα του κατέβαλε την ελάχιστη νόμιμη, βάσει του Κώδικα περί Δικηγόρων, αμοιβή Ότι επί των προσφυγών εκδόθηκαν, αρχικά μεν από το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης οι αναφερόμενες αποφάσεις, που παρέπεμψαν τις υποθέσεις προς εκδίκαση ενώπιον του αρμοδίου (μετά τις σχετικές τροποποιήσεις του ΚωΔιοικΔικ) Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης και, ακολούθως, οι αναφερόμενες αποφάσεις του τελευταίου Δικαστηρίου, με τις οποίες έγιναν τελεσίδικα δεκτές όλες οι ασκηθείσες προσφυγές και ακυρώθηκαν όλα τα προσβληθέντα φύλλα ελέγχου της φορολογούσας Αρχής. Ότι, πάντως, κατά την εκδίκαση των προσφυγών ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης στις 22.1.2013, παραστάθηκε ως δικηγόρος της εναγομένης ο δικηγόρος Θεσσαλονίκης Χ. Α., συνεργάτης του συζύγου της, ο οποίος και υπέγραψε τα σχετικά υποβληθέντα προς το Δικαστήριο υπομνήματα, λόγω της εν τω μεταξύ παραιτήσεως του συζύγου της από την ενεργό δικηγορία. Ότι, επομένως, από την τελεσίδικη επιτυχή κατάληξη των υποθέσεων και την επίδοση των αποφάσεων που έλαβε χώρα στις 24.9.2013, επήλθε η πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης υπό την οποία τελούσε η αξίωση του συζύγου της προς λήψη της δικηγορικής αμοιβής. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε η ενάγουσα να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει, ως μοναδική εκ διαθήκης κληρονόμο της αξίωσής του αυτής, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής, σύμφωνα με την αξία του αντικειμένου των δικών, κυρίως μεν βάσει των διατάξεων του προισχύσαντος Κώδικα περί Δικηγόρων, το άνω ποσό των 291.030,48 ευρώ, άλλως, δε, ζητούσε να υποχρεωθεί να της καταβάλει το ποσό των 213.376,42 ευρώ βάσει των διατάξεων του νυν ισχύος Κώδικα περί Δικηγόρων και, τέλος, με τη δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής ζητούσε να υποχρεωθεί η τελευταία στην καταβολή των προαναφερομένων ποσών βάσει των διατάξεων περί του αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθόσον από την αποφυγή καταβολής των ελάχιστων νομίμων αμοιβών, που θα κατέβαλε προς οποιονδήποτε τρίτο δικηγόρο - εντολοδόχο, κατέστη (η εναγομένη) αδικαιολογήτως πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του αποβιώσαντος. Επί της αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η εκκαλουμένη 10649/2015 οριστική απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, ως προς όλες τις βάσεις της, ως ενεργητικά ανομιμοποίητη. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται η εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεση και ζητά, για τους σ' αυτή διαλαμβανόμενους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνε! δεκτή η αγωγή Οι λόγοι τούτοι της έφεσης είναι παραδεκτοί και πρέπει να ερευνηθούν και από ουσιαστική άποψη. Κατά μεν το άρθρο 91 παρ. 1 του ν.δ/τος 3026/1954 "περί του Κώδικος των Δικηγόρων", που έχει εν προκειμένω εφαρμογή ως εκ του χρόνου κατάρτισης της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης εντολής και του χρόνου εκτέλεσης αυτής" (βλ, και ΑΠ 441/2016 ΤΝΠ Νόμος), "ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει παρά του εντολέως αυτού, πλην της δαπάνης, δικαστηριακής ή άλλης, την οποίαν εξ ιδίων κατέβαλε, και αμοιβήν δια πάσαν εργασίαν αυτού δικαστικήν ή εξώδικον, κατά δε το άρθρο 92 παρ. 1 του ίδιου κώδικα "τα της αμοιβής του δικηγόρου κανονίζονται κατά συμφωνίαν μετά του εντολέως αυτού, εν ουδεμία όμως περιπτώσει επιτρέπεται η αμοιβή να υπολείπεται των εν άρθρω 98 και επόμενα ελάχιστων ορίων" Σύμφωνα δε με το εδ. β' της τελευταίας αυτής διάταξης, που είχε προστεθεί με το άρθρο 5 παρ. 3 ν.δ/τος 4272/1962 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 ν. 1093/1980 "πάσα συμφωνία περί λήψεως μικροτέρας αμοιβής είναι άκυρος ανεξαρτήτως χρόνου συνάψεώς της". Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών, οι οποίες αποσκοπούν, όχι μόνο στην προστασία του ιδιωτικού συμφέροντος του δικηγόρου, ως εργαζομένου, αλλά και στην κατοχύρωση του κύρους του δικηγόρου ως θεράποντος του δημοσίου συμφέροντος, προκύπτει ότι η αμοιβή του δικηγόρου κανονίζεται με συμφωνία αυτού και του εντολέως του, η οποία μπορεί να αφορά μία μόνο κατ’ ιδίαν πράξη ή το σύνολο των πράξεων που αφορούν συγκεκριμένη υπόθεση. Και, αν δεν καταρτίστηκε συμφωνία για την αμοιβή, ο δικηγόρος δικαιούται ως αμοιβή τα ελάχιστα όρια αυτής, που ορίζονται από τα άρθρα 98 και επ. του κώδικα περί δικηγόρων. Η σύμβαση μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του, με την οποία ο δεύτερος αναθέτει στον πρώτο τον δικαστικό ή εξώδικο χειρισμό μιας υπόθεσής του και αναλαμβάνει την υποχρέωση να του καταβάλει για το σύνολο των ενεργειών του ορισμένη αμοιβή, είναι καθαρή και δεν τελεί υπό την αίρεση της επιτυχούς έκβασης της δίκης (άρθρο 92 παρ. 3, 4 και 5 κώδικα περί δικηγόρων). Κάθε συμφωνία για λήψη κατώτερης αμοιβής από τα ανωτέρω καθοριζόμενα όρια είναι άκυρη, ανεξάρτητα από τον χρόνο σύναψής της (πριν ή μετά την εκτέλεση της συμφωνημένης εργασίας) και τη μορφή υπό την οποία συνάπτεται (άφεση χρέους κατά το άρθρο 454 Α.Κ., παραίτηση κατά το άρθρο 156 Α.Κ ή άλλη συμφωνία) και θεωρείται, κατά τα άρθρα 174 και 180 Α.Κ., ως μη γενομένη (Ολ.ΑΠ 10/2012, ΑΠ 441/2016 ό.