Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016

ΕιρΝαυπλίου 95/16 : "Πραγματική δουλεία αντλήσεως ύδατος - σύσταση - με δικαιοπραξία και με έκτακτη χρησικτήσια - απόσβεση. Εμπράγματες αγωγές - πιστοποιητικό ΕΝΦΙΑ"


Πραγματική δουλεία αντλήσεως ύδατος - σύσταση - με δικαιοπραξία και με έκτακτη χρησικτησία - απόσβεση. Εμπράγματες αγωγές - πιστοποιητικό ΕΝΦΙΑ. Αγωγή ομολογήσεως δουλείας του κυρίου του δεσπόζοντος ακινήτου κατά των συγκυρίων του δουλεύοντος ακινήτου. Λόγος απόσβεσης της πραγματικής δουλείας η εικοσαετής αχρησία, η οποία αρχίζει από την τελευταία άσκηση. Δεν αποτελεί ειδική διαδικαστική προϋπόθεση για την εμπράγματη αγωγή η προσκόμιση πιστοποιητικού ΕΝΦΙΑ. Οι εναγόμενοι προσέβαλαν τη δουλεία αντλήσεως ύδατος του δεσπόζοντος ακινήτου με συνέπεια η ενάγουσα και η δικαιοπάροχος της να μην έχουν κάνει χρήση της δουλείας για χρονικό διάστημα άνω της εικοσαετίας. Απόσβεση της δουλείας με εικοσαετή αχρησία. Απορρίπτει την αγωγή.


ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΝΑΥΠΛΙΟΥ
ΑΡΙΘΜΟΣ 95/2016

ΣΥΓΚΡΟΤHΘΗΚΕ από τον Ειρηνοδίκη Ιπποκράτη Μιχαηλίδη, τον οποίο όρισε ο διευθύνων το Πρωτοδικείο Ναυπλίου Πρόεδρος Πρωτοδικών, και από την Γραμματέα Ελένη Παλιούρα.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Οκτωβρίου 2015, για να δικάσει την με αριθμό κατάθεσης ...... υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: …………..του………., κατοίκου Άργους, οδός………., η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας της δικηγόρου ΓΠ (AM ΔΣΑ ....., Αριθμός Παραστ. Προείσπραξης ΔΣΑ ........../2-10-2015) και κατέθεσε προτάσεις.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1)…………., κατοίκου Άργους, οδός ........., 2)……………, κατοίκου Άργους, οδός…………., 3)………………, κατοίκου Αθηνών, οδός ……………..και 4) ………………, κατοίκου Αθηνών, οδός …………, οι οποίοι παραστάθηκαν ο μεν πρώτος διά, ο δε δεύτερος μετά του πληρεξουσίου τους δικηγόρου ΙΔ (AM ΔΣΝ ...., Αριθμός Παραστ. Προείσπραξης ΔΣΝ .....-10-2014) και κατέθεσαν προτάσεις, οι δε τρίτος και τέταρτη διά του πληρεξουσίου τους δικηγόρου ΣΕ (Αριθμός Παραστατικού Προείσπραξης ........7-10-2014) και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ενάγουσα κατέθεσε στην Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την από …………. αγωγή κατά των εναγομένων, με την οποία ζητούσε όσα αναφέρονται σε αυτήν, και έλαβε αριθμό κατάθεσης………... Δικάσιμος για την συζήτησή της προσδιορίσθηκε στις ………..και κατόπιν νόμιμων αναβολών η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος, οπότε και εκφωνήθηκε με την σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται παραπάνω, και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Από τον συνδυασμό των άρθρων 1118 επ. ΑΚ συνάγεται ότι πάνω σε ακίνητο μπορεί να αποκτηθεί εμπράγματο δικαίωμα υπέρ του εκάστοτε κυρίου άλλου ακινήτου, που να του παρέχει κάποια ωφέλεια (πραγματική δουλεία). Οι πραγματικές δουλείες συνιστώνται είτε με δικαιοπραξία είτε με χρησικτησία. Η κτήση πραγματικής δουλείας είναι δυνατή τόσο με δικαιοπραξία εν ζωή, όσο και με δικαιοπραξία αιτία θανάτου (άρθρο 1121 εδ. α' ΑΚ). Μπορεί να συσταθεί με σύμβαση και όχι με μονομερή δικαιοπραξία (άρθρο 1121 εδ. β' ΑΚ, ΑΠ 1343/2010, ΕφΠατρ 444/2005, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών), αλλά και με διαθήκη, στην οποία ο διαθέτης παραχωρεί πάνω σε δικό του ακίνητο δικαίωμα πραγματικής δουλείας υπέρ άλλου ακινήτου. Εξάλλου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1118 - 1121 ΑΚ προκύπτει ότι οι πραγματικές δουλείες, με βάση τις οποίες αποκτάται εμπράγματο δικαίωμα σε βάρος ακινήτου υπέρ του εκάστοτε κυρίου άλλου ακινήτου, όπως είναι και η μεταξύ των ενδεικτικά αναφερόμενων στο άρθρο 1120 ΑΚ πραγματικών δουλειών δουλεία άντλησης ύδατος, συνιστώνται και με έκτακτη χρησικτησία, εφόσον σύμφωνα με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 1045 επ. ΑΚ, σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 974 - 975 του ίδιου Κώδικα, επί του δουλεύοντος ακινήτου ασκήθηκε υπέρ του δεσπόζοντος ακινήτου από τον κύριο αυτού επί συνεχή εικοσαετία μερική φυσική εξουσίαση, η οποία περιλαμβάνει μία η περισσότερες χρησιμότητες του πράγματος, οι οποίες αποτελούν περιεχόμενο τέτοιος δουλείας με διάνοια δικαιούχου (ΑΠ 618/2014, ΑΠ 1200/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS). Διάνοια δικαιούχου όμως δεν υπάρχει, όταν κάποιος ασκεί δικαιωματικές πράξεις πάνω σε ξένο πράγμα με την ανοχή του ιδιοκτήτη του (ΑΠ 176/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, Μπανάκας, σε ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, Τόμος VI, Εμπράγματο Δίκαιο, Έκδοση 1985, άρθρα 1121 - 1123, αρ. 7, σελ. 9, Βαθρακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ, τόμος Δ', Ημίτομος Α', Εμπράγματο Δίκαιο, Έκδοση 2010 άρθρο 1121, αρ. 22, σελ. 901). 
Ο δικαιούχος της πραγματικής δουλείας, που προσβάλλεται στο δικαίωμά του αυτό, μπορεί να προσφύγει στην ειδική προστασία για το εμπράγματο δικαίωμα της δουλείας (αγωγή ομολογήσεως δουλείας), που εισάγει το άρθρο 1132 ΑΚ, να καταφύγει στις περί προστασίας της οιονεί νομής διατάξεις, δηλαδή τις αγωγές διατάραξης και αποβολής της οιονεί νομής, την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ακόμη και εναντίον του νομέα ή και να ζητήσει δικαστική αναγνώριση του δικαιώματος του με αναγνωριστική αγωγή σε περίπτωση αμφισβήτησης της δουλείας ή καύχησης για ανυπαρξία του δικαιώματος δουλείας (ΕιρΚαλαυρ 24/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, Βαθρακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ, τόμος Δ', Ημίτομος Α', έκδοση 2007, άρθρο 1132, παρ. 2, σελ. 921, Παπαδόπουλος, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, τόμος I, έκδοση 1989, παρ. 167, σελ. 386, Μπανάκας, σε ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, τόμος VI, Εμπράγματο Δίκαιο, άρθρα 1132 - 1133, παρ. 1 επ., σελ. 21, Γεωργιάδης Απ., Εμπράγματο Δίκαιο, έκδοση 2010, παρ. 73, αρ. 17, σελ. 906). Τα στοιχεία της βάσης της αγωγής ομολογήσεως δουλείας είναι: α) το δικαίωμα της πραγματικής δουλείας, δηλαδή η κυριότητα του ενάγοντος στο δεσπόζον, που πρέπει να περιγράφεται με σαφήνεια, και ο τρόπος κτήσης της δουλείας η κυριότητα του παραχωρήσαντος την δουλεία (εφόσον πρόκειται για κτήση με δικαιοπραξία) και η κυριότητα στο δουλεύον ακίνητο, β) προσβολή κατά την άσκηση της δουλείας λόγω ή έργω, καθολική ή μερική. Η προσβολή μπορεί να προέρχεται είτε από τον кύριο του δουλεύοντος είτε από τρίτο ανεξάρτητα αν ο τελευταίος είναι νομέας ή όχι. Ως προσβολή νοείται κάθε πράξη, η οποία περιέχει διατάραξη ή αφαίρεση της οιονεί νομής του δικαιούχου (ΕφΑΘ 5316/1999, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS) και γ) ορισμένο αίτημα, το οποίο με την σειρά του συνίσταται: α) στην αναγνώριση του δικαιώματος της δουλείας του ενάγοντος, β) στην άρση της προσβολής και γ) στην παράλειψη κάθε μελλοντικής διατάραξης του δικαιώματος του ενάγοντος (ΑΠ 643/1998, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, ΕφΠατρ 421/2004, ΜΠρΚαλαμ 22/2004, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, Βαθρακοκοαης, ΕΡΝΟΜΑΚ, τόμος Δ', Ημίτομος Α', έκδοση 2007, άρθρο 1132, παρ. 3, σελ. 921, και παρ. 18, σελ. 924 με τις εκεί αναφερόμενες νομολογιακές παραπομπές, Παπαδόπουλος, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, τόμος I, έκδοση 1989, παρ. 167, σελ. 386 επ., Μπανάκας, σε ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, τόμος VI, Εμπράγματο Δίκαιο, έκδοση 1985, άρθρα 1132 - 1133, παρ. 11, σελ. 22 - 23, Γεωργιάδης Απ., Εμπράγματο Δίκαιο, έκδοση 2010, παρ. 73, αρ. 7, σελ. 903). Ενάγων, μεταξύ άλλων, στην αγωγή ομολογήσεως δουλείας είναι ο εκάστοτε κύριος του δεσπόζοντος ακινήτου. Εναγόμενος είναι όποιος επιχείρησε την προσβολή, είτε αυτός είναι ο εκάστοτε κύριος του δουλεύοντος ακινήτου είτε τρίτος (ΑΠ 1352/1988, Τράπεζα Νομικών ΠληροφοριώνNOMOS, ΕιρΚαλαυρ 24/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, Βαθρακοκοβης, ΕΡΝΟΜΑΚ, τόμος Δ', Ημίτομος Α', έκδοση 2007, άρθρο 1132, παρ. 4, σελ. 922, Παπαδόπουλος, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, τόμος I, έκδοση 1989, παρ. 170, σελ. 389, Μπανάκας, σε ΑΚ Γεωργιάδη -Σταθόπουλου, τόμος VI, Εμπράγματο Δίκαιο, έκδοση 1985, άρθρα 1132 - 1133, παρ. 9, σελ 22, Γεωργιάδης Απ., Εμπράγματο Δίκαιο, έκδοση 2010, παρ. 73, αρ. 6, σελ. 903), ενώ, αν το δουλεύον ακίνητο ανήκει σε πολλούς συγκύριους, συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αναγκαστικής ομοδικίας κατά το άρθρο 76 παρ. 1 ΚΠολΔ, διότι η ύπαρξη δουλείας είναι ζήτημα επιδεχόμενο ενιαία μόνο ρύθμιση (ΑΠ 1353/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, ΑΠ 1906/1988, ΝοΒ 1989, σελ. 734, ΑΠ 669/1976, ΝοΒ 25, σελ. 37, Νίκας, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, τόμος I, έκδοση 2001, άρθρο 76, παρ. 2, σελ. 173, Βαθρακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ, τόμος Δ', Ημίτομος Α', έκδοση 2007, άρθρο 1132, παρ. 4, σελ. 922, Παπαδόπουλος, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, τόμος I, έκδοση 1989, παρ. 170, σελ. 389, Μπανάκας, σε ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, τόμος VI, Εμπράγματο Δίκαιο, έκδοση 1985, άρθρα 1132 - 1133, παρ. 9, σελ. 22). Κατά το άρθρο 1136 ΑΚ η δουλεία αποσβήνεται, αν από λόγους πραγματικούς ή νομικούς η άσκησή της καθίσταται αδύνατη κατά τρόπο όμως απόλυτο, οριστικό και διαρκή, χωρίς την δυνατότητα επαναφοράς στην προηγούμενη κατάσταση (Βαθρακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ, τόμος Δ', Ημίτομος Α', έκδοση 2007, άρθρο 1136, παρ. 1, σελ. 931, και παρ. 9, σελ. 933 με τις εκεί αναφερόμενες νομολογιακές παραπομπές, Δακορώνια, σε ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, τόμος VI, Εμπράγματο Δίκαιο, έκδοση 1985, άρθρο 1136, παρ. 2, σελ. 30). 

Ο λόγος αυτός της απόσβεσης απορρέει από την αρχή της ωφέλειας, συνάγεται όμως και από τις διατάξεις των άρθρων 1118 και 1124 εδ. α' ΑΚ, καθόσον απαραίτητος όρος της πραγματικής δουλείας είναι η παροχή χρησιμότητας από το δουλεύον στο δεσπόζον ακίνητο. Συνεπώς, στην περίπτωση που είτε για φυσικούς είτε για νομικούς λόγους η χρησιμοποίηση αυτή απέβη διαρκώς και απολύτως αδύνατη, εφόσον εξέλειψε ο απαραίτητος αυτός όρος, η δουλεία αποσβήνεται. Αν η αδυναμία δεν είναι διαρκής, αλλά υπάρχει η δυνατότητα επαναφοράς στην προηγούμενη κατάσταση, τότε δεν υπάρχει αδύνατη άσκηση της οιονεί νομής για πραγματικούς λόγους. Έτσι, παροδική παύση της χρησιμότητας ή παροδική μεταβολή του προορισμού του δεσπόζοντος δεν καθιστά αδύνατη την άσκηση της δουλείας. Πότε καθίσταται αδύνατη η άσκηση της δουλείας κρίνεται in concreto. Κατά δε τα άρθρα 1138 εδ. α' και 1139 ΑΚ η δουλεία αποσβήνεται με εικοσαετή αχρησία, στις δε δουλείες που ασκούνται κατά διαλείμματα, όπως είναι η δουλεία άντλησης ύδατος (Γεωργιάδης Απ., Εμπράγματο Δίκαιο, έκδοση 2010, παρ. 69, αρ. 12, σελ. 864), η εικοσαετία αρχίζει από την τελευταία άσκηση, ενώ στις δουλείες, των οποίων το περιεχόμενο συνίσταται σε συνεχή άσκηση, η εικοσαετία αρχίζει, αφότου έγινε κατασκεύασμα στο δουλεύον που εμποδίζει την άσκηση της δουλείας. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι ως προς την έναρξη του χρόνου της αχρησίας γίνεται διάκριση μεταξύ διαλειπουσών, δηλαδή δουλειών, των οποίων η άσκηση γίνεται κατά διαλείμματα ή περιόδους, και συνεχών δουλειών, των οποίων η άσκηση αποτελεί συνεχή κατάσταση. Στις μεν πρώτες η εικοσαετία αρχίζει από την τελευταία άσκηση, στις δε δεύτερες από τον χρόνο που έγινε στο δουλεύον κάποιο κατασκεύασμα που εμποδίζει την άσκηση της δουλείας. Εφόσον δεν έχει γίνει τέτοιο κατασκεύασμα, η δουλεία διατηρείται και η αχρησία δεν αρχίζει, ενώ είναι αδιάφορο αν το διακωλυτικό κατασκεύασμα έγινε από τον ίδιο τον кύριο του δουλεύοντος ή από τρίτο και μάλιστα χωρίς δικαίωμα. Επίσης, απλή με δήλωση διαμαρτυρία ή εναντίωση του κυρίου του δουλεύοντος δεν έχει το ίδιο αποτέλεσμα. Αν πρόκειται για συνεχή δουλεία, ο κύριος του δουλεύοντος βαρύνεται με την απόδειξη της μη άσκησης της δουλείας, ενώ, αν πρόκειται για διαλείπουσα, ο κύριος του δεσπόζοντος πρέπει να αποδείξει ότι άσκησε την δουλεία (ΠΠρΡοδ 263/2001, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, Δακορώνια, σε ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, τόμος V Εμπράγματο Δίκαιο, έκδοση 1985, άρθρα 1138 -1141, παρ. 7 επ., σελ. 40). Η αχρησία μπορεί να χαρακτηρισθεί ως αποσβεστική ή αποκαταστατική παραγραφή, εφόσον αναλογεί σε απόσβεση της δουλείας και αποκατάσταση του περιεχομένου της κυριότητας στο δουλεύον (Βαθρακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ, τόμος Δ', Ημίτομος Α', έκδοση 2007, άρθρο 1138, παρ. 3, σελ. 937). Ουδεμία δε σημασία έχει η κατά την διάρκεια του χρόνου αχρησίας τυχόν μεταβίβαση της κυριότητας του δεσπόζοντος ή του δουλεύοντος ακινήτου (Βαθρακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ, τόμος Δ', Ημίτομος Α', έκδοση 2007, άρθρο 1138, παρ. 4, σελ. 938).

Κατά την διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 4223/2013: «Μετά το άρθρο 54 του ν. 4174/2013 προστίθεται νέο άρθρο 54Α που έχει ως εξής: «Άρθρο 54Α Υποχρεώσεις τρίτων για τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων. 1. Είναι αυτοδικαίως άκυρη κάθε υποσχετική ή εκποιητική δικαιοπραξία με την οποία συστήνονται, μεταβάλλονται, αλλοιώνονται ή μεταβιβάζονται, από οποιαδήποτε αιτία δικαιώματα επί ακινήτου ή παρέχεται δικαίωμα προσημείωσης ή υποθήκης σε αυτό, αν δεν μνημονεύεται και δεν επισυνάπτεται από το συμβολαιογράφο στο συμβόλαιο που συντάσσει, πιστοποιητικό της Φορολογικής Διοίκησης, με το οποίο πιστοποιείται ότι το ίδιο ακίνητο, με τα ίδια στοιχεία, περιλαμβάνεται στη δήλωση Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων, καθώς και ότι ο φορολογούμενος έχει καταβάλει, ή νόμιμα απαλλαγεί από τον ΕΝ.Φ Ι.Α. για το συγκεκριμένο ακίνητο και έχει καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις, έχει ρυθμίσει ή έχει νόμιμα απαλλαγεί από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. για τα υπόλοιπα ακίνητα, για τα οποία είναι υπόχρεος για τα πέντε (5) προηγούμενα έτη. Αυτοδικαίως άκυρος είναι ο συμβολαιογραφικός τίτλος και για τη σύνταξη κατακυρωτικής έκθεσης επί εκούσιου πλειστηριασμού. 3. Εάν δεν είναι δυνατή η επισύναψη στο συμβολαιογραφικό έγγραφο του πιστοποιητικού του ΕΝ.Φ.Ι.Α. της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού για τα πέντε (5) προηγούμενα της μεταβίβασης έτη, επισυνάπτεται για τα υπόλοιπα έτη το πιστοποιητικό του άρθρου 48 του ν. 3842/ 2010 (Α' 58) με το οποίο πιστοποιείται ότι το ίδιο ακίνητο, με τα ίδια στοιχεία, περιλαμβάνεται στη δήλωση φόρου ακίνητης περιουσίας (Φ.Α.Π.), καθώς και ότι ο φορολογούμενος έχει καταβάλει το Φ.Α.ΙΊ. για το συγκεκριμένο ακίνητο και ότι έχει καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις του Φ.ΑΠ. ή έχει ρυθμίσει το Φ. ΑΠ. για τα υπόλοιπα ακίνητα, για τα οποία είναι υπόχρεος για τα προηγούμενα έτη. 5. Είναι απαράδεκτη η συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου, πλην της μονομερούς εγγραφής υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης ή της άρσης κατάσχεσης, αν δεν προσκομισθεί από τον υπόχρεο σε ΕΝ.Φ.Ι.Α., το πιστοποιητικό των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου αυτού». Η διάταξη αυτή, που είναι προφανές ότι είναι φορολογικής φύσης, θίγει, παραβιάζει και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) και τις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγματος (δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας και αρχή της αναλογικότητας). Ειδικότερα, στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος το οποίο συμφωνεί και με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., κατοχυρώνεται το θεμελιώδες δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, αποτελεί δε θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου. Οι δικονομικές λεπτομέρειες, που είναι επιτρεπτό να καθορίζει κάθε κράτος μέλος της Ένωσης, δεν επιτρέπεται να καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων των πολιτών. Εξάλλου, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., που κυρώθηκε μαζί με την Σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ν.δ/τος 53/1974 (ΦΕΚ Α' 256), ορίζεται ότι «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού αμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. 
Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύϊ νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισα της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τις διατάξεις αυτές, με τις οποίες κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, αναγνωρίζεται παράλληλα η εξουσία των Κρατών προς επιβολή φόρων και θέσπιση μέτρων προς εξασφάλιση της καταβολής τους. Τα Κράτη διαθέτουν ευρύτατη εξουσία ως προς τον προσδιορισμό των φόρων και τους τρόπους είσπραξής τους κατ εκτίμηση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων τους. Όμως εφόσον η επιβολή φορολογίας αποτελεί επέμβαση στην περιουσία του προσώπου, πρέπει η σχετική ρύθμιση να αποτελεί μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό την έννοια της ύπαρξης αναλογίας μεταξύ χρησιμοποιουμένων μέσων και επιδιωκομένων σκοπών, ενόψει μάλιστα και της κατά τον χρόνο θέσπισης της ως άνω φορολογικής διάταξης ιδιαίτερα δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας (συνεχούς μείωσης μισθών και συντάξεων και επιβολής αλλεπαλλήλων φορολογικών βαρών επί εισοδημάτων και περιουσιών). Ο δικονομικός φραγμός που τίθεται από τις παραπάνω διατάξεις ήδη σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας υπό το φως των σημερινών δυσχερών οικονομικών συνθηκών, που βιώνουν οι πολίτες που φέρουν το βάρος αυτών, ουσιαστικά στερεί αυτούς της απλής δυνατότητας προσφυγής στο δικαστήριο. Το απλό ταμειακό συμφέρον, που προκύπτει, δεν συνιστά λόγο γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, για τον οποίο θεσπίζεται η παραπάνω διάταξη ως αναγκαία προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε εμπράγματης αγωγής. Ενώ δεν φαίνεται να υπάρχει καμία αναλογία, που επιβάλλεται να τηρείται μεταξύ του νομοθετικά προστατευόμενου δικαιώματος του ατόμου και του σκοπού που το νομοθέτημα εξυπηρετεί. Επομένως η παραπάνω ρύθμιση συντελεί απλά σε άνιση μεταχείριση των πολιτών του από το ίδιο το κράτος, που τίθεται σε πλεονεκτική θέση έναντι αυτών, εξασφαλίζοντας πρωταρχικά και κύρια το δικό του δημοσιονομικό οικονομικό συμφέρον, συρρικνώνοντας το ατομικό δικαίωμα των πολιτών του σε εύκολη πρόσβαση στα δικαστήρια, την οποία θα έπρεπε να εγγυάται, και όχι να χρησιμοποιεί την Δικαιοσύνη και την ευχέρεια προσφυγής σε αυτήν ως μέσο πίεσης για την τακτοποίηση των φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών. 
Επιπλέον, η επιβολή φόρου ακίνητης περιουσίας, παράλληλα προς υφιστάμενους άλλους φόρους, δεν πρέπει να θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και δεν πρέπει να εξαρτά το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του πολίτη να προσφύγει στην Δικαιοσύνη από τις συγκεκριμένες φορολογικές του υποχρεώσεις. Διαφορετικά θα ελλοχεύει ο κίνδυνος ο υπερχρεωμένος ιδιοκτήτης να μην είναι σε θέση να προσκομίσει το ως άνω πιστοποιητικό και η εμπράγματη αγωγή του, με την οποία ζητά να προστατεύσει το δικαίωμα της κυριότητάς του, που του παρέχει άμεση, απόλυτη και καθολική εξουσία πάνω στο ακίνητο (άρθρα 973 και 1000 του ΑΚ), θα πρέπει να απορριφθεί για λόγους μη ουσιαστικούς, αφού το δικαστήριο δεν θα υπεισέρχεται στην ουσία της ένδικης διαφοράς, και έτσι ο πολίτης θα στερείται ουσιαστικά της εξουσίας να απαγορεύει απόλυτα κάθε επέμβαση τρίτου στο ακίνητό του χωρίς την άδεια του και θα βρίσκεται εκτεθειμένος και απροστάτευτος απέναντι στην αυθαιρεσία του οποιουδήποτε καταπατητή. Εξάλλου, σε κάποιες περιπτώσεις η αδυναμία καταβολής του φόρου μπορεί να σχετίζεται με την μη καταβολή των μισθωμάτων και επομένως η ασυνέπεια του μισθωτή όχι μόνο κάνει τον εκμισθωτή φορολογικό παραβάτη, αλλά τον εμποδίζει και να του ασκήσει οποιαδήποτε εμπράγματη αγωγή. Εν κατακλείδι, δεν θα μπορούσε μία καθαρά φορολογικού χαρακτήρα διάταξη, που δεν αφορά στην προστασία των συναλλασσομένων σε σχέση με τα ακίνητα ή δεν επιδιώκει την παροχή δικαστικής προστασίας, να αποτελεί ειδική διαδικαστική προϋπόθεση μιας εμπράγματης αγωγής και προαπαιτούμενο, προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας. 
Άλλωστε, στόχος της δίκης πρέπει να είναι πάντοτε η έκδοση απόφασης επί της ουσίας και οι διαδικαστικές προϋποθέσεις πρέπει να έχουν σκοπό να εξασφαλίσουν την ομαλή και απρόσκοπτη ροή της διαδικασίας και να αποτελούν εγγυήσεις ορθής δικαστικής απόφασης (ΑΠ 293/2014, ΟλΣτΕ 601/2012, ΟλΣτΕ 3087/2011, ΕφΚρ 19/2016, ΠΠρΘ 15203/2014, ΜΠρΑθ 3072/2015, ΜΠρΧαν210/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS, Νίκας, Πολιτική Δικονομία I, παρ. 33, αρ. 4 επ., σελ 414 εκ.).

Με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι είναι κυρία ενός ακινήτου, που βρίσκεται στην θέση «..............» .............. Αργολίδας, όπως αναλυτικά περιγράφεται κατά θέση, έκταση και όρια, το οποίο απέκτησε με παράγωγο τρόπο με γονική παροχή από την μητέρα της έκτασης 3 στρεμμάτων περίπου. Ότι είναι οιονεί νομέας άντλησης ύδατος για το προρρηθέν δεσπόζον ακίνητό της από το περιγραφόμενο λεπτομερώς στην αγωγή δουλεύον ακίνητο συγκυριότητας, σύννομης και συγκατοχής των πρώτου, τρίτου και τέταρτης των εναγομένων με παράγωγο τρόπο συσταθείσας της δουλείας αυτής ή επικουρικά με έκτακτη χρησικτησία. Ότι οι εναγόμενοι αμφισβήτησαν το δικαίωμα της δουλείας άντλησης ύδατος υπέρ του δεσπόζοντος ακινήτου της ενάγουσας και την απέκλεισαν με καθολική προσβολή του μη επιτρέποντάς της να το ασκεί με τον περιγραφόμενο στην υπό κρίση αγωγή τρόπο, καθόσον απαίτησαν από τον πατέρα της ενάγουσας και σύζυγο της δικαιοπαρόχου της να συμμετάσχει στα έξοδα επισκευής μίας πομόνας ευρισκόμενης στο δουλεύον ακίνητο πλησίον της προρρηθείσας στέρνας και ενός φρέατος που είχε διανοιχθεί και αυτό πλησίον της και με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά προσέβαλαν την δουλεία άντλησης ύδατος του δεσπόζοντος ακινήτου και έκτοτε ούτε η δικαιοπάροχος μητέρα της ούτε η ίδια έχουν κάνει χρήση της εν λόγω δουλείας. Με βάση τα παραπάνω και όσα άλλα αναφέρονται στην αγωγή η ενάγουσα ζητά να αναγνωρισθεί το δικαίωμα της οιονεί νομής υπέρ του δεσπόζοντος ακινήτου της, την αξία του οποίου αποτιμά στο ποσό των 5.000,00€, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, οι οποίοι της αποστέρησαν την εν λόγω δουλεία, να άρουν την προσβολή, να υποχρεωθούν να παραλείπουν κάθε προσβολή ή διατάραξη της οιονεί νομής της μελλοντικά, να απαγγελθεί σε βάρος των εναγομένων χρηματική ποινή ποσού 3.000,00€ και προσωπική κράτηση 3 μηνών για κάθε μελλοντική διατάραξη της εκδοθησόμενης απόφασης και να καταδικασθούν στην δικαστική της δαπάνη.
Έχουσα το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή, για το παραδεκτό της άσκησης της οποίας περίληψή της καταχωρήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στα βιβλία διεκδικήσεων του αρμόδιου υποθηκοφυλακείου (βλ. το με αριθμό πρωτοκόλλου ................ πιστοποιητικό εγγραφής στα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφύλακα Ναυπλίου), αρμόδια και παραδεκτά ασκηθείσα (άρθρα 62 εδ. α', 63 παρ. 1, εδ. α', 68, 73, 111 παρ. 2, 122 παρ. 1, 123, 124, 125, 126 παρ. 1, περ. α', 127 παρ. 1, 128 παρ. 1, 139, 173 παρ 1,215 παρ. 1, 220 παρ. 1, 228 και 229 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο κατάθεσης της υπό κρίση αγωγής, σε συνδυασμό με τις με αριθμούς .................. εκθέσεις επιδόσεων της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Ναυπλίου δικαστικής επιμελήτριας ................και τις με αριθμούς ............... εκθέσεις επιδόσεων του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών δικαστικού επιμελητή ..............) εισάγεται προς συζήτηση κατά την αμφισβητούμενη (τακτική) διαδικασία (άρθρο 270 ΚΠολΔ) ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο να την δικάσει (άρθρα 1 περ. α', 7, 8, 9, 10, 11 περ. 1 και 3, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 1, περ. α και 29 παρ. 1 ΚΠολΔ). Η αγωγή είναι ορισμένη, διότι περιέχει όλα τα κατά νόμο απαιτούμενα κατά την διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ στοιχεία για την νομική θεμελίωση και την δικαστική της εκτίμηση, και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 974, 984, 987, 989, 996, 1118-1121, 1131 και 1132 ΑΚ και 70, 76 παρ. 1 και 947 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν, αφού έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη, προσκομίζεται το γραμμάτιο προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής (Αριθμός Παραστ. Προείσπραξης ......../2-10-2015), το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (βλ. το με αριθμό ......-10-2015 διπλότυπο είσπραξης τύπου Α' της ΔΟΥ Ναυπλίου και το με αριθμό ....... παράβολο δικαστικού ενσήμου) και το με αριθμό πρωτοκόλλου ..........15-9-2014 αποδεικτικό υποβολής δήλωσης της ενάγουσας του άρθρου 5 του ν. 2308/1995 ως εκ περισσού προσκομιζόμενο λόγω του ότι στην περιοχή του ...........Αργολίδας δεν έχει ακόμη συντελεσθεί η ανάρτηση των προσωρινών κτηματολογικών διαγραμμάτων και πινάκων.
Οι εναγόμενοι με τις νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις τους αρνούνται κατ’ αρχάς τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την ιστορική βάση της υπό κρίση αγωγής, και προς απόκρουσή της προτείνουν την ένσταση απόσβεσης της δουλείας για τον πραγματικό λόγο ότι στέρεψε η στέρνα, από την οποία ασκούταν η δουλεία άντλησης ύδατος, κατά το άρθρο 1136 ΑΚ και λόγω αχρησίας κατά το άρθρο 1138 ΑΚ. Οι ενστάσεις αυτές τυγχάνουν ορισμένες και νόμιμες και πρέπει να ερευνηθούν και κατ’ ουσίαν. Οι δύο πρώτοι των εναγόμενων προτείνουν επίσης την ένσταση αοριστίας της υπό κρίση αγωγής για τον λόγο ότι ο δεύτερος των εναγόμενων είναι ψιλός κύριος του δουλεύοντος ακινήτου, πράγμα που δεν αναφέρεται στην υπό κρίση αγωγή, ένσταση η οποία κατά τα προδιαμειφθέντα τυγχάνει απορριπτέα
Από την εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, και συγκεκριμένα της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελών αποδεικτικών μέσων είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς κανένα να παραλείπεται κατά την ουσιαστική εκτίμηση της υπόθεσης, τις προσκομιζόμενες από τους διάδικους και εξομοιούμενες με ιδιωτικά έγγραφα, ως προς την αποδεικτική τους δύναμη, φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. 1, περ. γ', 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), την με αριθμό ................ ένορκη βεβαίωση των ……………….. και …………..ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ..........., που προσκόμισε μετ’ επίκλησης η ενάγουσα, με πρωτοβουλία της οποίας λήφθηκε κατόπιν νόμιμων κλήσεων των εναγομένων, όπως προκύπτει από τις με αριθμούς ………………..εκθέσεις επιδόσεων του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Ναυπλίου δικαστικού επιμελητή ............. και τις με αριθμούς ……………..εκθέσεις επιδόσεων του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών δικαστικού επιμελητή ................., την με αριθμό ……………..ένορκη βεβαίωση της ……………ενώπιον της Ειρηνοδίκη Ναυπλίου Αγγελικής Χριστοπούλου και την με αριθμό ……………..ένορκη βεβαίωση της ……………………ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ................, που προσκόμισαν μετ’ επίκλησης οι τρίτος και τέταρτη των εναγομένων, οι οποίες λήφθηκαν με πρωτοβουλία απάντων των εναγομένων κατόπιν νόμιμης κλήσης της ενάγουσας, όπως προκύπτει από την με αριθμό .................. έκθεση επίδοσης του δωρισμένου στο Πρωτοδικείο Ναυπλίου δικαστικού επιμελητή ......................, ενώ οι ίδιες ένορκες βεβαιώσεις, παρόλο που αναφέρονται στις προτάσεις των πρώτου και δεύτερου των εναγομένων, δεν προσκομίσθηκαν, παρά μόνο το σχέδιο αυτών, προτού πάρει την μορφή ένορκης βεβαίωσης, οπότε και δεν λαμβάνονται υπόψη, τις προτάσεις των διαδίκων, τις προφορικές εξηγήσεις των πληρεξουσίων τους δικηγόρων και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του αυτεπάγγελτα, αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι κυρία ενός αγροτεμαχίου ευρισκόμενου στην θέση «………» της κτηματικής περιφέρειας ..............., έκτασης 3 στρεμμάτων ή όσων είναι, ο οποίος συνορεύει βόρεια με κοινοτικό δρόμο και με ακίνητο συνιδιοκτησίας των πρώτου, τρίτου και τέταρτης των εναγομένων έκτασης 259,85 τ.μ., νότια με ιδιοκτησία του τρίτου των εναγομένων, ανατολικά με ιδιοκτησία ……………και δυτικά με ιδιοκτησία του πρώτου των εναγομένων, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι το με αριθμό .............. συμβόλαιο γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Άργους ..................... έχει μεταγραφεί, οπότε δεν έχει μεταβιβασθεί με παράγωγο τρόπο η ψιλή κυριότητα στον δεύτερο των εναγομένων, ενώ λόγω της ιδιότητάς του ως δικηγόρου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συντρέχει η κτήση της ψιλής κυριότητας εκ μέρους του με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, καθώς δεν συντρέχει στο πρόσωπό του η προϋπόθεση της καλής πίστης εν προκειμένω, αφού γνωρίζει εκ του επαγγέλματος του τις προϋποθέσεις της κτήσης ψιλής κυριότητας και δεν δύναται να θεωρηθεί καλόπιστος, ενώ δεν έχουν επίσης συμπληρωθεί ούτε οι προϋποθέσεις της έκτακτης χρησικτησίας. Το ακίνητο αυτό μεταβιβάσθηκε κατά ψιλή κυριότητα στην ενάγουσα από την μητέρα της ………….με το με αριθμό ………….συμβόλαιο γονικής παροχής του Συμβολαιογράφου Άργους ............. νόμιμα μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ναυπλίου στις ...... στον τόμο ..... και αριθμό ..... η οποία παρακράτησε εφ’ όρου ζωής της και εφ’ όρου ζωής του συζύγου της και πατέρα της ενάγουσας το δικαίωμα της επικαρπίας, ενώ μετά από τον θάνατο της συνεπικαρπώτριας μητέρας της στις 4-3-1998 και του επικαρπωτή πατέρα της στις 29-12-2012 έγινε πλήρης κυρία η ενάγουσα. Στην δικαιοπάροχο μητέρα της ενάγουσας είχε μεταβιβασθεί το εν λόγω ακίνητο κατά ψιλή κυριότητα δυνάμει του με αριθμό ..................συμβολαίου προικοσυμφώνου του Συμβολαιογράφου Άργους ................. νόμιμα μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ναυπλίου στις ...... στον τόμο ....... και αριθμό ....... και κατά πλήρη κυριότητα μετά από την ισχύ του ν. 1329/1983. Το εν λόγω ακίνητο προήλθε από κατάτμηση ενός μεγαλύτερου ακινήτου του παππού της ενάγουσας …………., έκτασης 20 στρεμμάτων περίπου, το οποίο οριζόταν ανατολικά με ιδιοκτησίες……………….., δυτικά με ιδιοκτησία…………….., νότια με ιδιοκτησία αδελφών ………….και βόρεια με δρόμο, από το οποίο και αποσπάσθηκε από το βορειοανατολικό του μέρος σε σχήμα τετράπλευρου παραλληλόγραμμου. Το υπόλοιπο εναπομείναν μέρος του εν λόγω ευρύτερου ακινήτου το δώρισε ο……………., απώτερος δικαιοπάροχος απάντων των διαδίκων, εξ αδιαιρέτου στα τέκνα του ………………..με το με αριθμό ............... δωρητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Άργους ............. νόμιμα μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ναυπλίου στον τόμο ......... και αριθμό .... Οι δε …………………..του …….., πρώτος των εναγομένων και δικαιοπάροχος των τρίτου και τέταρτης των εναγομένων αντίστοιχα, με το με αριθμό ....... συμβόλαιο διανομής του Συμβολαιογράφου Άργους ............ νόμιμα μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ναυπλίου στις ....... στον τόμο.......και αριθμό ......διένειμαν το ως άνω κοινό ακίνητό τους: ο μεν πρώτος των εναγομένων έλαβε στην πλήρη κυριότητά του το με αριθμό 3 και με στοιχεία Δ-Ν-Μ-Θ-Η-Ζ-Δ τμήμα του κοινού αγρού, όπως αυτό εμφαίνεται στο προσαρτημένο στο προρρηθέν συμβόλαιο διανομής από 12-3-1977 σχεδιάγραμμα του πτυχιούχου υπομηχανικού ..............., έκτασης 7.987,49 τ.μ., που συνορεύει βόρεια με οδό ....... και με ιδιοκτησίες, νότια με το κατωτέρω περιγραφόμενο ακίνητο ιδιοκτησίας……………………, δικαιοπάροχου των τρίτου και τέταρτης των εναγομένων, ανατολικά με ιδιωτική οδό ιδιοκτησίας δικής του και του αδερφού του ………………….και πέραν αυτής με την ιδιοκτησία της ενάγουσας και δυτικά με ιδιοκτησία………………, ο δε…………………., δικαιοπάροχος των τρίτου και τέταρτης των εναγομένων, έλαβε στην πλήρη κυριότητά του το με αριθμό 2 και με στοιχεία Γ-Κ-Ι-Μ-Ν-Δ-Ι τμήμα του κοινού αγρού, όπως αυτό εμφαίνεται στο προσαρτημένο στο προρρηθέν συμβόλαιο διανομής από 12-3-1977 σχεδιάγραμμα του πτυχιούχου υπομηχανικού ................., έκτασης 7.962,98 τ.μ, που συνορεύει βόρεια με την ιδιοκτησία της ενάγουσας και την προρρηθείσα ιδιοκτησία του πρώτου των εναγομένων, αλλά και με τα κατωτέρω αναφερόμενα ακίνητα συνιδιοκτησίας των πρώτου των εναγομένων και του δικαιοπάροχου των τρίτου και τέταρτης των εναγομένων, νότια με ιδιοκτησία………………, ανατολικά με ιδιοκτησίες …………………. και δυτικά με ιδιοκτησία………………, ενώ το με αριθμό 4 και με στοιχεία Ζ-Α-Β-Ε-Ζ τμήμα του κοινού αγρού, όπως αυτό εμφαίνεται στο προσαρτημένο στο προρρηθέν συμβόλαιο διανομής από ....... σχεδιάγραμμα του πτυχιούχου υπομηχανικού ...................., έκτασης 259,85 τ.μ., που συνορεύει βόρεια με οδό ......., νότια με την ιδιοκτησία της ενάγουσας, δυτικά με ιδιωτική οδό συνιδιοκτησίας των πρώτου των εναγομένων και του δικαιοπάροχου των τρίτου και τέταρτης των εναγομένων και με ιδιοκτησίες και ανατολικά με ιδιοκτησία………………, μετά του εντός αυτού φρέατος, του επ’ αυτού εγκατεστημένου ηλεκτροκίνητου υδραντλητικού συγκροτήματος (πομόνας) και του μικρού αγροτικού οικίσκου, το διατήρησαν ο πρώτος των εναγομένων και ο δικαιοπάροχος των τρίτου και τέταρτης των εναγομένων στην συγκυριότητά τους κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος αδιανέμητο. Μετά δε από τον θάνατο του δικαιοπάροχου των τρίτου και τέταρτης των εναγομένων το έτος 1987 υπεισήλθαν στην κληρονομιά ως κληρονόμοι ο υιός του, τρίτος των εναγομένων, και η σύζυγός του, τέταρτη των εναγομένων, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του (βλ. το με αριθμό πρωτοκόλλου .................... πιστοποιητικό περί μη αποποίησης κληρονομιάς της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών και το με αριθμό πρωτοκόλλου ................ πιστοποιητικό περί μη αποποίησης της Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αθηνών), χωρίς ωστόσο να προβούν σε οποιαδήποτε μεταγραφή αναφορικά με τα προαναφερθέντα ακίνητα που κληρονόμησαν από τον δικαιοπάροχό τους (βλ. το με αριθμό πρωτοκόλλου 235/17-6-2013 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Ναυπλίου), αλλά ασκώντας υπερεικοσαετή νομή επ’ αυτών έγιναν συγκύριοι τους με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Αναφορικά με την ύπαρξη δουλείας άντλησης ύδατος υπέρ του δεσπόζοντος ακινήτου της ενάγουσας και σε βάρος του δουλεύοντος ακινήτου έκτασης 259,85 τ.μ. των πρώτου, τρίτου και τέταρτης των εναγομένων λεκτέα τα εξής: με το προρρηθέν με αριθμό ............... συμβόλαιο προικοσυμφώνου του Συμβολαιογράφου Άργους ................ είχε συσταθεί υπέρ του δεσπόζοντος ακινήτου της ενάγουσας δουλεία άντλησης ύδατος από το ευρύτερο τότε δουλεύον ακίνητο ιδιοκτησίας του παππού της ενάγουσας, καθώς αναφερόταν σε αυτό ότι «και όπερ τμήμα κτήματος θα αρδεύηται εις το διηνεκές, συνιστωμένης διά του παρόντος δουλείας αρδεύσεως υπέρ του προικώου τούτου τμήματος περιβολιού, εκ της στέρνας μετά της επ’ αυτής πετρελαιομηχανής της υπαρχούσης επί του υπολοίπου κτήματος του προικοδότου, ήτις μηχανή δέον οπωσδήποτε να υπάρχη επί της άνω στέρνας ή αντ’ αυτής άλλη μηχανή πετρελαίου της αυτής ποιότητος ή και καλυτέρας ή γραναζοκινήσεως ή ηλεκτρική άλλης μορφής κινήσεως εις το διηνεκές, εις οιονδήποτε και αν ήθελε τυχόν περιέλθη κύριον η άνω στέρνα, εις τρόπον ώστε απροσκόπτως και εις το διηνεκές ο προικολήπτης ή οι δικαιοδόχοι αυτού να αρδεύωσι το διά του παρόντος παραχωρούμενον ακίνητο». Το δουλεύον στην συνέχεια κατατμήθηκε και πλέον η στέρνα, από την οποία ορίσθηκε ότι πρέπει να αρδεύεται το δεσπόζον ακίνητο, βρίσκεται στο προρρηθέν ακίνητο συγκυριότητας των πρώτου, τρίτου και τέταρτης των εναγομένων έκτασης 259,85 τ.μ.. Η στέρνα αυτή και το παρακείμενο πηγάδι της χρησιμοποιούταν ως και το 1970, όταν κατά τους ισχυρισμούς των εναγομένων στέρεψε και κατά συνέπεια την έκλεισαν και την ξήλωσαν και προέβησαν δίπλα της σχεδόν ο πρώτος των εναγομένων μαζί με τον δικαιοπάροχο των τρίτου και τέταρτης των εναγομένων σε γεώτρηση με ηλεκτροκίνητο υδραντλητικό συγκρότημα (πομόνα). Το δεσπόζον εξυπηρετούταν από το 1957 από το πηγάδι και την στέρνα και μετά από την κατασκευή της πομόνας και από αυτήν. Ως το χρονικό σημείο που έπαθε βλάβη η πομόνα, την οποία επισκεύασαν τελικά ο πρώτος των εναγομένων μαζί με τον δικαιοπάροχο των τρίτου και τέταρτης των εναγομένων, η εξυπηρέτηση της δουλείας άντλησης ύδατος του δεσπόζοντος από το δουλεύον γινόταν αδιατάρακτα. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, ακόμη και αν ήθελε κριθεί ότι η αναφερόμενη δουλεία άντλησης ύδατος η συσταθείσα με το προρρηθέν προικοσύμφωνο αφορούσε μόνο στην στέρνα, η οποία και στέρεψε, απόκτησαν με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας δουλεία άντλησης ύδατος από την νέα γεώτρηση με την πομόνα, καθώς η χρήση αυτής γινόταν με διάνοια δικαιούχου και όχι με ανοχή του κυρίου του δουλεύοντος. Τότε όμως - κατά το έτος 1992 κατά τους εναγόμενους άνοιξη προς καλοκαίρι του 1993 σύμφωνα με την περιεχόμενη στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης - απαίτησαν ο πρώτος των εναγομένων μαζί με τον δικαιοπάροχο των τρίτου και τέταρτης των εναγομένων να συμβάλει στα έξοδα επισκευής της πομόνας και ο συνεπικαρπωτής πατέρας της ενάγουσας ο οποίος όμως αρνήθηκε. Στην συνέχεια για τον λόγο αυτό κλείδωσαν την πόρτα της πομόνας και δεν επέτρεπαν στον συνεπικαρπωτή πατέρα της ενάγουσας να κάνει χρήση της δουλείας του δεσπόζοντος ακινήτου και έτσι αυτός στράφηκε προς τον Π., όμορο οικοπεδούχου, και έπαιρνε νερό από αυτόν προς εξυπηρέτηση των αναγκών άρδευσης του ακινήτου της ενάγουσας.
Δοθέντος ότι κατά τους ισχυρισμούς ταυ μάρτυρα απόδειξης, όπως αναφέρθηκε, η βλάβη στην πομόνα έγινε άνοιξη προς καλοκαίρι του 1993, όταν και απαγόρευσαν πλέον ο πρώτος των εναγομένων μαζί με τον δικαιοπάροχο των τρίτου και τέταρτης των εναγομένων στον συνεπικαρπωτή πατέρα της ενάγουσας να κάνει χρήση της δουλείας άντλησης ύδατος, πράγμα που όντως συνέβη κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αφού αυτός στράφηκε σε άλλη λύση για την άρδευση του ακινήτου της ενάγουσας άμεσα, επήλθε απόσβεση της δουλείας με εικοσαετή αχρησία της κατά τα προδιαμειφθέντα στην μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της παρούσας, δεκτής γενομένης της σχετικής ένστασης των εναγομένων. Ο δε ισχυρισμός της ενάγουσας ότι οι εναγόμενοι με δόλο την απέτρεψαν από την άσκηση της αγωγής κατά το τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής ουδόλως αποδείχθηκε, καθόσον ο ισχυρισμός της ότι βρίσκονταν σε διαπραγματεύσεις για την επίλυση του προβλήματος άρδευσης του ακινήτου της είτε για την αγορά από αυτούς του εν λόγω ακινήτου δεν στοιχειοθετεί από μόνος του την ύπαρξη δόλου εκ μέρους τους. Κατόπιν των ανωτέρω η αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας σύμφωνα με την αρχή της ήττας (άρθρα 106, 176 εδ. α', 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), Τα έξοδα δε αυτά θα καθορισθούν κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας βάσει των άρθρων 57, 58, 63 παρ. 1, περ. ii, 68 παρ. 1 και 84 του ν. 4194/2013.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων τριάντα (430,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο Ναύπλιο, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι ούτε οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, συντεταγμένη σε πρωτότυπο και σε ηλεκτρονική μορφή από τον Ειρηνοδίκη, στις 4-7-2016.

Ο ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου