Σελίδες

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024

ΠΠρΑθ 2929/2024 : "Λόγοι προσβολής πρακτικού διαμεσολάβησης - Ακυρότητα πρακτικού διαμεσολάβησης λόγω εικονικότητας, ανηθικότητας, αισχροκέρδειας και αντίθεσης στα χρηστά ήθη – Τυπικά στοιχεία πρακτικού διαμεσολάβησης – Ιδιόχειρη υπογραφή"

 


Pόλος διαμεσολαβητή και νομικών παραστατών στον έλεγχο της αληθούς συναίνεσης και του βαθμού κατανόησης των όρων της συμφωνίας από τα μέρη, προϋποθέσεις για την αναγνώριση άκυρης σύμβασης ως αισχροκερδούς.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΝΟΧΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Αποφάσεως 2929/2024

(Αρεκθκαταθ. αγωγής: ./28-07-2023)

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Γεώργιο Σερετίδη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Παρασκευά Λασκαρίδη, Πρωτόδικη, Ευθαλία Τσιρόγλου, Πρωτόδικη - Εισηγήτρια και τη Γραμματέα Βασιλική Βασιλοπούλου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 25 Απριλίου 2024, προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ... κατοίκου . Ζακύνθου, με ΑΦΜ ., ο οποίος κατέθεσε προτάσεις πριν τη συζήτηση, υπογεγραμμένες από τη νομίμως εξουσιοδοτημένη πληρεξούσια δικηγόρο του ΓΚ (Α.Μ. Δ.Σ.Α. ......), δυνάμει του από 15-12-2023 πληρεξουσίου εκπροσώπησης, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του (αρ. 96 ΚΠολΔ), η οποία δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: ..., κατοίκου Αθηνών, επί της οδού ...και προσωρινά διαμένουσας στις Η.Π.Α. Καλιφόρνιας (...), με ΑΦΜ ., η οποία κατέθεσε προτάσεις πριν τη συζήτηση, υπογεγραμμένες από τη νομίμως εξουσιοδοτημένη πληρεξούσια δικηγόρο της ΣΠ (Α.Μ. Δ.Σ.Α. .....), δυνάμει του από 11-12-2013 πληρεξουσίου εκπροσώπησης, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής της (αρ. 96 ΚΠολΔ), το οποίο προσκομίζεται σε επίσημη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα, η οποία δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο.

......................

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

4 I. Το πρακτικό διαμεσολάβησης του άρθρου 8 του Ν. 4640/2019 επιδρά και διαμορφώνει έννομες σχέσεις του ουσιαστικού δικαίου, μπορεί επομένως να συνιστά και σύμβαση του ουσιαστικού δικαίου, εκτός από εκτελεστό τίτλο. Πιο συγκεκριμένα, αποτελεί ενοχική, υποσχετική και αμφοτεροβαρή σύμβαση, η οποία ενσωματώνει συμφωνία των μερών που έχει το χαρακτήρα εξώδικου συμβιβασμού και ρυθμίζει οριστικά και δεσμευτικά την έννομη σχέση. Μέσω της εν λόγω συμφωνίας, τα μέρη διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις τη φιλονικία ή την αβεβαιότητα, αναφορικά με τη διαφορά τους, ενώ μπορούν να περιλάβουν στη συμφωνία τους και διάφορους όρους όπως την παροχή ορισμένης ασφάλειας για την εκπλήρωση απαίτησης, ποινική ρήτρα κ.α.. Επιπλέον, αν η συμφωνία που περιέχεται στο πρακτικό μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναγκαστικής εκτέλεσης, το πρακτικό συνιστά και εκτελεστό τίτλο, κατά το άρθρο 904 παρ. 2 περιπτ. ζ’ ΚΠολΔ. Το αναγκαίο περιεχόμενο του πρακτικού εκούσιας διαμεσολάβησης, το οποίο συντάσσεται από το διαμεσολαβητή, στην πράξη με τη συνδρομή των νομικών παραστατών των μερών αναφέρεται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 8. Σε αυτό εντάσσονται τα εξής στοιχεία: α) το ονοματεπώνυμο και ο αριθμός φορολογικού μητρώου του διαμεσολαβητή, β) η ημερομηνία και ο τόπος που έλαβε χώρα η διαμεσολάβηση, γ) τα πλήρη στοιχεία των μερών που προσέφυγαν στη διαμεσολάβηση και τα ονόματα των νομικών παραστατών τους, δ) η συμφωνία υπαγωγής της διαφοράς στη διαμεσολάβηση ή ο ειδικότερος τρόπος με τον οποίο τα μέρη προσέφυγαν στη διαμεσολάβηση, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 4640/2019, ε) τα πλήρη στοιχεία τυχόν άλλων προσώπων που μετείχαν με οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, όπως π.χ. διερμηνείς, σύμβουλοι κ.λπ., και στ) η συμφωνία στην οποία κατέληξαν τα μέρη κατά τη διαμεσολάβηση ή η διαπίστωση περί μη επίτευξης συμφωνίας. Το πρακτικό επίτευξης συμφωνίας μέσω διαμεσολάβησης, κατά το άρθρο 8 παρ. 1 στ’ συνιστά πράξη που περιέχει συμφωνία ή/και δικαιοπραξίες σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 4. Η συμβατότητα της εν λόγω συμφωνίας με το νόμο, τη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη πρέπει να ελέγχεται από το διαμεσολαβητή (και πάλι με τη συνδρομή των νομικών παραστατών των μερών) πριν την υπογραφή του πρακτικού. Ο όρος «δημόσια τάξη» καταλαμβάνει όλους τους κανόνες, η εφαρμογή των οποίων δεν μπορεί να αποκλειστεί από την ιδιωτική βούληση. Η περίπτωση αυτή εξειδικεύει το γενικό κανόνα της απαγορευμένης δικαιοπραξίας, κατά τον οποίο η αντίθεση μίας συμφωνίας με κάποιον απαγορευτικό κανόνα δικαίου επιφέρει την ακυρότητά της (αρ. 174 ΑΚ). Η συμφωνία, λοιπόν, η οποία περιέχεται στο πρακτικό δεν πρέπει να είναι άκυρη ως σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου, ούτε να καταστρατηγούνται μέσω αυτής απαγορευτικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου. Ως απαγορευτική, νοείται κάθε διάταξη αναγκαστικού δικαίου, η οποία αποδοκιμάζει το περιεχόμενο μίας δικαιοπραξίας, τα έννομα αποτελέσματα που επιδιώκονται με αυτή ή τις συνθήκες υπό τις οποίες επιχειρείται. Η διαφαινόμενη αντίθεση της συμφωνίας διαμεσολάβησης επιβάλλει, μάλιστα, την περάτωση αυτής με απόφαση του διαμεσολαβητή. Στην Πέμπτη παράγραφο του άρθρου 15 του Ν. 4640/2019, άλλωστε, προβλέπεται ότι ο διαμεσολαβητής λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέσο προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα μέρη κατανοούν τους όρους της συμφωνίας, στην οποία καταλήγουν. Επομένως, τα μέρη, τα οποία υπογράφουν το πρακτικό διαμεσολάβησης δεν πρέπει απλώς να γνωρίζουν και να συμφωνούν με το περιεχόμενό του, αλλά και να το κατανοούν πλήρως (και) ως προς τις έννομες συνέπειες που αυτό συνεπάγεται. Στο αποτέλεσμα αυτό συμβάλλουν καθοριστικά οι υποχρεωτικά παριστάμενοι νομικοί παραστάτες των μερών, οι οποίοι μπορούν να συμβάλλουν καθοριστικά στον έλεγχο τόσο της αληθούς συναίνεσης όσο και του βαθμού κατανόησης των όρων της συμφωνίας από τα υπογράφοντα αυτή μέρη. Σύμφωνα, δε, με το άρθρο 15 παρ. 6 του Ν. 4640/2019, ο διαμεσολαβητής οφείλει να ενημερώνει τα μέρη για τη δυνατότητά τους να καταστήσουν εκτελεστή τη συμφωνία τους, όπου αυτό είναι εφικτό. Με την πρόβλεψη αυτή, ο διαμεσολαβητής καλείται να γνωστοποιήσει και να εκθέσει στα μέρη τη διαδικασία της δεύτερης και τρίτης παραγράφου του άρθρου 8, ώστε αυτά να γνωρίζουν τόσο ότι μπορούν να καταστήσουν τη συμφωνία τους εκτελεστή στο βαθμό βεβαίως, που αυτή περιέχει εκτελεστέες διατάξεις όσο και την οδό και τις διαδικαστικές ενέργειες που πρέπει να ακολουθήσουν για να το επιτύχουν. Για τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συμφερόντων των μερών, ο διαμεσολαβητής υποχρεούται να ενημερώσει σχετικά τα μέρη και τους νομικούς τους παραστάτες ήδη από την εναρκτήρια συνεδρία της διαδικασίας διαμεσολάβησης και σε περίπτωση αίσιας έκβασης της διαδικασίας, ο διαμεσολαβητής οφείλει στο καταληκτικό στάδιο της σύνταξης του πρακτικού διαμεσολάβησης να επισημάνει εκ νέου στα μέρη τη δυνατότητά τους να καταστήσουν εκτελεστή τη συμφωνία τους με την κατά νόμο κατάθεση του πρακτικού στη γραμματεία του καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδίου δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η εκδίκαση της υπόθεσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 8 παρ. 2 εδ. γ’. Μετά το πέρας της διαδικασίας διαμεσολάβησης, το πρακτικό υπογράφεται από το διαμεσολαβητή, τα μέρη και τους νομικούς παραστάτες τους. Η υπογραφή των τελευταίων δεν μπορεί να υποκαταστήσει αυτή των μερών, εφόσον τα μέρη παρίστανται μαζί με τους νομικούς τους παραστάτες (αρ. 5 παρ. 1 του Ν. 4640/2019) και όχι δια αυτών. Ο νόμος απαιτεί, λοιπόν, όχι απλώς έγγραφο τύπο του πρακτικού, αλλά αυτό να έχει υπογράφει από όλα τα πρόσωπα που αποτελούν βασικούς παράγοντες στη διαμεσολάβηση, όχι, πάντως και από τυχόν τρίτα πρόσωπα που μετείχαν με οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία της διαμεσολάβησης. Τα πλήρη στοιχεία αυτών αποτελούν, άλλωστε, μέρος του αναγκαίου περιεχομένου του πρακτικού κατά την πρώτη παράγραφο του άρθρου 8 στοιχείο γ’. Σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας, το πρακτικό μπορεί να υπογράφεται (χωρίς να είναι υποχρεωτικό) μόνο από το διαμεσολαβητή (άρθρο 8 παρ. 2 εδ. α’ και β’), όπως μπορεί να συμβεί και όταν κάποιο μέρος αποχωρήσει από τη διαδικασία. Το πρακτικό συνιστά ιδιωτικό έγγραφο, που ενσωματώνει τη βούληση των μερών και παράγει δεσμευτικότητα, υπό την προϋπόθεση ότι φέρει ιδιόχειρες υπογραφές και είναι γνήσιο (αρ. 443, 445 και 457 ΚΠολΔ). Επιπρόσθετα, το πρακτικό επίτευξης συμφωνίας συνιστά εκ του νόμου αναγνωρισμένο τρόπο κατάργησης δίκης αναφορικά με το αντικείμενο αυτής, το οποίο καλύπτεται από την επιτευχθείσα συμφωνία. Συνιστά, λοιπόν, το πρακτικό διαμεσολάβησης μία sui generis μέθοδο εξώδικης επίλυσης της διαφοράς, με ισχύ, πάντως, δικαστικού συμβιβασμού (άρθρο 293 ΚΠολΔ) σε ό,τι αφορά την κατάργηση εκκρεμούς δίκης. Περαιτέρω, το πρακτικό διαμεσολάβησης μπορεί να προσβληθεί είτε από τα μέρη που συμμετέχουν στη διαμεσολάβηση μόνο για ελαττώματα της βούλησης, όπως πλάνη στη δήλωση και στη βούληση (εφόσον η πλάνη αυτή αφορά σε περιστατικά, τα οποία τα μέρη θεώρησαν ως αληθή και επί των οποίων βασίστηκαν για να προβούν στη συμφωνία που κατήρτισαν), απάτη, απειλή είτε από τυχόν τρίτο πρόσωπο, στο οποίο προκαλείται βλάβη ή τίθενται σε κίνδυνο τα έννομα συμφέροντά του με την ανακοπή του άρθρου 583 ΚΠολΔ. Ζήτημα ακυρότητας του πρακτικού λόγω έλλειψης στοιχείων εγείρεται μόνο σε περίπτωση που ελλείπουν από το περιεχόμενό του τα αναγκαία σύμφωνα με το νόμο στοιχεία. Περαιτέρω, το πρακτικό διαμεσολάβησης δεν παράγει κανένα δικονομικό ή ουσιαστικό έννομο αποτέλεσμα αν είναι άκυρο, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, ως σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου π.χ. διότι υπάρχει έλλειψη εξουσίας διάθεσης της διαφοράς. Η συνέπεια της εν λόγω ακυρότητας γίνεται δεκτή στη θεωρία και στη νομολογία σε σχέση με το πρακτικό συμβιβασμού. Περίπτωση ακυρότητας είναι δυνατόν να συντρέχει, μεταξύ άλλων, και όταν η εμπεριεχόμενη σε αυτό δικαιοπραξία δεν είναι σύμφωνη με την ισχύουσα νομοθεσία, σε ό,τι αφορά στο περιεχόμενό του (αρ. 175 ΑΚ), λόγω εικονικότητας (αρ. 138-139 ΑΚ), λόγω ανηθικότητας, λόγω αισχροκέρδειας και λόγω αντίθεσης στα χρηστά ήθη (αρ. 178-179 ΑΚ). Πρακτικό συμβιβασμού, δε, το οποίο έχει λάβει χώρα κατά παράβαση διάταξης δημόσιας τάξης (αρ. 3 και 174 ΑΚ) μπορεί να προσβληθεί όχι μέσω άσκησης ενδίκου μέσου, καθώς δεν πρόκειται για δικαστική απόφαση, αλλά από τρίτο που έχει έννομο συμφέρον προς τούτο μέσω άσκησης ανακοπής του άρθρου 583 ΚΠολΔ. Η ακυρότητα και ακυρωσία του πρακτικού απαγγέλλονται μετά την προβολή σχετικής ένστασης ή με την άσκηση αγωγής. Επιπλέον, η εγκυρότητα του πρακτικού διαμεσολάβησης μπορεί να προβληθεί μέσω ανακοπής και κατά το στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, όταν αυτή επισπεύδεται με πρακτικό διαμεσολάβησης, ως εκτελεστό τίτλο, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 4640/2019, σε συνδυασμό με το άρθρο 904 παρ. 2 περ. ζ’ ΚΠολΔ (Α. Πλεύρη, Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, 2021, sakkoylas - Οnline.gr).

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

ΣτΕ (Α') 704/24 : ΔΙΚΗ ''ΠΙΛΟΤΟΣ'' - ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΜΕΙΩΣΗ ΜΙΣΘΩΜΑΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ COVID-19 - ΑΓΩΓΗ ΕΚΜΙΣΘΩΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΓΙΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΚΑΤ' ΑΡ. 105 ΕισΝΑΚ - ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΡΙΣΙΜΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ - ΜΗ ΝΟΜΙΜΟ ΑΓΩΓΗΣ.ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑ



Στην επίδικη περίπτωση, οι ενάγουσες εταιρείες ζητούν να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο Δημόσιο οφείλει να τους καταβάλει, νομιμοτόκως, αποζημίωση κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, που αντιστοιχεί στα μισθώματα που απώλεσαν, ως ιδιοκτήτριες ακινήτων τα οποία είχαν εκμισθώσει με συμφωνίες επαγγελματικής μίσθωσης, για τους μήνες από τον Μάρτιο του 2020 έως τον Μάρτιο του 2021, εξαιτίας της υποχρεωτικής μείωσης του μισθώματος για τις πληττόμενες από την πανδημία του κορωνοϊού covid-19 μισθώτριες επιχειρήσεις, κατ’ εφαρμογή των Ν. 4683/2020, 4690/2020, 4722/2020, 4753/2020, 4772/2021 και 4778/2021, οι οποίες είναι, κατά τους ισχυρισμούς τους, ανίσχυρες, ως αντικείμενες στο Σύνταγμα και στο ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Κρίνεται ότι οι ως άνω νομοθετικές ρυθμίσεις αποτελούν μεν παρέμβαση σε καταρτισθείσες μεταξύ ιδιωτών συμβάσεις επαγγελματικής μίσθωσης ακινήτων, εισάγοντας βλαπτική μεταβολή για τον εκμισθωτή, με σκοπό την αντιμετώπιση των δυσμενών συνεπειών του κορωνοϊού, όμως μόνη η θέσπιση των διατάξεων αυτών δεν αρκεί αυτή καθεαυτήν να επιφέρει τη ζημία που επικαλούνται οι ενάγουσες - εκμισθώτριες, διότι οι επιζήμιες συνέπειες για τους εκμισθωτές επαγγελματικών ακινήτων δεν επέρχονται απευθείας και αμέσως από την πρόβλεψη του επίμαχου μέτρου της απαλλαγής, αλλά από τη διαφοροποιημένη, σε σχέση με τα συμβατικώς προβλεπόμενα, εκτέλεση των οικείων συμβάσεων από τους μισθωτές, συνεπεία του ότι οι τελευταίοι διαμόρφωσαν τη συμβατική συμπεριφορά τους με βάση τις προβλέψεις των ανωτέρω νομοθετικών ρυθμίσεων και έτσι δεν κατέβαλαν μέρος ή το σύνολο των οφειλόμενων μισθωμάτων. Κατ’ ακολουθίαν, η αξίωσή τους κατά του Δημοσίου για την αποκατάσταση της ζημίας από νομοθέτηση κατά παράβαση διατάξεων υπέρτερης τυπικής ισχύος δεν μπορεί να θεμελιωθεί στο άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ. Ως εκ τούτου, η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη. [Αντίθετη μειοψηφία]


ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Α΄

ΑΠΟΦΑΣΗ 704/2024

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Δεκεμβρίου 2021, με την εξής σύνθεση: Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου, Aντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος, Ταξιαρχία Κόμβου, Χρήστος Λιάκουρας, Νικόλαος Σκαρβέλης, Μαρίνα-Αλεξάνδρα Τσακάλη, Σύμβουλοι, Παναγιώτα Γρουμπού, Χαράλαμπος Κομνηνός, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ειρήνη Δασκαλάκη, Γραμματέας του Α΄ Τμήματος.

Για να δικάσει την από 15 Απριλίου 2021 αγωγή:

Των: 1. …., οι οποίες παρέστησαν με τον δικηγόρο ΑΠ, που τον διόρισαν με πληρεξούσια,

κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με τη Φ Δ, Νομική Σύμβουλο του Κράτους.

Η πιο πάνω αγωγή εισάγεται στο Α΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας κατόπιν της από 18 Μαΐου 2021 πράξεως της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 και της από 23 Ιουνίου 2021 πράξεως της Προέδρου του Α΄ Τμήματος.

Με την αγωγή αυτή οι ενάγουσες εταιρείες ζητούν να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο α. να καταβάλει νομιμοτόκως, ως αποζημίωση, σε καθεμία από αυτές, τα αναφερόμενα στην αγωγή τους ποσά, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ και β. να τους καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 1.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστησαν.

Στη δίκη παρεμβαίνουν υπέρ των εναγουσών εταιρειών οι: ……

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Χρήστου Λιάκουρα.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των εναγουσών εταιρειών, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους της αγωγής και ζήτησε να γίνει δεκτή η αγωγή και την αντιπρόσωπο του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, η κρινόμενη αγωγή λόγω σπουδαιότητας εισήχθη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατ’ εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51) και ακολούθως, ως προς το δεύτερο εδάφιό της με το άρθρο 15 παρ. 4 του ν. 4416/2016 (Α΄ 240), στην οποία ορίζονται τα εξής: «Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς Επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων ή του Γενικού Επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. … Η πράξη της Επιτροπής δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. … Μετά την επίλυση του ζητήματος το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής ή τριτανακοπής».

2. Επειδή, με το άρθρο 1 του ν. 3900/2010 εισάγεται ο θεσμός της «δίκης - πιλότου» ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σε θέματα που, ως εκ της φύσης τους, έχουν γενικότερο ενδιαφέρον και, συνεπώς, αναμένεται να προκαλέσουν σημαντικό αριθμό διαφορών με τον κίνδυνο να εκδοθούν αντιφατικές αποφάσεις και να υπάρξει σημαντική καθυστέρηση για τους διαδίκους ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Στις περιπτώσεις αυτές δίνεται η δυνατότητα στους διαδίκους (καθώς και στα διοικητικά δικαστήρια, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου 1 του ν. 3900/2010) να απευθύνονται απευθείας στο Συμβούλιο της Επικρατείας ώστε αυτό να επιλύει τα σχετικά ζητήματα, διασφαλίζοντας την ενότητα της νομολογίας και την ασφάλεια δικαίου (βλ. σχετική εισηγητική έκθεση του νόμου). Ειδικότερα, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, εφόσον αίτημα διαδίκου να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας ένδικο βοήθημα ή μέσο αρμοδιότητας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων για τον λόγο ότι με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος με συνέπειες για ευρύ κύκλο προσώπων, γίνει δεκτό από την προβλεπόμενη τριμελή Επιτροπή, η οποία αποφασίζει εκ των ενόντων βάσει των προβαλλόμενων ισχυρισμών και των στοιχείων του φακέλου που διαθέτει, το Δικαστήριο αυτό εκδικάζει σε Ολομέλεια ή σε Τμήμα το ένδικο βοήθημα ή μέσο, εφαρμόζοντας ως προς την πληρεξουσιότητα τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 27 του π. δ/τος 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμου για το Συμβούλιο της Επικρατείας» (Α΄ 8) και κατά τα λοιπά, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, τις ισχύουσες για το ένδικο βοήθημα ή μέσο οικείες διατάξεις (βλ. Σ.τ.Ε. 601/2012 Ολομ. 690, 2741/2013 7μ.).

3. Επειδή, εν προκειμένω, η κρινόμενη αγωγή εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), ύστερα από την ..../2021 πράξη της Επιτροπής του πιο πάνω άρθρου, η οποία δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες «.....», φύλλο της 20.5.2021, και «....», φύλλο της 19.5.2021. Με την εν λόγω πράξη της Επιτροπής αυτής, η οποία αποφασίζει εκ των ενόντων βάσει των προβαλλόμενων ισχυρισμών και των στοιχείων του φακέλου που διαθέτει (Σ.τ.Ε. 601,1972/2012 Ολομ., 1118/2014 Ολομ. κ.ά.), έγινε δεκτή η από 23.4.2021 αίτηση των εναγουσών εταιρειών να εισαχθεί προς εκδίκαση στο Συμβούλιο της Επικρατείας η εκκρεμής ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών ως αρμόδιου για την εκδίκασή της κατά το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 περίπτ. η’ του ν. 1406/1983 (Α΄ 182) και το άρθρο 6 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αγωγή τους κατά του Ελληνικού Δημοσίου με αριθ. κατάθ.: ΑΓ/..../15.4.2021 λόγω των ζητημάτων γενικότερου ενδιαφέροντος με συνέπειες για ευρύ κύκλο προσώπων, που τίθενται με το ανωτέρω ένδικο βοήθημα. Με την αγωγή αυτή οι ενάγουσες εταιρείες ζητούν να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο Δημόσιο οφείλει να καταβάλει σε καθεμία από αυτές, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, ως αποζημίωση κατά το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ, τα αναφερόμενα στην αγωγή τους ποσά τα οποία αντιστοιχούν στα μισθώματα που απώλεσαν, ως ιδιοκτήτριες ακινήτων τα οποία είχαν εκμισθώσει με συμφωνίες επαγγελματικής μίσθωσης, για τους μήνες από τον Μάρτιο του 2020 έως τον Μάρτιο του 2021, εξαιτίας της υποχρεωτικής μείωσης του μισθώματος για τις πληττόμενες από την πανδημία του κορωνοϊού covid-19 μισθώτριες επιχειρήσεις, κατ’ εφαρμογή των σχετικών διατάξεων των νόμων 4683/2020, 4690/2020, 4722/2020, 4753/2020, 4772/2021 και 4778/2021, οι οποίες είναι, κατά τους ισχυρισμούς τους, ανίσχυρες, ως αντικείμενες στα άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 5 παρ. 1, 17 και 25 του Συντάγματος και του 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), άλλως και όλως επικουρικώς, τα ποσά που δικαιούνται, σύμφωνα με το άρθρο 27 του ν. 4772/2021, ως μέτρο στήριξης των εκμισθωτών (νομικών προσώπων), και αντιστοιχούν στο 60% του συνολικού μηνιαίου μισθώματος για τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο του 2021, τα οποία, όπως υποστηρίζουν δεν εισέπραξαν, άλλως και επικουρικώς, τα ποσά που αντιστοιχούν στο 20% του μισθώματος για τους μήνες Νοέμβριο, Δεκέμβριο του 2020 και Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο του 2021, κατ’ εφαρμογή της αρχής της ισότητας, λόγω της δυσμενούς διακριτικής μεταχείρισης που επιφύλαξε ο νομοθέτης, κατά τους ισχυρισμούς τους, στους εκμισθωτές - νομικά πρόσωπα σε σχέση με τους εκμισθωτές - φυσικά πρόσωπα για τα οποία προέβλεψε περισσότερα μέτρα στήριξης, καθώς και το ποσό των 1.000 ευρώ για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζονται ότι εκάστη εξ αυτών έχει υποστεί.