π.). Ο δικηγόρος, παρά τη συμφωνία αυτή, δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του για κάθε εργασία του, δικαστική ή εξώδικη, τα από τον νόμο οριζόμενα ελάχιστα όρια αμοιβής, ο δε εντολέας του δεν μπορεί να αντιτάξει κατά της απαίτησής του ότι έχει συμφωνηθεί μικρότερη αμοιβή, αφού η συμφωνία αυτή είναι άκυρη (ΑΠ 523/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 259/2011), Ως κρίσιμος χρόνος για τη θεμελίωση του δικαιώματος του δικηγόρου για την απόληψη αμοιβής λαμβάνεται εκείνος της παροχής της σχετικής υπηρεσίας του, αφότου και παράγεται η σχετική αξίωσή του, ανεξαρτήτως εάν, μετέπειτα, ο εντολέας ανακαλεί την προς τον δικηγόρο εντολή (ΑΠ 289/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 377/2014 Δικογρ 2015, 221). Επιτρέπεται, όμως, συμφωνία, μεταξύ του δικηγόρου και του εντολέα του, η οποία εξαρτά τον χρόνο καταβολής της ανωτέρω αμοιβής από οποιαδήποτε αναβλητική αίρεση (ΑΠ 289/2015 ό.π.). Η αναβλητική αίρεση από την πλήρωση της οποίας εξαρτήθηκε με τη σύμβαση η υποχρέωση του εντολέα προς πληρωμή της αμοιβής, δηλαδή το απαιτητό αυτής, δεν μεταβάλλει τη σύμβαση του δικηγόρου με τον εντολέα σε σύμβαση εργολαβίας (ΑΠ 1126/1987 ΕΕΝ 1988, 600). Βάσει των όσων ανωτέρω αναφέρονται, η αγωγή, που είναι κατ' αρχάς επαρκώς ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα από τον νόμο απαιτούμενο για την πληρότητα του περιεχομένου της στοιχεία - απορριπτομένου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης (βλ. σχετικά τις ΑΠ 441/2016, ΑΠ 523/2016, ΑΠ 170/2016 σε ΤΝΠ Νόμος)- είναι παραδεκτή και βάσιμη νομικά κατά την κύρια θεμελίωση της, με επιφύλαξη ως προς όσα κατωτέρω αναφέρονται, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 91 παρ. 1. 92 παρ. 1, 98, 99, 100,103, 107 παρ. 1 του εφαρμοστέου εν προκειμένω Κώδικα περί Δικηγόρων, ήτοι του ν.δ/ τος 3026 της 6/8 Οκτωβρίου 1954, καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 201, 361, 346, 713 επ., 1710 επ. ΑΚ και 176 Κ.Πολ.Δ., καθώς, κατά τα ιστορούμενα στο δικόγραφό της, η ένδικη σύμβαση εντολής καταρτίστηκε και εκτελέστηκε πριν ακόμη τεθεί σε ισχύ ο νέος Κώδικας Δικηγόρων, με τη δημοσίευσή του, στις 27.9.2013 (ΦΕΚ Α' 208), στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (βλ. και άρθρο 166 παρ. 3 αυτού). Το επί μέρους, όμως, αγωγικό κονδύλιο περί επιδίκασης αμοιβής ποσού 72.757,62 ευρώ για τη σύνταξη υπομνήματος (προτάσεων) κατά τη συζήτηση, στις 22.1.2013, των προσφυγών ενώπιον του (δικάζοντος σε πρώτο και τελευταίο βαθμό) Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης (υπό στοιχ, γ΄ κονδύλιο της αγωγής), είναι αβάσιμο κατά νόμο και απορριπτέο. Τούτο, δε, καθόσον κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 100 επ. ν:δ/τος 3026/1954, της οποίας γίνεται λόγος "για τη σύνταξη", το δικαίωμα του δικηγόρου να απαιτήσει την προβλεπόμενη από τις εν λόγω διατάξεις αμοιβή προϋποθέτει ολοκληρωμένη την ενέργεια σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση για την οποία προβλέπεται η εν λόγω αξίωσή του και, ειδικότερα, διατύπωση από τον δικηγόρο του περιεχομένου του οικείου διαδικαστικού εγγράφου και υπογραφή του από τον ίδιο. Η νομική αυτή παραδοχή δεν αναιρείται από το άρθρο 173 του ίδιου Κώδικα, κατά τους ορισμούς του οποίου "Η υπογραφή εγγράφου παρά δικηγόρου χορηγεί αυτώ το δικαίωμα της κατά τον παρόντα νόμον πλήρους δια την σύνταξιν του εγγράφου αμοιβής". Με το άρθρο τούτο ορίζεται, ως επιπρόσθετη προϋπόθεση, για να δικαιούται ο δικηγόρος της απόληψης της προβλεπομένης αμοιβής, η υπογραφή του δικογράφου της αγωγής, το περιεχόμενο της οποίας εκείνος έχει διατυπώσει, με την οποία και ολοκληρώνεται η σύνταξή της. Μόνο η σύνταξη του κειμένου αυτής ή η υπογραφή της δεν αρκεί. Με τη ρύθμιση αυτή γίνεται αντιδιαστολή προς εκείνη των προηγουμένων άρθρων 160 και 161, με τα οποία προβλέπεται αμοιβή για τη σύνταξη έκθεσης για τον έλεγχο τίτλων ιδιοκτησίας ακινήτου (άρθρο 160) ή ιδιωτικών εγγράφων ή σχεδίων δημοσίων εγγράφων για κάθε είδους δικαιοπραξίες (άρθρο 161), χωρίς να απαιτείται στις περιπτώσεις αυτές και η υπογραφή του δικηγόρου για τη λήψη της αμοιβής του. Προς την ακολουθούμενη ερμηνεία του άρθρου 173 του Κώδικα Περί Δικηγόρων συμπορεύεται και το άρθρο 51 παρ 1, 3 του ίδιου Κώδικα, με το οποίο τιμωρείται πειθαρχικώς, τουλάχιστον με πρόστιμο, ο δικηγόρος που υπογράφει γνωμοδοτήσεις, δικόγραφα ή άλλα έγγραφα, τα οποία δεν έχουν συνταχθεί από εκείνον ή για τα οποία δεν διασκέφτηκε με τον συντάκτη τους. Η απόληψη αμοιβής για πειθαρχικώς ελεγχόμενη δικαστική ενέργεια δεν ανταποκρίνεται στη νομοθετική βούληση και δεν δικαιολογείται (ΟλΑΠ 9/2008, ΑΠ 2193/2014 ΤΝΠ Νόμος). Εν προκειμένω, και αληθούς υποτιθεμένου του ισχυρισμού της ενάγουσας ότι συντάκτης των εγγράφων υπομνημάτων ήταν ο αποβιώσας σύζυγός της, εφόσον δεν υπήρξε ολοκληρωμένη ενέργεια αυτού και, ειδικότερα, τόσο η διατύπωση του περιεχομένου των υπομνημάτων όσο και η υπογραφή τους από τον ίδιο, δεν διατηρούσε αυτός νόμιμη αξίωση σε βάρος της εναγομένης για καταβολή της προβλεπόμενης από τις διατάξεις του κώδικα περί δικηγόρων αμοιβής και, επομένως, τέτοια αξίωση δεν έχει ούτε η ενάγουσα. Πέραν τούτων, ο αποβιώσας δια της παραιτήσεώς του (την 31.12.2012) και της κατά τα άρθρα 29, 32 και 33 του Κώδικα Δικηγόρων διαγραφής του από το μητρώο του Δικηγορικού Συλλόγου και ασχέτως της έκδοσης του σχετικού β.δ/τος (το οποίο απλώς βεβαιώνει την αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας αφότου επήλθε το γεγονός που την προκάλεσε) είχε απωλέσει το δικαίωμα προς άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος (άρθρο 27 ΚώδΔικηγ, βλ. και ΣτΕ 612/2015 σε ΤΝΠ Νόμος), επόμενα δε και το δικαίωμά του προς απόληψη αμοιβής για οποιαδήποτε (μετά την παραίτηση) εργασία του, εξώδικη ή δικαστική. Τέλος, η επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί του αδικαιολογήτου πλουτισμού δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής, η οποία στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται και η κύρια βάση, τυγχάνει απαράδεκτη και απορριπτέα για τον ακόλουθο λόγο.
Από τη διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής, ουσιαστικά, φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή από την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής αϊτό τη σύμβαση ή από την αδικοπραξία (Ολ.ΑΠ 22/2003, ΑΠ 1468/2010, ΑΠ 16/2008). Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου, εξαιτίας ακυρότητας της σύμβασης, για να είναι ορισμένη η αγωγή θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ 1 εδ. α του Κ.Πολ.Δ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της σύμβασης και συνιστούν τον λόγο για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εργοδότη δεν είναι νόμιμη Αν, όμως η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 του Κ.Πολ.Δ.), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής από τη σύμβαση, αρκεί για την πληρότητα της από πάνω επικουρικής βάσης, να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα, δηλαδή ότι μεσολάβησε παροχή (καταβολή) εκ μέρους του ενάγοντος για την εκπλήρωση οφειλής (αιτίας) ανύπαρκτης, (εκτός άλλων) γιατί έληξε ή δεν επακολούθησε (ΑΠ 749/2008). Και τούτο διότι στην τελευταία περίπτωση η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνον αν η στηριζομένη σε έγκυρη σύμβαση κύρια βάση της αγωγής απορριφθεί μετά παραδοχή της ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, είτε κατ’ ένσταση του εναγομένου εργοδότη, "αποτέλεσε αντικείμενο της δίκης και πληρούται» έτσι ο σκοπός της διάταξης του άρθρου 216 του Κ.Πολ.Δ., η οποία απαιτεί τη σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή (Ολ.ΑΠ 22/2003, ΑΠ 170/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1468/2010, ΑΠ 1443/2008 ΕλλΔνη 2010, 452, ΑΠ 16/2008 ΤΝΠ Νόμος). Εν προκειμένω, όμως, η ενάγουσα δεν κάνει επίκληση, επικουρικά, της ακυρότητας της ένδικης σύμβασης εντολής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την αγωγή (προφανώς, ως απαράδεκτη) για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας προς άσκηση αυτής και πλέον συγκεκριμένα: Σχετικά με την κύρια και την πρώτη επικουρική της βάση, δέχθηκε ότι η σχετιζόμενη με τη λήψη αμοιβής συμφωνία του θανόντος με την εναγομένη συνιστούσε «εργολαβία δίκης», ότι με τον θάνατο του εντολοδόχου δικηγόρου λύθηκε η σχέση εντολής, το δε τελόν υπό αναβλητική αίρεση δικαίωμά του λήψης αμοιβής είναι λόγω του προσωποπαγούς του χαρακτήρα αμεταβίβαστο. Για την κρίση, πάντως, της εκκαλουμένης σε σχέση με την πρώτη επικουρική βάση δεν προβάλλεται παράπονο από την εκκαλούσα, ενώ σε σχέση με τη δεύτερη επικουρική βάση (από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό) δέχθηκε ότι, ενώ η ενάγουσα επικαλείται την ιδιότητά της ως κληρονόμου του αποβιώσαντος συζύγου της στα κινητά αντικείμενα της κληρονομιαίας περιουσίας του, εν τούτοις δεν «διαλαμβάνει τη σχετική γνωστή στον κληρονομούμενο αξίωσή του κατά της εναγομένης...» και δεν υφίσταται μη νόμιμος πλουτισμός της εναγομένης σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας, στην οποία δεν περιλαμβάνεται η συγκεκριμένη αξίωση. Κρίνοντας έτσι και ειδικότερα απορρίπτοντας ως απαράδεκτη λόγω έλλειψής ενεργητικής νομιμοποίησης τη δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής, ενώ αυτή ήταν μεν απορριπτέα ως απαράδεκτη, πλην όμως για τον λόγο που πιο πάνω αναφέρεται, ορθά κατ' αποτέλεσμα έκρινε, έστω και με εσφαλμένες αιτιολογίες, οι οποίες αντικαθίστανται από αυτές της παρούσας (Κ. Πολ.Δ. 534). Γι’ αυτό, και ο σχετικός δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την αγωγή κατά την κύρια βάση της ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας, ενώ η τελευταία - σύμφωνα με όσα ιστορούνται στο αγωγικό δικόγραφο - νομιμοποιείτο ενεργητικά στην άσκησή της (Κ.Πολ.Δ. 68), καθώς στην κληρονομική διαδοχή περιλαμβάνονται, τόσο τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις (ακόμη και υπό αίρεση και προθεσμία), όσο και οι έννομες καταστάσεις ή προσδοκίες (ΑΠ 938/2000 ΕΕΝ 2002, 24), άρα εν προκειμένω και το (ήδη γεγενημένο) δικαίωμα του θανόντος συζύγου της ενάγουσας για λήψη της αμοιβής η καταβολή (το απαιτητό) της οποίας (πάντα, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο) είχε εξαρτηθεί από αναβλητική αίρεση, δεν εφάρμοσε ορθά τον νόμο και έσφαλε. Γι’ αυτό, και ο σχετικός πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ειδικότερα, των διατάξεων τωνάρθρων 92 παρ. 3 και 5, 170 και 172 του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ/τος 3054/1926), που δεν ήταν εν προκειμένω εφαρμοστέες, καθώς και αυτής του άρθρου 726 εδ. α΄ ΑΚ, πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος Στη συνέχεια πρέπει, γενομένης δεκτής της έφεσης κατά το μέρος της αυτό, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά το αντίστοιχο κεφάλαιό της και αφού το Δικαστήριο κρατήσει την υπόθεση και τη δικάσει στην ουσία της(άρθρο 535παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), πρέπει να ερευνήσει την κύρια αγωγική βάση ως προς τη νομική και την ουσιαστική της βασιμότητα. Σημειωτέον ότι, μετά την εξαφάνιση της απόφασης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρατεί αυτό την υπόθεση και τη δικάζει κατ' ουσία, ανεξαρτήτως αν το πρωτοβάθμιο είχε ερευνήσει την ουσία της υπόθεσης ή είχε απορρίψει την αγωγή για τυπικό λόγο. Για την εξέταση της ουσίας της διαφοράς δεν απαιτείται ειδικό αίτημα, διότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο προβαίνει οίκοθεν στην ενέργεια αυτή, ως αναγκαία κατά νόμο (535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) συνέπεια της εξαφάνισης της απόφασης (ΑΠ 850/1999 ΕλλΔνη 41, 420, ΑΠ 1696/1998 ΕλλΔνη 40,625). Έχουσα, λοιπόν, η αγωγή το προαναφερόμενο περιεχόμενο και αίτημα, είναι βάσιμη νομικά κατά την επιχειρούμενη κύρια θεμελίωσή της ως προς τα μερικότερα κονδύλιά της περί αξίωσης αμοιβής α)ποσού145.515,24 ευρώ, για τη σύνταξη, το έτος 2005, των σ' αυτή αναφερομένων προσφυγών και β)ποσού 72.757,62 ευρώ, για τη σύνταξη υπομνήματος (προτάσεων) κατά την πρώτη συζήτηση αυτών ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου, στηριζόμενη στις διατάξεις του νόμου που πιο πάνω αναφέρονται, ενώ είναι αβάσιμη κατά νόμο και απορριπτέα ως προς το στοιχ, (γ') άνω κονδύλιό της, ποσού ομοίως 72.757,62 ευρώ, όπως αναλυτικά πιο πάνω αναφέρεται. Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος της αυτό να ερευνηθεί και κατά την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο για το αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου, με τα αναλογούντα υπέρ τρίτων ποσοστά.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 240 Κ.Πολ.Δ., για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν. Οι προτάσεις της προηγούμενης συζήτησης προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Βάσει της προαναφερθείσας διάταξης, για τη νόμιμη επαναφορά στο εφετείο ισχυρισμών που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως με τις προτάσεις δεν αρκεί η ενσωμάτωση στις προτάσεις ενώπιον του εφετείου των πρωτόδικων προτάσεων και η αόριστη επίκληση των περιεχομένων σ' αυτές ισχυρισμών, αλλά απαιτείται επανυποβολή των ισχυρισμών με σύντομη περίληψή τους και αναφορά στις σελίδες των πρωτόδικων προτάσεων που τους περιέχουν (ΟλΑΠ 23/2008, ΟλΑΠ 14/2005, ΟλΑΠ 9/2000, ΑΠ 1346/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 368/2012 ΧρΙδ 2012, 608, ΑΠ 622/2012 Αρμ 2013, 416). Η τελευταία αυτή διάταξη αναφέρεται βέβαια στον τρόπο επαναφοράς "ισχυρισμών", έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου Δεν πρόκειται όμως για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζήτησης, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του εφετείου) κατέστησαν ενιαίες (ΑΠ 476/2011 ΕΠΙΔΙΚΙΑ 2012, 180, ΕφΑΘ 3879/2012 ΤΝΠ Νόμος). Κατά συνέπεια, και στην προκείμενη περίπτωση, όπου στο κείμενο των προτάσεων της εκκαλούσας της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται αυτούσιες οι πρωτόδικες προτάσεις της, που καλύπτονται από την υπογραφή του πληρεξουσίου δικηγόρου της, δεν πρόκειται για ενσωμάτωση, αφού με τον τρόπο τούτο οι προηγούμενες προτάσεις της και οι προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης κατέστησαν ενιαίες, και τα περί του αντιθέτου από την εφεσίβλητη υποστηριζόμενα κρίνονται αβάσιμο. Για τον λόγο τούτο, η επίκληση με αυτές των αποδεικτικών μέσων είναι νόμιμη.
Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ' αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν προσθέτως ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσας κατάστασης υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσας για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η αδράνεια, δε, αυτή του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκούσας της επέλευσης δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, κατώτερο όμως του προβλεπομένου από τον νόμο για την παραγραφή του δικαιώματος από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του (Ολ.ΑΠ 10/2012). Η παραπάνω διάταξη, που έχει έντονο τον χαρακτήρα δημόσιας τάξης, εφαρμόζεται και επί δικαιωμάτων που απορρέουν από άλλες επίσης δημόσιας τάξης διατάξεις, όπως είναι οι αξιώσεις των δικηγόρων προς καταβολή της ελάχιστης αμοιβής τους για την παροχή των νομικών υπηρεσιών τους που ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 92 παρ. 1, 98, 100 επ. του κώδικα περί δικηγόρων (Ολ.ΑΠ 33 και 34/2005). Και, ναι μεν, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγούμενη σκέψη η τυχόν συμφωνία του δικηγόρου με τον εντολέα για τη λήψη αμοιβής κατώτερης των ελάχιστων ορίων που καθορίζονται στα άρθρα 98 επ. του Κώδικα περί δικηγόρων (με τη μορφή της άφεσης χρέους ή της παραίτησης κλπ.) είναι άκυρη. Όμως, η αφορμή ή οι συνθήκες με τις οποίες έγινε η παραίτηση του δικηγόρου από κάθε απαίτησή του για δικηγορική αμοιβή, το περιεχόμενο της έγγραφης παραίτησής του κλπ. μπορούν ν’ ασκήσουν επιρροή για την εκτίμηση της αντίθεσης της συμπεριφοράς του στην καλή πίστη, αφού ανεξάρτητα από την ακυρότητα της παραίτησης η αβίαστη παραίτηση του δικηγόρου από την καταβολή της επιπλέον αμοιβής καθιστά κακόπιστη την εν συνεχεία διεκδίκησή της (441/2018, ΑΠ 523/2016, ΑΠ 1379/2015, ΑΠ 2193/2014, ΑΠ 439/2013 δημ/νες σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 259/2011 ΝοΒ 2011, 2164, ΑΠ 1512/2010).
Στην κρινόμενη περίπτωση, από τις ομολογίες της εναγομένης για τις οποίες γίνεται κατωτέρω ειδική και περιοριστική μνεία, από την ένορκη, στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κατάθεση του μάρτυρος απόδειξης και τη χωρίς όρκο εξέταση του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, Δ. Φ., που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, και από όλα τα έγγραφα που με επίκληση νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω, δίχως κάποιο από αυτά να παραλειφθεί για την κατ' ουσία διάγνωση της διαφοράς, σε συνδυασμό και με τη με αριθ. ... ένορκη βεβαίωση, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ν. Κ., του Χ. Γ., που δόθηκε με επιμέλεια της εναγομένης κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης, κατά το άρθρο 671 παρ. 1 εδ. δ' Κ.Πολ.Δ, κλήτευσης της ενάγουσας (βλ. τη με αριθ.... έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Ι. Π.), αποδεικνύονται τα ακόλουθα Ο .... ήταν δικηγόρος εγγεγραμμένος στο μητρώο του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης και ασκούσε δικηγορία από την 14.2.1955 μέχρι την 31.12.2012, οπότε και παραιτήθηκε προς συνταξιοδότηση Την 20.3.2013 απεβίωσε και, σύμφωνα με την από 3.12.2012 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία με το με αριθ. 531/2013 πρακτικό του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, όρισε ως κληρονόμους του την ενάγουσα σύζυγό του και τα δύο τέκνα τους, Π. και Α. Λ., καταλείποντας στον καθένα από αυτούς τα σ' αυτή αναφερόμενα ακίνητα, ορίζοντας ταυτόχρονα με την ακροτελεύτια διάταξή της ότι «Κάθε άλλο ακίνητο, εκτός από τα παραπάνω, που τυχόν βρεθεί κατά τον θάνατό μου στην περιουσία μου, θα ανήκει κατά πλήρη κυριότητα εξ ημισίας εξ αδιαιρέτου στα τέκνα μου Π. και Α., ενώ όλα τα κινητά θα περιέλθουν στη σύζυγό μου Α., την οποία θα βαρύνουν τα κατά τον θάνατόν μου χρέη». Καθίσταται προφανές από το όλο περιεχόμενο της διαθήκης και τη σαφή τούτη ακροτελεύτια διάταξή της, χωρίς να παρίσταται ανάγκη προσφυγής στον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 173 ΑΚ, ότι ο διαθέτης δεν περιέλαβε διάταξη περί εγκατάστασης κληρονόμου επί των δικαιωμάτων του, επομένως δεν εγκατέστησε κληρονόμο του στο δικαίωμά του προς λήψη αμοιβής από την ένδικη σύμβαση εντολής. Βάσει τούτων, εφόσον με τη διαθήκη του αυτή διέθεσε περιοριστικά ορισμένο μόνο μέρος της περιουσίας του, το μέρος της περιουσίας του που απέμεινε (ήτοι, το άνω δικαίωμά τού) περιήλθε στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του ανάλογα με τις μερίδες τους (βλ. και ΑΠ 1146/2002 ΕλλΔνη 2004, 464). Άρα, στην ενάγουσα σύζυγό του περιήλθε τούτο κατά ποσοστό Ό (άρθρα 1813 εδ. α', 1820 εδ. α' ΑΚ), ώστε κατά το υπόλοιπο μέρους τους (υπόλοιπο ποσοστό 3/4) οι ένδικες αγωγικές αξιώσεις είναι αβάσιμες κατ’ ουσία και απορριπτέες, καθώς η ενάγουσα δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να τις ασκήσει (δεν είναι δικαιούχος αυτών). Την 28.5.2006 καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης η συγχώνευση με απορρόφηση 1) της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Α.Ε.» και 2) της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Α.Ε.» από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «... Α.Ε. ΕΜΠΟΡΙΚΑΙ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ» και συστήθηκε η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Α.Ε.» και τους διακριτικούς τίτλους «... Α.Ε.» «.. Α.Ε.» και «...» (νυν εναγομένη). Η αρχική επωνυμία της εταιρίας κατά τη σύστασή της ήταν «.... Α Ε. ΕΜΠΟΡΙΚΑΙ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ» (βλ. το προσκομιζόμενο αριθ. Φύλλου ... ΦΕΚ - Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ). Ο αποβιώσας Α. χειριζόταν επί δεκαετίες τις φορολογικές υποθέσεις της εναγομένης (υπό τις πρότερον επωνυμίες της), με τον ιδρυτή της οποίας, Σ. Φ., διατηρούσε φιλικές και οικογενειακές σχέσεις. Το έτος 1995 η εταιρία «... Α.Ε. ΕΜΠΟΡΙΚΑΙ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ» - (εφεξής, ....) δέχθηκε φορολογικό έλεγχο από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές. Η τότε διοίκηση της εταιρίας αμφισβήτησε τη νομιμότητα και το περιεχόμενο των πορισμάτων του ελέγχου και, όταν της επιδόθηκαν τα σχετικά φύλλα ελέγχου, προσέφυγε κατ' αρχάς στην αρμόδια διοικητική επιτροπή για εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς και στη συνέχεια στα διοικητικά δικαστήρια, προσβάλλοντας τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των πράξεων της φορολογικής διοίκησης. Έτσι, ο τότε νόμιμος εκπρόσωπος της ...., σε εκτέλεση σχετικής απόφασης του διοικητικού της συμβουλίου, ανέθεσε στον Α.- Μ. Λ. την υπεράσπιση της εταιρίας έναντι των αξιώσεων του ελληνικού Δημοσίου και, δη, τον χειρισμό (μεταξύ άλλων που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω) δέκα επτά (17) φορολογικών υποθέσεων, που αφορούσαν διάφορες πράξεις επιβολής, σε βάρος της, είτε κύριου φόρου, είτε πρόσθετου φόρου, είτε προστίμου, είτε έκτακτης εισφοράς, κατά τα αναλυτικότερα κατωτέρω αναφερόμενα. Στα πλαίσια και σε εκτέλεση της εντολής αυτής, ο Λ. άσκησε τις από 21.12.1998 δέκα επτά (17) προσφυγές ενώπιον του αρμοδίου Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, επί των οποίων εκδόθηκαν αντίστοιχες αποφάσεις του εν λόγω Δικαστηρίου, οι οποίες ακύρωσαν, κατ’ αποδοχή σχετικού λόγου των προσφυγών περί παραβίασης ουσιώδους τύπου, τις προσβαλλόμενες με τις προσφυγές πράξεις και ανέπεμψαν τις υποθέσεις στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Θεσσαλονίκης προκειμένου να επαναληφθούν οι φορολογικοί έλεγχοι, τηρουμένου όμως του ουσιώδους τύπου της διαδικασίας έκδοσής τους. Πράγματι, οι σχετικοί φορολογικοί έλεγχοι επαναλήφθηκαν στις αρχές του έτους 2005, εκδοθέντων των κατωτέρω λεπτομερώς εκτιθεμένων νέων φύλλων ελέγχου, πράξεων κλπ., οπότε με εντολή του αυτού, άνω, νομίμου εκπροσώπου της ... Α.Ε. -καθολική διάδοχος της οποίας, λόγω της συγχώνευσης, είναι η εναγομένη-, η οποία (εντολή) έλαβε χώρα μεταξύ του τέλους μηνός Ιανουαρίου (και δη. της 21.1.2005) και της 17.3.2005, ανατέθηκε στον ως άνω δικηγόρο (Α. -Μ. Λ.) η κατά νόμο αντιμετώπιση και ο εν γένει χειρισμός της υπόθεσης. Τα ανωτέρω συνάγονται από το σύνολο του προαναφερθέντος έγγραφου και εμμάρτυρου αποδεικτικού υλικού, συνομολογούνται, όμως, ρητά και από την εναγομένη (βλ. σελ. 2 πρωτοδίκων πρακτικών και σελίδες 7 και 8 των εγγράφων προτάσεών της, της παρούσας δίκης). Σχετικά, τώρα, με το θέμα της αμοιβής, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι μεταξύ του Α. και του Δ. Φ. (υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά του) είχε συμφωνηθεί πως η εναγομένη θα του κατέβαλε προκαταβολικά, πριν δηλαδή τη διενέργεια κάθε αναγκαίας διαδικαστικής πράξης, τα σχετικά έξοδα άσκησης - εκδίκασης των προσφυγών (παράβολα, ένσημα, διπλότυπα παραστάσεων κλπ.) και, σε περίπτωση επιτυχούς κατάληξης των υποθέσεων, αν δηλαδή γίνονταν δεκτές οι προσφυγές και ακυρώνονταν ολικά ή μερικά με τελεσίδικες αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων οι προσβαλλόμενες πράξεις της φορολογούσας Αρχής, τότε θα του κατέβαλε την ελάχιστη νόμιμη, κατά τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων, αμοιβή, όπως αυτή καθοριζόταν ποσοστιαία επί του αντικειμένου της δίκης. Ισχυρίζεται, λοιπόν, ότι (όχι η γένεση του δικαιώματος αμοιβής, αλλά) η αξίωσή του προς καταβολή αυτής είχε εξαρτηθεί από την επιτυχή έκβαση των υποθέσεων Τέτοια συμφωνία, όμως, την οποία αρνείται η εναγομένη, δεν αποδείχθηκε ότι είχε λάβει χώρα μεταξύ των προαναφερομένων, τα δε περί τούτου κατατεθέντα από τον μάρτυρα απόδειξης, Γ. Κ., ουδόλως κρίνονται πειστικά. Αντιθέτως, από το περιεχόμενο των εγγράφων που προσκομίζονται, σε συνδυασμό και με τα όσα εξέθεσε ο Δ. Φ. εξεταζόμενος ανωμοτί στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αποδεικνύεται ότι ο Α. - Μ. Λ., όπως έπραττε και κατά το παρελθόν, συνέχισε όμως να πράττει και μετέπειτα, απέστελνε στην εναγομένη για τις διάφορες υποθέσεις που κατά καιρούς χειριζόταν έναν γραπτό λογαριασμό, στον οποίο περιελάμβανε αναλυτικά τα εν γένει δικαστικά έξοδα και το ποσό της αμοιβής του, την οποία όριζε πάντοτε σε χρηματικά ποσά κατά πολύ μικρότερα των ελάχιστων νομίμων προβλεπομένων από τον Κώδικα Δικηγόρων, όπως ισχυρίζονται αμφότερες οι διάδικες πλευρές. Ήταν αμοιβές «χαριστικές», σύμφωνα με χαρακτηριστική διατύπωση της ίδιας της ενάγουσας [βλ. σχετικά σχόλια στη σελ. 25 των εγγράφων προτάσεών της, της παρούσας δίκης - βλ. ακόμη και τους προσκομιζόμενους από 16.10.2000, 9.10.2001, 18.10.2002, 16.2.2004, 12.5.2004 και 21.5.2010 «Λογαριασμούς αμοιβής - εξόδων», ποσών αντίστοιχα 726.320 δραχμών (αμοιβή 600 000 δραχμών για παράσταση, στις 14.6.2000, ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης προς συζήτηση δύο προσφυγών και έξοδα), 218.700 δραχμών (αμοιβή 200.000 δραχμών για την άσκηση δύο εφέσεων κατά ισάριθμων αποφάσεων του Διοικ. Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και έξοδα), 2.560 ευρώ (αμοιβή 2.400 ευρώ για σύνταξη και κατάθεση οκτώ εφέσεων κατά ισάριθμων αποφάσεων του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης - και έξοδα); 3150 ευρώ (αμοιβή 1:000 ευρώ για την άσκηση δύο εφέσεων κατά αποφάσεων του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, 1.080 ευρώ για «ελάχιστη αμοιβή συζητήσεως» αυτών και 1.000 ευρώ για «επί πλέον αμοιβή συζητήσεως - υπομνήματος» και για έξοδα), 8 967 ευρώ (αμοιβή 7.603,20 ευρώ για συζήτηση, στις 28.4.2004, δέκα έξι εφέσεων του ελληνικού Δημοσίου κατά της εναγομένης και κατάθεση ισαρίθμων υπομνημάτων, ήτοι 475,20 ευρώ για την κάθε έφεση, και έξοδα) και 760,00 ευρώ για συζήτηση, στις 4.5.2010, των από 20.8.2003 τριών προσφυγών ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (μικτή «ελάχιστη» αμοιβή 234,00 ευρώ επί 3, καθαρή «ελάχιστη» αμοιβή 205,92 ευρώ επί 3 και έξοδα)]. Το αυτό συνάγεται και από λοιπά προσκομιζόμενο έγγραφα, μεταξύ των οποίων α) ο από 18.9.1998 Λογαριασμός αμοιβών, ήτοι συνολικής αμοιβής 550.000 δραχμών για μελέτη, σύνταξη και υποβολή δύο προσφυγών κατά των με αριθ. ... και .... πράξεων προσδιορισμού ΦΠΑ (αμοιβή 100.000 δραχμών για την αιτία τούτη), συμβιβασμό επί δύο παλαιών προσφυγών, για σύνταξη και υποβολή αίτησης επανελέγχου χρήσεων 1.4.87 έως 31.3.1994 (αφορά τους αρχικούς φορολογικούς ελέγχους της υπό κρίση υπόθεσης) και για ενασχόλησή του επί 24 επί συμβιβασμό φορολογικών υποθέσεων, β) ο από 31.3.1999 λογαριασμός αμοιβής και εξόδων, όπου ο Α. – Μ. Λ. δηλώνει ότι η οφειλόμενη αμοιβή του για τησύνταξη και κατάθεση 25 προσφυγών, περιλαμβανομένων και των εξόδων κατάθεσης κλπ., ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 1.710.000 δραχμών, γ) ο από 23.5.2000 Λογαριασμός ποσού 900.000 δραχμών, ως αμοιβή για την υποβολή και κοινοποίηση τεσσάρων αιτήσεων αναστολής, παράσταση κατά τη συζήτηση και υποβολή υπομνημάτων ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, δ) ο από 9.10.2001 Λογαριασμός Αμοιβής ποσού 180.000 δραχμών για απασχόλησή του προς συμβιβασμό και «τακτοποίηση» οκτώ φορολογικών χρήσεων, ε)ο από 28.11.2001 Λογαριασμός αμοιβής και εξόδων, συνολικού ύψους 4.552.000 δραχμών. Όπως αναφέρεται στο περιεχόμενό της, αφορά «ελάχιστη» αμοιβή 2.040.000 δραχμών για παράσταση και κατάθεση υπομνήματος, στις 9.11.2001, στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης επί δέκα επτά προσφυγών (120.000 δρχ. επί 17) και αμοιβή «πέραν ελαχίστης» για τις οκτώ από αυτές 2.240,000 δραχμών (280.000 δρχ. επί 8), στ) ο από 10.1.2002 λογαριασμός συνολικού ύψους 12.071,20 ευρώ, για παράσταση και κατάθεση υπομνήματος στις 11.12.2001 επί δέκα έξι προσφυγών, με «ελάχιστη» αμοιβή το ποσό των 5.635,20 ευρώ και αξιούμενη αμοιβή «πέραν ελαχίστης» για τις οκτώ από αυτές ύψους 5.680 ευρώ και ζ) ο από 10.1.2002 λογαριασμός ύψους 3.196,60 ευρώ για παράσταση και κατάθεση υπομνήματος επί οκτώ προσφυγών («ελαχίστη» αμοιβή επί 8 προσφυγών 352,20 ευρώ επί 8 = 2.817,60 ευρώ και έξοδα). Για τις επίδικες, εξάλλου, υποθέσεις, και δη τη σύνταξη και κατάθεση, τον Μάρτιο μήνα του 2005, των 17 προσφυγών ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Β' φάση, όπως την ονομάζει), εξέδωσε ο ανωτέρω τον από 25.4.2005 Λογαριασμό Αμοιβής - εξόδων, ύψους 7.284,00 ευρώ (αμοιβή 6.870 ευρώ και έξοδα 414 ευρώ), και τη με αριθ. .... ΑΠΥ ποσού 6.870,00 ευρώ. Επί πλέον, για την παράσταση στην πρώτη συζήτηση των προσφυγών, την 14.12.2011, ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και την κατάθεση υπομνήματος, ο αποβιώσας εξέδωσε για αμοιβές και δαπάνες τις ΑΠΥ με αριθ. .... (καθαρό ποσό αμοιβής 6.075 ευρώ πλέον ΦΠΑ) και .... (καθαρό ποσό αμοιβής 468 ευρώ πλέον ΦΠΑ). Περαιτέρω, με την από 14.12.2012 επιστολή του ο ανωτέρω υπενθύμιζε στον Σ. Φ. ότι για τη μετ’ αναβολή συζήτηση των προσφυγών ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης απαιτούνται για έξοδα παράστασης και χαρτοσήμων, το ποσό των 10.000 ευρώ και επί πλέον 1.700 ευρώ για έξοδα παραβόλων, ήτοι εν συνόλω το ποσό των 11.700 ευρώ, ενώ υπενθύμιζε και μια παλαιότερη οφειλή της εταιρίας ποσού 720 ευρώ. Για τα ποσά αυτά εκδόθηκε από τον παραστάντα κατά τη συζήτηση των προσφυγών, την 22.1.2013, συνεργάτη του αποβιώσαντος Χ. Α. η με αριθ. .... ΑΠΥ ύψους 12.300 ευρώ, με καθαρή καταβληθείσα αμοιβή 9.792,00 ευρώ πλέον ΦΠΑ. Στην επιστολή του αυτή ο Α. Λ. σημειώνει ότι, εάν πρόκειται να παραστεί ως δικηγόρος της εταιρίας στη δίκη επί των παραπάνω υποθέσεων, θα πρέπει να έχει τα χρήματα αυτά πριν από τα Χριστούγεννα του 2012, ώστε να προετοιμαστεί για την εκδίκασή τους και ότι, σε περίπτωση μη καταβολής, δεν θα παραστεί και θα δικαστεί η εταιρία ερήμην. Είναι προφανές ότι, εάν πράγματι είχε λάβει χώρα μεταξύ των ανωτέρω η οποιαδήποτε συμφωνία περί αμοιβής του βάσει των ελαχίστων προβλεπομένων από τον Κώδικα Δικηγόρων ορίων, η οποία κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα ανέρχεται σε διόλου ευκαταφρόνητο χρηματικό ποσό, θα είχε κάνει ο αποβιώσας αναφορά σ’ αυτή, έστω και υπαινιχτική, που όμως δεν το έπραξε. Αντιθέτως, επισήμανε τις δυσμενείς σε βάρος της μη καταβολή του αιτούμενου άνω ποσού των 11.700 ευρώ. Εξάλλου, γνώριζε ήδη η εναγομένη, μετά από σχετική ενημέρωση του αποβιώσαντος, την αναμενόμενη επιτυχή έκβαση των υποθέσεων, καθόσον τα συνταχθέντα νέα φύλλα ελέγχου της φορολογούσας αρχής της είχαν κοινοποιηθεί στις 2.11.2005, ήτοι μετά την παρέλευση της προθεσμίας του ενός έτους από την κοινοποίηση (στις 14.10.2003) των αποφάσεων που είχαν ακυρώσει τα αρχικώς εκδοθέντα και ήταν συνεπώς, και αυτά, ακυρωτέα. Το ενδεχόμενο να έχει συμφωνηθεί ρητά μεταξύ των ανωτέρω η καταβολή μιας αμοιβής τέτοιου ύψους, υπό την αναβλητική αίρεση της επιτυχούς έκβασης των υποθέσεων, σε χρόνο που η αίσια κατάληξή τους φαινόταν δεδομένη, ενώ κάτι τέτοιο δεν είχε συμφωνηθεί κατά το πρώτο στάδιο, της άσκησης δηλαδή των προσφυγών κατά των αρχικών φύλλων ελέγχου, κατά το οποίο ήταν αβέβαιη ακόμη η κατάληξη του δικαστικού αγώνα, δεν αντέχει σε οποιαδήποτε κριτική. Επομένως, εφόσον δεν είχε καταρτιστεί μεταξύ εντολέως και εντολοδόχου συμφωνία περί αμοιβής, δικαιούταν ο αποβιώσας να λάβει ως αμοιβή τα ελάχιστα όρια αυτής, που ορίζονται από τα άρθρα 98 και επ. του κώδικα περί δικηγόρων και που ανέρχονται, ειδικότερα, στα ακόλουθα χρηματικά ποσά, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 100,107 και 110 του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ/τος 3026/1954), οι οποίες έχουν εφαρμογή και για τις ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων δικηγορικές εργασίες (βλ. και ΑΠ 862/2015, ΑΠ 1423/2010 σε ΤΝΠ Νόμος) Α) Αμοιβή για τη σύνταξη των (17) προσφυγών ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για τις ακόλουθες, ειδικότερα, προσφυγές...
Το σύνολο των επιβληθέντων, με τις άνω προσβληθείσες πράξεις της φορολογούσας Αρχής, φόρων, πρόσθετων φόρων, προστίμων και εκτάκτων εισφορών ανέρχεται στο ποσό των επτά εκατομμυρίων διακοσίων εβδομήντα πέντε χιλιάδων επτακοσίων εξήντα δύο (7.275.762,00) ευρώ, όπως εξάλλου συνομολογείται, εφόσον δεν αμφισβητείται ρητά από την εναγομένη (Κ.Πολ.Δ. 281 εδ. β'), αποδεικνύεται πάντως και από το προσκομιζόμενο έγγραφο αποδεικτικό υλικό (αντίγραφα των προσφυγών, των εκδοθεισών αποφάσεων κλπ.). Το ποσό αυτό αποτελεί και το συνολικό αντικείμενο των δικών που ανοίχθηκαν με τις εν λόγω προσφυγές Οι προσφυγές συζητήθηκαν αρχικά κατά τη δικάσιμο της 14-12-2011 στο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, το οποίο και εξέδωσε τις αποφάσεις (αντίστοιχες με την ανωτέρω αρίθμηση των προσφυγών) με αριθμούς 1) ............, 2,3,..........17) 3736/2011, με τις οποίες παρέπεμψε την εκδίκαση των προσφυγών, σύμφωνα με το άρθρο 6 ΚωΔιοικΔικον, όπως αυτό ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του, στο καθ' ύλην αρμόδιο Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης, όπου και τελικά εκδικάσθηκαν κατά τη δικάσιμο της 22.1.2013 και εκδόθηκαν οι αποφάσεις (αντίστοιχες και πάλι με την ανωτέρω αρίθμηση των προσφυγών) με αριθμούς 1) ............, 2) 1............, 17) ... με τις οποίες έγιναν τελεσίδικα δεκτές όλες οι προσφυγές και ακυρώθηκαν όλα τα προσβληθέντα φύλλα ελέγχου και οι πράξεις επιβολής προστίμων και έκτακτων εισφορών Κατά συνέπεια, η ελάχιστη νόμιμη, βάσει του Κώδικα Δικηγόρων, αμοιβή του Α. για τη σύνταξη των προσφυγών ανέρχεται στο ποσό των (7.275.762,00 ευρώ επί 2% =) 145.515,24 ευρώ. Β) Η αμοιβή για τη σύνταξη υπομνήματος (προτάσεων) κατά την πρώτη συζήτηση των προσφυγών, την 14.12.2011, ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου ανέρχεται στο ποσό των (7.275.762,00 ευρώ επί 1% =) 72.757,62 ευρώ. Συνολικά, δε, η ελάχιστη νόμιμη αμοιβή του Α. - Μ. Λ. για τις προαναφερθείσες δικαστικές εργασίες του ανέρχεται, βάσει του συνολικού αντικειμένου των δικών, στο ποσό των (145.515,24 συν 72.757,62 =) 218.272,86 ευρώ Πλην όμως, όπως και πιο πάνω αναφέρεται, η καταβαλλομένη επί δέκα τέσσερα (14) τουλάχιστον έτη στον Α. - Μ. Λ. αμοιβή για τις δικηγορικές του υπηρεσίες, όπως ο ίδιος μάλιστα την προσδιόριζε και αποδεχόταν η εναγομένη, ήταν σημαντικά μικρότερη της κατώτατης νόμιμης και δη, όπως συνάγεται από τα προσκομιζόμενο έγγραφα, ανερχόταν σε ποσό διπλάσιο περίπου (ή ακόμη και λιγότερο) της προεισπραττόμενης από τον δικηγορικό σύλλογο για τη διενέργεια εκάστης διαδικαστικής πράξης δικηγορικής αμοιβής. Εκ του λόγου τούτου ασφαλώς, δεδομένης εξάλλου και της αποδειχθείσας επιστημονικής του επάρκειας, η εναγομένη του ανέθετε τον χειρισμό σημαντικού αριθμού φορολογικών υποθέσεων, και δη υψηλού αντικειμένου, από τις οποίες αυτός εξασφάλιζε συνολικά μεγάλες αμοιβές. Ο Α., παρότι γνώριζε εξυπαρχής ότι το ύψος των αιτουμένων και εισπραττομένων αμοιβών του ήταν μικρότερο από τις ελάχιστες νόμιμες, επέλεξε με δική του ελεύθερη βούληση και κατ’ επαγγελματική επιλογή να προσφέρει, για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα (14 τουλάχιστον ετών), τις νομικές του υπηρεσίες, χωρίς να διατυπώσει την οποιαδήποτε επιφύλαξη περί αξίωσης αμοιβής βάσει του Κώδικα Δικηγόρων. Με αυτόν, όμως, τον τρόπο και την πάγια τακτική που ο ίδιος διαμόρφωσε και ακολούθησε μέχρι τον χρόνο του θανάτου του, δημιούργησε αφενός την εύλογη πεποίθηση στην εναγομένη ότι η αμοιβή του και στην εδώ κρινόμενη περίπτωση δεν θα υπερέβαινε τη συνήθως χαμηλότερη αξιούμενη, αφετέρου δε ότι δεν θα προέβαλε μεταγενέστερα αξιώσεις για μεγαλύτερη αμοιβή, ενέργεια στην οποία προέβη το πρώτον η σύζυγός του - ενάγουσα μετά τον θάνατό του με την άσκηση της κρινόμενης αγωγής. Ήταν, δε, δικαιολογημένο να δημιουργηθεί, όπως και πράγματι δημιουργήθηκε η πεποίθηση αυτή στους νομίμους εκπρόσωπους της εναγομένης, λόγω της διαμορφωθείσας από τη συμπεριφορά του θανόντος πιο πάνω κατάστασης. Η, μετά ταύτα, επιχειρούμενη από τη σύζυγο αυτού ανατροπή της δημιουργηθείσας κατάστασης με την άσκηση της αγωγής, με την οποία αξιώνει το προαναφερόμενο σημαντικό χρηματικό ποσό, θα έχει δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις στην εναγομένη, που λειτουργεί ως επιχείρηση με τους κανόνες του εμπορίου με σκοπό τη δημιουργία κερδών στους μετόχους της, καθώς, σε περίπτωση που η αγωγή γίνει δεκτή και υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στην ενάγουσα την προαναφερθείσα αμοιβή, θα υποστεί σημαντική οικονομική ζημία, που θα επιβαρύνει την ήδη δυσχερή οικονομική της κατάσταση. Ήδη, όπως προκύπτει από τους προσκομιζόμενους ισολογισμούς της εταιρίας, τα τελευταία έτη η οικονομική της κατάσταση είναι δυσχερής, αφού το έτος 2010 εμφάνισε ζημίες ύψους 11.947.140,03 ευρώ και το 2011 εμφάνισε ομοίως ζημίες ύψους 11.591.466,93 ευρώ. Ενδεχόμενη ευδοκίμηση της αγωγής, θα της προκαλέσει σημαντική οικονομική ζημία και ιδιαιτέρως επαχθείς για την οικονομική της κατάσταση συνέπειες και θα θέσει σε κίνδυνο την ίδια την επιχειρηματική της επιβίωση. Η συμπεριφορά της ενάγουσας, να επιδιώξει εκ των υστέρων τα κατώτατα νόμιμα όρια της δικηγορικής αμοιβής του συζύγου της για τις συγκεκριμένες υποθέσεις, έρχεται σε προφανή αντίθεση προς την ευθύτητα και την εντιμότητα στις συναλλαγές και προσδίδει καταχρηστικό χαρακτήρα στην άσκηση του αγωγικού δικαιώματος Η ένδικη συνεπώς αξίωση, για καταβολή της δικηγορικής αμοιβής, υπερβαίνει τα όρια της καλής πίστης και προσκρούει στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις και ως εκ τούτου ασκείται καταχρηστικά, όπως βασίμως η εναγομένη υποστηρίζει, με τον περί τούτου ισχυρισμό της που προέβαλε παραδεκτάενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επαναφέρει νομοτύπως και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με τις έγγραφες προτάσεις της, της παρούσας δίκης. Βάσει των όσων ανωτέρω αναφέρονται, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, είναι αβάσιμη στην ουσία της και πρέπει να απορριφθεί.. Η ενέργεια αυτή του Δικαστηρίου δεν εμποδίζεται από τη διάταξη του άρθρου 536 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., σύμφωνα με την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει επιβλαβέστερη απόφαση για τον εκκαλούντα, αν δεν ασκήσει ο εφεσίβλητος δική του έφεση ή αντέφεση, διότι η διάταξη της παρ. 1του άρθρου 536 Κ.Πολ.Δ, δεν εφαρμόζεται όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικάζει την υπόθεση κατ' ουσία μετά από εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, όπως συμβαίνει στην επίδικη υπόθεση. Για την εξέταση της ουσίας της διαφοράς δεν απαιτείται ειδικό αίτημα, διότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο προβαίνει οίκοθεν στην ενέργεια αυτή, ως αναγκαία κατά νόμο (535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) συνέπεια της εξαφάνισης της απόφασης (ΑΠ 538/2014 Αρμ 2014, 1459, ΑΠ 641/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1437/2012 ΝοΒ 2013, 974, ΕφΔωδ (Μον) (Μετ Έδρα Κω) 54/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 287/2012 Δικογρ 2012, 661, ΕφΑΘ 6601/2011 ΕλλΔνη 2013, 189). Μετά δε την κατά τα ανωτέρω εξαφάνιση της απόφασης, κατά παραδοχή του σχετικού πρώτου λόγου της έφεσης, ο τρίτος και τελευταίος λόγος αυτής (της έφεσης), με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη κατά τη διάταξή της περί των επιδικασθέντων δικαστικών εξόδων, δεν ερευνάται, αφού το κεφάλαιο περί της δικαστικής δαπάνης, ως συνεχόμενο με την ουσία της υπόθεσης, συνεξαφανίζεται, και για τα έξοδα και των δύο βαθμών αποφαίνεται το παρόν δικαστήριο ενιαίως. Η ενάγουσα πρέπει να καταδικαστεί λόγω ήττας της (άρθρα 176, 183, 189 και 191 παρ2Κ.Πολ.Δ), στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εναγομένης, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό και υπολογιζόμενα σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ. 1 εδ. α' Ν. 4194/2013 (Κώδικα Περί Δικηγόρων), σε συνδυασμό με τα άρθρα 68 παρ. 1 και 63 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου